Η στρατηγική των δασμών στις ΗΠΑ
Shutterstock
Shutterstock

Η στρατηγική των δασμών στις ΗΠΑ

Οι δασμοί είναι ένα από τα βασικά οικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή και να αυξήσουν τα κρατικά έσοδα, μέσω της φορολόγησης των εισαγωγών, κυρίως όταν στο διεθνές εμπόριο υπάρχουν χώρες που διεξάγουν αθέμιτο ανταγωνισμό (π.χ. λόγω τεχνητής υποτίμησης του νομίσματός τους, ή κρατικών επιδοτήσεων των εξαγωγικών επιχειρήσεων κλπ). Σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μόνο με την Κίνα ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα που έφθασε $3,8 τρισ. την τελευταία δεκαετία.

Εμπορικό έλλειμμα ΗΠΑ με την Κίνα 2013-2023 σε $

 

Η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας με την Κίνα, για τη μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων, οδηγεί τις ΗΠΑ στην επιβολή δασμών. Οι ΗΠΑ βλέπουν τους δασμούς να εξυπηρετούν δύο σκοπούς: α) την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από τον ξένο ανταγωνισμό και β) την παροχή κινήτρων σε ξένες επιχειρήσεις να μεταφερθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες με κύριο σκοπό τη μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων.

Α) Προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από τον ξένο ανταγωνισμό 

Αρχικά, εισήχθη ένας γενικός δασμός της τάξεως του 10%, ο οποίος αυξήθηκε στη συνέχεια στο 20% και τώρα στο 60% ή και περισσότερο στις εισαγωγές από την Κίνα. Παρακάτω, αναπτύσσονται το πώς οι υψηλοί δασμοί μπορούν να προκαλέσουν μείωση των εσόδων, παρά την πρόθεση για αύξησή τους, και γιατί η στρατηγική αυτή ενδέχεται να αποβεί μακροπρόθεσμα επιζήμια για την οικονομία.

Α1. Οι δασμοί ως αντικίνητρο για το εμπόριο: Όταν μια χώρα αυξάνει υπερβολικά τους δασμούς στις εισαγωγές, οι εμπορικοί εταίροι αποθαρρύνονται από το να εισάγουν αγαθά στη συγκεκριμένη χώρα. Η υπερβολική φορολόγηση καθιστά τα εισαγόμενα προϊόντα πιο ακριβά, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να αποφεύγουν να τα αγοράζουν. Αυτό, μειώνει την εμπορική δραστηριότητα και μειώνει το ύψος των εισαγωγών, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να συγκεντρώνει λιγότερα έσοδα από τους δασμούς.

Α2. Η ελαστικότητα της ζήτησης και η επίδρασή της στα έσοδα: Η επίδραση των δασμών στα έσοδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ελαστικότητα της ζήτησης για τα εισαγόμενα προϊόντα. Εάν η ζήτηση είναι ελαστική, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα βρουν εναλλακτικές λύσεις, όπως την προτίμηση εγχώριων προϊόντων ή την αποφυγή αγορών που έχουν επηρεαστεί από υψηλούς δασμούς. Όταν, λοιπόν, οι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερο, λόγω της αύξησης της τιμής, τα έσοδα από τους δασμούς μειώνονται αντί να αυξάνονται.

Α3. Αντίποινα από άλλες χώρες: Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η πιθανότητα αντιποίνων από τις χώρες που πλήττονται από τους αυξημένους δασμούς. Όταν μια χώρα αυξάνει τους δασμούς της, οι εμπορικοί εταίροι συχνά αντιδρούν με δικούς τους δασμούς στα εξαγόμενα προϊόντα της συγκεκριμένης χώρας. Αυτό σημαίνει ότι και οι εξαγωγές μειώνονται, δημιουργώντας προβλήματα στις εγχώριες βιομηχανίες που εξαρτώνται από τις διεθνείς αγορές. Τελικά, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένας γενικευμένος περιορισμός του εμπορίου, με αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Α4. Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην οικονομία: Η περιορισμένη εμπορική δραστηριότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την οικονομία μιας χώρας. Η μείωση των εισαγωγών σημαίνει περιορισμένες επιλογές για τους καταναλωτές, υψηλότερες τιμές και ενδεχόμενη έλλειψη σε βασικά προϊόντα. Επιπλέον, με την αύξηση των δασμών και την αποδυνάμωση του διεθνούς εμπορίου, η παραγωγικότητα και η καινοτομία ενδέχεται να μειωθούν, καθώς οι επιχειρήσεις δεν έρχονται αντιμέτωπες με τον διεθνή ανταγωνισμό και δεν έχουν κίνητρο να βελτιώσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.

