ΗΠΑ vs Κίνα: Η μεγάλη μάχη για την κυριαρχία στα microchips
shutterstock
shutterstock

ΗΠΑ vs Κίνα: Η μεγάλη μάχη για την κυριαρχία στα microchips

Διαβάζοντας την ειδησεογραφία του αμερικανικού Τύπου από τον Μάιο του 2019 βρίσκουμε εύκολα τις αναφορές στο εκτελεστικό διάταγμα του τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, με το οποίο ουσιαστικά απαγόρευε την πρόσβαση της κινεζικής τεχνολογικής εταιρείας Huawei στην αμερικανική υψηλή τεχνολογία και την πώληση των προϊόντων της σε αμερικανικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών.

Πέντε σχεδόν χρόνια αργότερα και καθώς διανύουμε τον  τέταρτο χρόνο της προεδρίας Τζο Μπάιντεν, η κίνηση του Ντόναλντ Τραμπ εναντίον της μεγαλύτερης κινεζικής εταιρείας κατασκευής τεχνολογικού εξοπλισμού φαίνεται πολύ ήπια σε σχέση με το τι ισχύει αυτή τη στιγμή. Ο διάδοχός του όχι μόνο δεν απέσυρε τα μέτρα πίεσης εναντίον της αλλά στην ουσία τα έκανε πολύ πιο αυστηρά και τα επέκτεινε σε όλη την κινεζική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών.

Η «επίσημη» αμερικανική γραμμή είναι πως η τεχνολογική πρόοδος της Κίνας έχει άμεσο αντίκτυπο στη στρατιωτική της ισχύ και αυτός είναι ο βασικός λόγος που έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ στην επιβολή διαφόρων περιοριστικών μέτρων. Με μία σειρά από κλιμακούμενες ενέργειες, η αμερικανική ηγεσία έχει απαγορεύσει την πώληση της πιο σύγχρονης αμερικανικής – και γενικότερα δυτικής – τεχνολογίας προς όλες τις κινεζικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών.

Είτε πωλούν εξοπλισμό για την ανέγερση εργοστασίων παραγωγής μικροεπεξεργαστών είτε τεχνολογία για τη λειτουργία αυτού του εξοπλισμού είτε υλικά για την κατασκευή των microchips, οι αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ιαπωνικές εταιρείες δεν μπορούν πλέον να αποφασίσουν μόνες τους τι θα πουλήσουν στους κινέζους πελάτες τους. Πρέπει πρώτα να πάρουν την έγκριση των αμερικανικών αρχών ακόμα και αν οι δικές τους χώρες δεν συμφωνούν με αυτές τις απαγορεύσεις.

Πιο χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι αυτή της ολλανδικής ASML Holding (ASML AMSTERDAM), η οποία δεν επιτρέπεται να πουλήσει σε κινεζικές επιχειρήσεις τις υπερσύγχρονες λιθογραφικές μηχανές της που αποτελούν τη βάση κάθε προηγμένου εργοστασίου μικροεπεξεργαστών στον κόσμο.

Μόνο αυτή η απαγόρευση καταδικάζει (τουλάχιστον σύμφωνα με τις αμερικανικές εκτιμήσεις) τα κινεζικά εργοστάσια να μείνουν τουλάχιστον πολλά χρόνια πίσω στις τεχνολογικές εξελίξεις. Αντίστοιχη απαγόρευση αντιμετωπίζει και η Nvidia (NVDA NASDAQ), η οποία δεν επιτρέπεται να πουλήσει σε κινεζικές επιχειρήσεις τα microchips της που προορίζονται για τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης.

Δεν έχει νόημα η αναφορά σε όλες τις μεγάλες αμερικανικές και δυτικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν παρόμοιους περιορισμούς, οι οποίοι βέβαια δεν τους αρέσουν καθόλου από επιχειρηματικής απόψεως αλλά δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Εκτός βέβαια από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, οι αμερικανικές αρχές κάνουν το παν για να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της παγκόσμιας παραγωγής προηγμένων μικροεπεξεργαστών προς τις ΗΠΑ.

