Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πρώτη μέρα του Τζέρεμι Χαντ στη… δουλειά και πιο συγκεκριμένα η πρώτη Δευτέρα στο νέο του γραφείο στο Treasury, ήτοι το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, συνοδεύτηκε από μία μεγάλη επιτυχία. Ο νέος Βρετανός ΥΠΟΙΚ κατάφερε με αστραπιαίες κινήσεις να κατευνάσει τις αγορές, κάτι στο οποίο ο προκάτοχός του Κουάσι Κουαρτένγκ είχε αποτύχει παταγωδώς. Όμως η αλήθεια είναι πολύ πιο σκληρή, όχι τόσο για τον Χαντ που απλώς έκανε «deliver» αλλά κυρίως για την Λιζ Τρας, της οποίας η κυβέρνηση δικαιωματικά θεωρείται πλέον «μαριονέτα» των αγορών.
Από μέλος του G7 που διαθέτει ένα από τα κορυφαία χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη, ένα ισχυρό νόμισμα με ιστορία και διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος, η βρετανική οικονομία αντιμετωπίζεται τελευταία ως μία αναδυόμενη αγορά με σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας, αβεβαιότητας και μεταβλητότητας, με κρατικά ομόλογα και νόμισμα που δέχονται ασφυκτικές πιέσεις.
Το βρετανικό «δράμα» των τελευταίων 55 περίπου ημερών αποτελεί ένα μάθημα για όσους πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Από τις 23 Σεπτεμβρίου που ανακοινώθηκε ο μίνι προϋπολογισμός με τις φοροελαφρύνσεις ύψους 45 δισ. λιρών, οι αγορές έδειχναν κάθε μέρα τη διαφωνία τους και εντέλει επικράτησε χάος κυρίως στην αγορά ομολόγων που παραλίγο να οδηγήσει στην κατάρρευση εκατοντάδων συνταξιοδοτικών ταμείων. Το κόστος δανεισμού της Μ. Βρετανίας εκτινάχθηκε από το 3,3% στο 4,6% και η στερλίνα υποτιμήθηκε άνω του 8%, διολισθαίνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών έναντι του δολαρίου.
Μέσα σε μία ημέρα, ο «Mr. Hunt» πήρε πίσω μειώσεις φόρων που συνολικά θα κόστιζαν 32 δισ. στερλίνες το χρόνο σε φορολογικά έσοδα και κάπως έτσι κέρδισε την, έστω προσωρινή, εμπιστοσύνη των αγορών. Η στερλίνα ενισχύθηκε σε ποσοστό άνω του 1% έναντι του δολαρίου και η απόδοση του 10ετούς gilt υποχώρησε κάτω από το 4%. Στην ουσία ο Χαντ δεν έκανε στροφή αλλά κανονική κωλοτούμπα ακυρώνοντας σχεδόν ολόκληρο το πακέτο των φοροελαφρύνσεων που περιλαμβάνονταν στον μίνι προϋπολογισμό.
Με μία ματιά οι αποφάσεις του Χαντ: Ακυρώνεται η μείωση του φόρου εισοδήματος από το 20% στο 19% για τα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ από την περασμένη εβδομάδα είχε ήδη ακυρωθεί η μείωση του φόρου 45% για εισοδήματα άνω των 150.000 λιρών. Παράλληλα, θα προχωρήσει κανονικά η αύξηση του εταιρικού φόρου από το 19% στο 25% από τον ερχόμενο Απρίλιο, την οποία ακύρωνε ο μίνι προϋπολογισμός. Ο Χαντ πήρε επίσης πίσω το πάγωμα των φόρων στα αλκοολούχα ποτά, τη μείωση του φόρου στα μερίσματα, ενώ το πλαφόν στις τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά θα ισχύσει μόνο για φέτος.
«Βασική ευθύνη κάθε κυβέρνησης είναι να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να διασφαλίζει την οικονομική σταθερότητα», δήλωσε ο Χαντ. Βέβαια, στην πραγματικότητα έκανε αυτό που ζητούσαν επίμονα οι αγορές για να αφήσουν λίγο… ήσυχα τα βρετανικά assets. Η στερλίνα ξεπέρασε χθες τα 1,14 δολάρια, αντισταθμίζοντας ουσιαστικά τις απώλειες που κατέγραψε έναντι του αμερικανικού νομίσματος από την ημέρα που ο Κουαρτένγκ ανακοίνωσε τον μίνι προϋπολογισμό που εξόργισε τις αγορές.
Η κατάσταση είναι σαφώς χειρότερη στην αγορά των βρετανικών κρατικών ομολόγων. Χθες, η απόδοση του 10ετούς έφτασε στο 3,99% όμως η πολιτική αβεβαιότητα παραμένει και οι αγορές θα παρακολουθούν πολύ στενά τις αποφάσεις της Τρας και του Χαντ. Υπάρχει επίσης το ερώτημα του τι θα συμβεί με τα gilts μετά το τέλος των αγορών που εκτάκτως ανακοίνωσε η Τράπεζα της Αγγλίας. Σε κάθε περίπτωση, η βρετανική κυβέρνηση γνωρίζει πως πλέον δεν έχει περιθώρια για άλλα λάθη και πως κάθε κίνηση θα αξιολογείται πολύ αυστηρά από τις αγορές.
Το πακέτο των φοροελαφρύνσεων θα είχε θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη αλλά εκφράζονταν σοβαρές ανησυχίες για το βρετανικό χρέος σε μία περίοδο που το κόστος δανεισμού είναι σχεδόν απαγορευτικό και κυρίως για τον πληθωρισμό. Μετά τη στροφή 180 μοιρών του Χαντ, η Goldman Sachs εκτιμά ότι το βρετανικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 1% το 2023 αλλά ο δομικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 3,1% στο τέλος του 2023, αντί για 3,3% που εκτιμούσε προηγουμένως. Έτσι μειώνεται η πίεση προς την BoE για πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και το τελικό επιτόκιο αναμένεται να φτάσει στο 4,75%, με αύξηση 75μβ τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, 50μβ τον Φεβρουάριο και δύο αυξήσεις των 25μβ τον Μάρτιο και τον Μάιο.