Β) Οι υψηλοί δασμοί ως κίνητρο για μεταφορά ξένων εταιρειών στις Ηνωμένες Πολιτείες

Η πολιτική των υψηλών δασμών είναι συχνά ένα μέσο προστασίας της εγχώριας αγοράς, προσφέροντας πλεονεκτήματα στις τοπικές επιχειρήσεις και αποθαρρύνοντας τις εισαγωγές από το εξωτερικό. Ένας από τους στόχους αυτής της πολιτικής είναι να αποτελέσει κίνητρο για τις ξένες εταιρείες να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτόν τον τρόπο, οι εταιρείες θα μπορούν να αποφύγουν το επιπλέον κόστος των δασμών, αφού η παραγωγή τους θα λαμβάνει χώρα εντός των ΗΠΑ. Σε αυτή την ανάλυση, θα εξετάσουμε, αν η πολιτική των υψηλών δασμών είναι αποτελεσματική για να πείσει τις ξένες εταιρείες να μεταφερθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής.

Β1. Οικονομικά Κίνητρα και Στρατηγικές Αποφάσεις: Η απόφαση μιας εταιρείας να μεταφέρει την παραγωγή της σε μια ξένη χώρα δεν είναι απλή, αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η επιβολή υψηλών δασμών σίγουρα αυξάνει το κόστος των εισαγωγών, ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν αρκεί για να ανατρέψει οριστικά τις στρατηγικές αποφάσεις των πολυεθνικών εταιρειών. Οι εταιρείες εξετάζουν ένα πλήθος παραγόντων πριν επενδύσουν σε μια νέα τοποθεσία, όπως το κόστος εργασίας, τις υποδομές, τη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και την αγορά εργασίας. Επιπλέον, η αβεβαιότητα γύρω από τη διάρκεια και τη συνέπεια των δασμών συχνά καθιστά τις εταιρείες διστακτικές στο να πάρουν ριζικές αποφάσεις. Εάν η πολιτική των δασμών είναι προσωρινή ή υπόκειται σε αλλαγές λόγω αλλαγής κυβέρνησης ή διεθνών πιέσεων, η μετακίνηση παραγωγής στις ΗΠΑ μπορεί να μη θεωρείται βιώσιμη μακροπρόθεσμη λύση.

Β2. Το Κόστος Μετακίνησης Παραγωγής: Η μεταφορά παραγωγής από μια χώρα σε μια άλλη απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, τόσο σε επίπεδο υποδομών, όσο και σε επίπεδο εργατικού δυναμικού. Η κατασκευή νέων εργοστασίων, η εκπαίδευση νέου προσωπικού και η διαχείριση των αδειοδοτικών διαδικασιών συνεπάγονται υψηλό κόστος και απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα. Για πολλές εταιρείες, η απόφαση να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μην είναι οικονομικά βιώσιμη, ακόμη και με τους υψηλούς δασμούς.

Β3. Το Ανταγωνιστικό Πλεονέκτημα της Χαμηλού Κόστους Παραγωγής στο Εξωτερικό: Πολλές εταιρείες επιλέγουν να παράγουν τα προϊόντα τους σε χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας και παραγωγής, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά. Ακόμη και με την επιβολή υψηλών δασμών, το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους παραγωγής στο εξωτερικό μπορεί να είναι τόσο μεγάλο που να καθιστά την παραμονή στην ξένη χώρα προτιμότερη από τη μεταφορά στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, σε πολλές περιπτώσεις, οι δασμοί δεν είναι επαρκώς υψηλοί για να αντισταθμίσουν αυτή τη διαφορά κόστους.