Επιδοτήσεις, προνομιακές δανειοδοτήσεις και διαφόρων ειδών ενισχύσεις, οι οποίες ανέρχονται συνολικά σε πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, προσφέρονται σε αμερικανικές, κορεατικές και ταϊβανέζικες εταιρείες προκειμένου να κατασκευάσουν τα επόμενα πρωτοποριακά τους εργοστάσια στις ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο, το υπουργείο εμπορίου υπό την ηγεσία της Τζίνα Ραϊμόντο και την καθοδήγηση του Τζο Μπάιντεν, έχει ήδη συμφωνήσει για την παροχή πολύ σημαντικών ενισχύσεων στις αμερικανικές Intel (INTC NASDAQ) και Micron Technology (MU NASDAQ) αλλά και στην κορεατική Samsung Electronics (005930 SEOUL) και κυρίως την ταϊβανέζικη Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSM NYSE) ενόψει της ανέγερσης νέων εργοστασίων μέσα στην επόμενη πενταετία. 

Δεν είναι όμως μόνο αυτοί οι τρόποι πίεσης προς την κινεζική πλευρά. Χαρακτηριστική είναι η συμφωνία μεταξύ της αμερικανικής Microsoft (MSFT NASDAQ) και της εταιρείας G42 από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, για την οποία μας ενημέρωσε προ ημερών το Blackbox . Προκειμένου να εξασφαλίσει την στρατηγική της συμφωνία με την Microsoft, η αραβική εταιρεία, η οποία μάλιστα έχει πάρα πολύ μεγάλη οικονομική άνεση, αναγκάστηκε να δεσμευθεί πως θα απομακρυνθεί επιχειρηματικά από την Κίνα με την οποία τα ΗΑΕ έχουν πολύ στενές σχέσεις λόγω του ενεργειακού τομέα.

Όλως τυχαίως, η κινεζική επιχείρηση από την οποία κυρίως δεσμεύθηκε να απομακρυνθεί η G42 είναι η γνωστή μας Huawei. Χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι και το γεγονός πως η εταιρεία των ΗΑΕ φιλοδοξεί να γίνει μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της περιοχής της στον τομέα των data centers και της τεχνητής νοημοσύνης, δηλαδή σε δύο τομείς αιχμής που αφενός συνδέονται στενά μεταξύ τους και αφετέρου απαιτούν μεγάλες επενδύσεις σε μικροεπεξεργαστές υψηλής τεχνολογίας. Το αμερικανικό μήνυμα είναι ξεκάθαρο: όποιος θέλει να πάρει μέρος στην επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης καλό θα είναι να …. ξεχάσει την Κίνα. 

Η Κίνα βέβαια δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ξέρει πολύ καλά πως οι ΗΠΑ έχουν σκοπό να περιορίσουν την πρόσβασή της στις τεχνολογικές εξελίξεις και δεν έχει κανέναν σκοπό να πέσει αμαχητί. Όπως και οι ΗΠΑ, έτσι και αυτή διοχετεύει πολλές δεκάδες δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ενίσχυση των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των μικροεπεξεργαστών, είτε μιλάμε για τον σχεδιασμό τους είτε για την κατασκευή του εξοπλισμού για τα εργοστάσια είτε για τη λειτουργία παραγωγικών εγκαταστάσεων από τις οποίες βγαίνουν οι επεξεργαστές.

Σκοπός της Κίνας είναι η δημιουργία εσωτερικής εφοδιαστικής αλυσίδας που θα είναι ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Πάρα πολλά εργαστήρια μέσα στην Κίνα δουλεύουν ακατάπαυστα σε αυτή την κατεύθυνση και η ενίσχυση του κλάδου των μικροεπεξεργαστών γίνεται κάτω από την άμεση καθοδήγηση και επίβλεψη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.

Εδώ πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως πολλές κινεζικές επιχειρήσεις του κλάδου είχαν αγοράσει τεράστιες ποσότητες αμερικανικού και δυτικού εξοπλισμού καθώς έβλεπαν την σκλήρυνση της αμερικανικής στάσης να πλησιάζει και προσπάθησαν να πάρουν κάποια αμυντικά μέτρα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να εκτιμηθεί η επιτυχία αυτής της κινεζικής προσπάθειας, καθώς, για ευνόητους λόγους, οι κινεζικές αρχές δεν δημοσιοποιούν πολλές λεπτομέρειες.

Υπάρχουν όμως κάποια σημάδια που δείχνουν πως η κινεζική πρόοδος ίσως είναι λίγο μεγαλύτερη από αυτήν που περίμεναν να δουν οι ΗΠΑ. Η κυκλοφορία του τηλεφώνου Mate 60 Pro της Huawei πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχε προκαλέσει αίσθηση, καθώς οι δυνατότητες του μικροεπεξεργαστή του, με το κωδικό όνομα Kirin 9000, εξέπληξαν πολλούς ειδικούς της τεχνολογίας. Όπως μας είχε ενημερώσει τότε το Blackbox, Καναδοί ειδικοί είχαν εξετάσει τον Kirin 9000 και είχαν συμπεράνει πως κατασκευαστής του ήταν η κινεζική Semiconductor Manufacturing International Corporation (0981 Hong Kong).

Όπως είπαμε και παραπάνω, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η ακριβής κατάσταση της κινεζικής βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών. Πριν μερικές μέρες, η υπουργός Ραϊμόντο υποστήριξε, μιλώντας σε δημοφιλή ενημερωτική εκπομπή του CBS, πως ο Kirin 9000 είναι πολλά χρόνια πίσω από τα αντίστοιχα αμερικανικά προϊόντα και με βάση αυτό εκτίμησε πως οι περιορισμοί στις εξαγωγές τεχνολογίας προς την Κίνα δουλεύουν πολύ καλά. 

Οι Κινέζοι δεν περιορίζονται όμως σε αυτές τις προσπάθειες. Προσπαθούν να πιέσουν και αυτές τις αμερικανικές εταιρείες του κλάδου περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να πουλήσουν στην Κίνα τα προϊόντα που δεν περιλαμβάνονται στα απαγορευμένα. Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της πολιτικής είχαμε στις 12 Απριλίου, όταν οι μετοχές της Intel και της AMD (AMD NASDAQ) σημείωσαν σημαντική πτώση στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου της Wall Street Journal.

Στο άρθρο αυτό, η αμερικανική εφημερίδα υποστήριζε πως οι κινεζικές αρχές θα απαγορεύσουν στις τοπικές εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών  υπηρεσιών να χρησιμοποιούν στα δίκτυά τους μικροεπεξεργαστές  αμερικανικής προελεύσεως. Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, είχαμε τους Financial Times να υποστηρίζουν πως κάτι αντίστοιχο θα γίνει με όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που θα αγοράζει το κινεζικό Δημόσιο. 

Δεν μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε τις ακριβείς προθέσεις των κινεζικών αρχών, είναι όμως φανερό πως έχουν αποφασίσει να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους ώστε αφενός να διαψεύσουν μέσα στα επόμενα χρόνια τους ισχυρισμούς της υπουργού Ραϊμόντο και αφετέρου να κάνουν και τις αμερικανικές εταιρείες να … ματώσουν, όπως ματώνουν και οι δικές τους από τις αμερικανικές πιέσεις. Το αν θα το καταφέρουν είναι πάρα πολύ νωρίς να το πούμε.

Όπως και σε κάθε πόλεμο, η έκβαση των πρώτων μαχών δεν είναι απαραίτητα η ίδια με την έκβαση του πολέμου. Είναι σαφές πως η αμερικανική πλευρά έχει το αρχικό πλεονέκτημα, αφού ούτως ή άλλως ξεκίνησε ευρισκόμενη πολύ μπροστά από την κινεζική από τεχνολογικής απόψεως. Το αν θα καταφέρει να αξιοποιήσει αποτελεσματικά αυτό το πλεονέκτημα είναι κάτι που ίσως περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να φανεί καθαρά.