Η υπονόμευση του δολαρίου είναι καταδικασμένη να αποτύχει
Shutterstock
Shutterstock
BRICS

Η υπονόμευση του δολαρίου είναι καταδικασμένη να αποτύχει

Η πρόθεση της Ρωσίας και της Κίνας να εκθρονίσουν το δολάριο, μέσω της έκδοσης και προώθησης ενός νέου κοινού νομίσματος των χωρών που αποτελούν τον οργανισμό BRICS+, είναι δεδομένη. Όπως δεδομένη είναι και η δέσμευση των ΗΠΑ να προστατεύσουν το δολάριο.

Γι’ αυτό βλέπουμε τον Ντόναλντ Τραμπ να απειλεί τις BRICS με την επιβολή δασμών 100% αν προχωρήσουν στο σχεδιασμό τους, με τη Ρωσία να απαντά ότι οι απειλές του Αμερικανού προέδρου θα γυρίσουν μπούμερανγκ, διότι το δολάριο χάνει την απήχηση που απολάμβανε ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.

Τι ισχύει από όλα αυτά και ποιος έχει τελικά το πάνω χέρι; Μπορεί ένα νέο νόμισμα των ισχυρότερων αναδυόμενων οικονομιών, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και η Βραζιλία, να ανατρέψει τα δεδομένα στο παγκόσμιο εμπόριο και στις παγκόσμιες ροές του χρήματος;

Η κυριαρχία του δολαρίου στις παγκόσμιες συναλλαγές δίνει στις ΗΠΑ τεράστια ισχύ, την οποία η αμερικανική οικονομία αξιοποιεί. Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επέβαλαν βαριές οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, αποδεικνύοντας πόσο πολύ οι διεθνείς συναλλαγές άλλων χωρών εξαρτώνται από τις… ορέξεις της Ουάσιγκτον. 

Η αλήθεια είναι το δολάριο παραμένει ο βασιλιάς της αγοράς συναλλάγματος και οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσής του είναι μάλλον καταδικασμένη να αποτύχει.

Όπως σημειώνει και η ING, οι μακροπρόθεσμες τάσεις χρήσης του δολαρίου υποδηλώνουν ότι τα νομίσματα που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ένα νέο νόμισμα των BRICS, είναι αυτά των ανεπτυγμένων χωρών, εξαιρουμένου όμως του αμερικανικού δολαρίου, καθώς και τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών. Μπορεί υπό πολλές προϋποθέσεις να πετύχει αλλά όχι να κοντράρει το δολάριο. 

Η ING επισημαίνει ότι μέσα στον 21ο αιώνα, η αξία των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάρια ΗΠΑ, έχει αυξηθεί από 1,1 τρισ. δολάρια το 2000, σε 6,7 τρισ. δολάρια το 2024. Στην ίδια περίοδο, ωστόσο, το ποσοστό των δολαρίων επί των συνολικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, έχει περιοριστεί από 70,7% το 2000 σε 58,2% το 2024.

Η Capital Economics, από την πλευρά της, προσφέρει μία άλλα διάσταση του θέματος. Εκτιμά πως θα είναι δύσκολο να συμφωνήσουν σε κοινό νόμισμα χώρες όπως η Κίνα με την Ινδία, τονίζοντας παράλληλα ότι αν στόχος είναι να τερματιστεί η ηγεμονία του δολαρίου, ένα νέο νόμισμα δεν θα προσφέρει πλεονεκτήματα έναντι των υφιστάμενων νομισμάτων, τα οποία φυσικά δεν μπορούν να κοντράρουν το δολάριο.

Ορισμένοι πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι κάτι εντελώς νέο, όπως το bitcoin, θα μπορούσε να έχει καλύτερες προοπτικές να «ρίξει» το δολάριο στο μέλλον, σε σύγκριση με ένα κοινό νόμισμα των BRICS.

Επίσης, ο οίκος σημειώνει ότι οι BRICS δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο πως ακριβώς θα πετύχουν αυτά που θέλουν. Μία ακραία πιθανότητα είναι να σχηματίσουν μία νομισματική ένωση στα πρότυπα της Ευρωζώνης. Μόνο που τα οικονομικά… δεν βγαίνουν.

Για παράδειγμα, ενώ οι επιχειρηματικοί κύκλοι συχνά συμπίπτουν, χάρη στη σύνδεση που προσφέρει η τεράστια ζήτηση της Κίνας για εμπορεύματα, οι περισσότερες οικονομίες εμφανίζουν πολύ μεγάλες διακυμάνσεις στον πληθωρισμό, γεγονός που αποκλείει τη λειτουργία μίας κεντρικής τράπεζας. 