Β4. Επιδράσεις στην Τοπική Αγορά και την Οικονομία των ΗΠΑ: Εάν οι ξένες εταιρείες αποφασίσουν τελικά να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό θα μπορούσε να έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας και η τόνωση της τοπικής οικονομίας. Ωστόσο, οι ξαφνικές μετακινήσεις παραγωγής μπορούν να διαταράξουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, και οι υπερβολικά υψηλοί δασμοί μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές καταναλωτικών αγαθών, επιβαρύνοντας τελικά τους Αμερικανούς καταναλωτές.

Β5. Το Ζήτημα της Διατήρησης της Ελκυστικότητας της Αμερικανικής Αγοράς: Η Αμερικανική αγορά είναι πράγματι ελκυστική, λόγω του μεγέθους της και της ισχύος της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών της. Ωστόσο, η επιβολή υπερβολικά υψηλών δασμών μπορεί να καταστήσει τις εισαγωγές τόσο ακριβές, που οι εμπορικοί εταίροι μπορεί να αποθαρρυνθούν να εισέλθουν στην αγορά των ΗΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση, οι δασμοί δε θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για την εγκατάσταση ξένων εταιρειών αλλά μάλλον θα περιορίσουν τη διαθεσιμότητα αγαθών και θα αυξήσουν τις τιμές για τους καταναλωτές, υπονομεύοντας το βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής.

Σε μακροπρόθεσμη βάση, η διατήρηση ενός ισορροπημένου πλαισίου εμπορίου, που προσελκύει επενδύσεις χωρίς υπερβολικούς δασμούς, μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο αποτελεσματική στρατηγική για την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας. Η πραγματική πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι να διαμορφώσουν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που να προσελκύει ξένες επενδύσεις με ευνοϊκές συνθήκες και όχι να στηρίζεται σε αυστηρά προστατευτικά μέτρα, που μπορεί να επιφέρουν αντίθετα αποτελέσματα.

Στην πραγματικότητα, με την αύξηση των δασμών, οι Αμερικανοί κατασκευαστές θα πληγούν διπλά. Οι εισαγόμενες πρώτες ύλες τους θα είναι πιο ακριβές, λόγω των δασμών, και τα εξαγόμενα προϊόντα τους θα είναι πιο ακριβά, λόγω των αντιμέτρων. Η εκτίμηση εσόδων από τους δασμούς είναι μόνο περίπου το ένα τέταρτο του εκτιμώμενου κόστους των φορολογικών του προτάσεων. Οι πολίτες, πέρα από τη, κατά 20%, μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, εξαιτίας του πληθωρισμού της τελευταίας τριετίας, θα αντιμετωπίσουν ένα δεύτερο κύμα αυξήσεων στα δασμολογούμενα προϊόντα που θα αυξήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό.

Η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ είχε ήδη μια σειρά από χαμένες ευκαιρίες, ενώ οι αναμενόμενοι δασμοί θα επιδεινώσουν την κατάσταση. Κινδυνεύει να απολέσει την αγορά της Ασίας, η οποία παραμένει βαθιά διασυνδεδεμένη, με το ενδοπεριφερειακό εμπόριο στην περιοχή να αποτελεί περίπου το 60% του συνολικού εμπορίου στην Ασία, καθιστώντας την τη δεύτερη σε διασυνδεδεμένη περιοχή μετά την ΕΕ. Επιπλέον, περίπου τα 2/3 του εμπορίου στην Ασία αποτελούνται από ενδιάμεσα αγαθά, ένα ποσοστό περίπου 15% υψηλότερο από άλλες περιοχές.

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μια αναδιάρθρωση των εμπορικών δικτύων. Για παράδειγμα, το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές ηλεκτρονικών των ΗΠΑ έχει μειωθεί κατά 17% τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ οι εισαγωγές των ΗΠΑ από άλλες ασιατικές οικονομίες έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10%. Παράλληλα, αυτές οι ασιατικές οικονομίες έχουν αυξήσει τις εισαγωγές τους από την Κίνα, ιδιαίτερα σε εξαρτήματα τα οποία συναρμολογούνται στις χώρες αυτές.

*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης