Την… αδιαφορία τους για τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν με κάθε τρόπο οι αγορές καθώς συνεχίσει να τηρεί επιφυλακτική στάση, την ώρα που η Fed βρίσκεται συνεχώς ένα τουλάχιστον βήμα μπροστά, συντηρώντας τη δυναμική του δολαρίου. Αυτή αναμένεται να είναι και η σημερινή αντίδραση των επενδυτών στα όσα ανακοινώσει η ΕΚΤ και στα όσα πει η Κριστίν Λαγκάρντ στην προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου που παραδοσιακά ακολουθεί τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Θα πρόκειται δηλαδή για ένα «non event» που δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο σε ευρώ και ομόλογα.
Εκτός και αν η Λαγκάρντ κάνει την έκπληξη και ρίξει «βόμβα» στις αγορές. Αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους. Μία βόμβα και μάλιστα μεγατόνων θα ήταν να προχωρήσει σε μία μικρή αύξηση επιτοκίων της τάξης των 50 μονάδων βάσης και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει ως αφορμή κάποια ερώτηση κατά τη συνέντευξη τύπου για να «δείξει» ότι υπάρχει η σκέψη για νέο QE στον ορίζοντα. Όχι με τον παραδοσιακό τρόπο ενός μεγάλου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά μέσω του Transmission Protection Instrument, που στην ουσία αποτελεί έναν μηχανισμό αγοράς ομολόγων.
Σημειώνεται ότι το TPI είναι ένα «εξατομικευμένο QE» μέσω του οποίου η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα στη δευτερογενή αγορά για να ρίξει το κόστος δανεισμού μιας χώρας, αρκεί η χώρα αυτή να εφαρμόζει συνετή δημοσιονομική πολιτική, με μείωση του χρέους και πρωτογενή πλεονάσματα.
Μία μικρότερη βόμβα, που θα προκαλούσε όμως κάποιες αναταράξεις στις αγορές δίνοντας ώθηση στο ευρώ, θα ήταν η αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης που θα έστελνε το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 1,75% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 2,25%. Μία τέτοια κίνηση προϋποθέτει ότι τα «γεράκια», ήτοι το λόμπι του Βερολίνου, θα έχουν πείσει την πλειοψηφία των στελεχών της ΕΚΤ, ότι ο πληθωρισμός κινδυνεύει να γίνει μόνιμος και η οικονομία δεν θα πέσει σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.
Το πιθανότερο, βέβαια, είναι να μην πυροδοτήσει καμία από αυτές τις δύο βόμβες η Λαγκάρντ, η οποία δέχεται, σύμφωνα με πληροφορίες, ασφυκτικές πιέσεις τόσο από πολιτικούς όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, όσο και από τα δύο στρατόπεδα στο δσ, τα γεράκια και τα περιστέρια. Αυξάνοντας τα επιτόκια κατά 0,75% και λέγοντας ότι τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο για τις αποφάσεις του Δεκεμβρίου και των επόμενων μηνών και ότι όλα θα εξαρτηθούν από το πώς θα διαμορφωθούν οι συνθήκες, η Λαγκάρντ θα προσπαθήσει να κρατήσει τις ισορροπίες και να κερδίσει χρόνο.
Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται στο ιστορικό υψηλό του 10%, η Λαγκάρντ δεν μπορεί να μείνει με… σταυρωμένα τα χέρια, άρα η αύξηση του 0,75% θεωρείται επιβεβλημένη. Από κει και πέρα όμως, όλα δείχνουν ότι η Ευρωζώνη λειτουργεί ήδη σε συνθήκες μιας βαθιάς ύφεσης που θα μπορούσε να διαρκέσει ακόμα και για ολόκληρο το 2023. Επομένως, μία «hawkish» αύξηση των επιτοκίων λ.χ. κατά 100 μονάδες βάσης θα έθετε σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο την οικονομία, σε μία συγκυρία που όλοι οι πρόδρομοι δείκτες επιδεινώνονται συνεχώς.
Ο Βορράς ζητάει μία πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στα πρότυπα της Fed, υποστηρίζοντας ότι προτεραιότητα πρέπει να είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού και όχι η στήριξη της ανάπτυξης. Οι χώρες του Νότου, από την πλευρά τους, επιμένουν σε μία πιο επιφυλακτική προσέγγιση γιατί ανησυχούν ότι η ύφεση θα ανακόψει βίαια την αναπτυξιακή τους δυναμική.
Όσο για το δίλημμα μεταξύ QT και QE, οι εκτιμήσεις των αναλυτών διίστανται και μάλλον απαντήσεις θα δοθούν από το νέο έτος όταν θα έχει ξεκαθαρίσει ποιος θα είναι ο αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης στην οικονομία της Ευρωζώνης. Αν οι συνθήκες είναι καλές, η ΕΚΤ θα ξεκινήσει να συρρικνώνει τον ισολογισμό των 8,8 τρισ. ευρώ (από 2 τρισ. ευρώ που ήταν το 2010) με πωλήσεις τίτλων. Αν οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί σημαντικά δεν αποκλείεται να προχωρήσει σε αγορές ομολόγων για να αποτρέψει την άνοδο του κόστους δανεισμού των χωρών-μελών σε μη βιώσιμα επίπεδα.