Ακόμη και σε πιο εφικτές λύσεις, θα πρέπει να ξεπεραστούν προβλήματα, όπως οι διαφόρων σταδίων κεφαλαιακοί περιορισμοί που υπάρχουν σε Ρωσία, Κίνα και Ινδία. Μία πιο λογική λύση θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με την Capital Economics, η δημιουργία ενός κοινού αποθεματικού asset, όπως τα SDR του ΔΝΤ. Η αξία του νέου αυτού asset θα είναι συνδεδεμένη με ένα καλάθι νομισμάτων των χωρών-μελών. 

Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να ενισχυθεί με το χρόνο ο περιορισμός της χρήσης του δολαρίου. Σύμφωνα με την ING, η χρήση του δολαρίου περιορίζεται μόνο σε δύο πεδία, στα συναλλαγματικά αποθέματα των κεντρικών τραπεζών και στα παράγωγα συμβόλαια συναλλάγματος και πάλι όμως από πολύ υψηλά επίπεδα.

Επομένως, κίνδυνος άμεσος ή έμμεσος δεν υπάρχει.  Η απειλή του εκλεγμένου προέδρου Τραμπ είναι σαφής: Αν επιλέξουν οι χώρες του γκρουπ BRICS+ να κάνουν συναλλαγές σε άλλο νόμισμα θα σταματήσουν να πωλούν προϊόντα στην τεράστια αγορά των ΗΠΑ.

Ένα σημαντικό μειονέκτημα του εγχειρήματος είναι ότι η προσπάθεια να γίνουν εμπορικές συναλλαγές στο νέο νόμισμα εισάγει μια νέα περιπλοκή στις συναλλαγές, εκεί που το μεγάλο πλεονέκτημα του δολαρίου είναι η απλότητα. Κάποιοι εξαγωγείς δεν επιθυμούν να εισπράττουν σε δολάρια, αλλά δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα γιατί πολύ απλά η παγκόσμια αγορά δολαρίου είναι τόσο μεγάλη και έχει τέτοια ρευστότητα που είναι φθηνό και εύκολο να μετατρέψουν τα δολάρια στο τοπικό νόμισμα.

Για παράδειγμα, το μειονέκτημα για έναν εξαγωγέα από τη Βραζιλία να εισπράττει σε γουάν είναι ότι η μετατροπή του γουάν σε ρεάλ είναι πιο δύσκολη απ’ ότι η μετατροπή του δολαρίου σε ρεάλ. Θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο με ένα νέο νόμισμα. 

Εν κατακλείδι, αναλυτές εκτιμούν πως ένα κοινό νόμισμα των BRICS δεν θα έλυνε κανένα από τα προβλήματα που καθιστούν δύσκολη την εγκατάλειψη του δολαρίου και σε ορισμένες περιπτώσεις θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Οι τοπικές αγορές που λειτουργούν με γουάν, ρουπίες ή ρούβλια θα χρειαστούν χρόνο να προσαρμοστούν σε ένα νέο περιβάλλον, πόσω μάλλον όταν υπάρχουν μεγάλες οικονομικές και γεωπολιτικές διαφορές. Ακόμα και αν επιλεγεί το νόμισμα της μεγαλύτερης οικονομίας, ήτοι το γουάν της Κίνας, για τις μεταξύ τους συναλλαγές, η Capital Economics τονίζει ότι δεν θα καταφέρει να αποτελέσει σοβαρό διεκδικητή της κυριαρχίας του δολαρίου. 

Να πούμε τέλος, ότι η πρόταση για κοινό νόμισμα των BRICS+ έγινε το 2023 από τον ηγέτη της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, με ξεκάθαρο στόχο την εκθρόνιση του δολαρίου. Χρησιμοποιώντας ένα δικό τους νόμισμα, Ρωσία, Κίνα, Ιράν θα έχουν τη δυνατότητα να παρακάμπτουν τις κυρώσεις των ΗΠΑ, σε έναν εμπορικό πόλεμο με ανυπολόγιστες επιπτώσεις. Και πάλι, όμως, οι BRICS+ δεν έχουν φτάσει στο σημείο να έχουν κοινό οικονομικό και γεωπολιτικό προσανατολισμό, που συνεπάγεται ότι οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ τους. 

Ο οργανισμός BRICS ξεκίνησε αρχικά από τις Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Σαουδική Αραβία το 2011. Νωρίτερα φέτος, εισήλθαν στο κλαμπ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αιθιοπία και η Αίγυπτος, ενώ ακόμα 34 χώρες έχουν εκφράσει την επιθυμία να συμμετέχουν στη συμμαχία των αναδυόμενων οικονομιών.