Σαν χάρτινοι πύργοι «γκρεμίστηκαν» τα χρηματιστηριακά οχυρά ανά την υφήλιο, καθώς οι αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις των τελευταίων ημερών ανησυχούν αναλυτές και επενδυτές περισσότερο ακόμα και από… την πανδημία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι χθες οι δείκτες σε Σαγκάη και Χονγκ Κονγκ σημείωσαν μεγαλύτερη ημερήσια πτώση (9,66% και 13,22% αντίστοιχα) από τις χειρότερες ημέρες της πανδημίας, ενώ οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν κοντά στα 62 δολάρια, όπου τελευταία φορά βρέθηκαν τον Απρίλιο του 2021, όταν η παγκόσμια οικονομία λειτουργούσε ακόμα σε συνθήκες lockdown.
Το τρομακτικό sell off που σημειώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, από το Τόκιο έως τη Νέα Υόρκη, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη ανασφάλεια που νιώθουν οι επενδυτές για το μέλλον του παγκόσμιου εμπορίου, τον πληθωρισμό και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αβεβαιότητα είναι αυτή που συνοδεύει μέχρι σήμερα τις πολιτικές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ και όταν αυτή φτάνει σε ακραίο επίπεδο οι επενδυτές πανικοβάλλονται. Πόσω μάλλον, όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να καταρρεύσει το… brand των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο S&P 500 παραλίγο να ακολουθήσει στις συναλλαγές της Δευτέρας τον Nasdaq σε bear market, τα χρηματιστήρια της Ευρώπης ξεκίνησαν την εβδομάδα επηρεασμένα από το «τσουνάμι» των απωλειών της Παρασκευής στη Wall Street και στην Ασία τα ταμπλό βάφτηκαν κόκκινα, με τον Hang Seng στο Χονγκ Κονγκ να σημειώνει τη χειρότερη ημερήσια πτώση από το 1997 και τον βασικό δείκτη της Σαγκάης να καταγράφει τη χειρότερη πτώση από το 2007.
Η σημερινή ανάκαμψη αποτελεί περισσότερο μία αντίδραση και λιγότερο μία πρώτη… ηλιαχτίδα αισιοδοξίας, ενώ είναι πολύ πιθανό το επενδυτικό κλίμα να έχει δεχτεί πλήγμα που δύσκολα μπορεί να αποκατασταθεί χωρίς σοβαρές απώλειες. Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο κόσμος «μούδιασε», η νευρικότητα έφτασε στα ύψη, αλλά οι αγορές ανέκαμψαν σχετικά γρήγορα, πιστεύοντας ότι η επιστήμη θα έδινε τη λύση και η οικονομική δραστηριότητα θα επέστρεφε σε φυσιολογικές συνθήκες.
Σήμερα, ο φόβος δεν έχει όρια. Βλέπετε, οι αγορές είχαν προεξοφλήσει ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα ήταν πολύ πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, αλλά βρίσκονται εντέλει αντιμέτωπες με έναν πρόεδρο που είναι έτοιμος να ανατρέψει τα πάντα. Εύλογα υπάρχει ανησυχία ότι οι επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης μπορεί να είναι χειρότερες από της συνέπειες της πανδημίας.
Άλλοι συγκρίνουν την τρέχουσα αναστάτωση με το 1971 όταν ο Νίξον έβγαλε την Αμερική από τον κανόνα του χρυσού και άλλοι θυμούνται τη Μαύρη Δευτέρα του 1987, όταν εξανεμίστηκαν από τις αγορές περίπου 1,7 τρισ. δολάρια. Μέχρι και ο Τζέιμι Ντάιμον, ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης τράπεζας στον κόσμο, προειδοποίησε τους μετόχους της JPMorgan ότι οι δασμοί θα επηρεάσουν αρνητικά την οικονομία και θα αναθερμάνουν τον πληθωρισμό.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μπιλ Άκμαν, ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής, ο οποίος ενώ υποστήριζε τον Τραμπ, τώρα τον καλεί να συμφωνήσει ένα «μορατόριουμ» 90 ημερών για τους δασμούς, για να γίνουν διαπραγματεύσεις και να αποτραπούν τα χειρότερα. Ο ίδιος, μάλιστα, έκανε λόγο για «οικονομικό πυρηνικό χειμώνα» και για καταστροφή της παγκόσμιας εμπιστοσύνης προς τις ΗΠΑ.
Όπως πολύ εύστοχα αναρωτιέται η Μαριέκε Μπλομ, παγκόσμια επικεφαλής ανάλυσης της ING, αν η αμερικανική κυβέρνηση προτίθεται να βλάψει τον εαυτό της μέσω ενός εμπορικού πολέμου, μήπως τελικά σκέφτεται σοβαρά να εφαρμόσει και την ιδέα της «Συνθήκης του Μαρ-α-Λάγκο» για την αποδυνάμωση του δολαρίου, θέτοντας σε κίνδυνο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα»;
Αυτό που φοβούνται, εν κατακλείδι, οι επενδυτές είναι ότι ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος θα επιφέρει καίρια χτυπήματα στην οικονομία και θα προκαλέσει ανατροπές που θα έχουν μόνιμες επιπτώσεις. Αμερική, Ευρώπη και Κίνα βρίσκονται σε σημείο καμπής, καθώς η ύφεση τείνει να εξελιχθεί στο βασικό σενάριο, την ώρα που το ενδεχόμενο να κάνει πίσω ο Αμερικανός πρόεδρος δεν δείχνει ιδιαίτερα πιθανό.
Αν αφήσουμε πάντως στην άκρη την κινδυνολογία, οι αγορές έχουν αποδείξει στο παρελθόν ότι ξεπερνούν όλες τις κρίσεις. Το θέμα είναι πόσο θα διαρκέσει η αναταραχή διότι αν αποδειχθεί μακράς διάρκειας μπορεί να αποκαλύψει τους σκελετούς που κρύβονται στην ντουλάπα του παγκόσμιου συστήματος, όπως συνέβη π.χ. με τη μίνι τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 2023, όταν το sell-off στα αμερικανικά ομόλογα εξέθεσε τις κακές επιλογές της Silicon Valley Bank και παραλίγο να προκαλέσει ντόμινο τραπεζικών «λουκέτων».
Να πούμε, τέλος, ότι οι μετοχές πρακτικά επηρεάζονται πολύ περισσότερο από τα μακροοικονομικά στοιχεία πολύ απλά διότι οι μεγάλες εισηγμένες είναι πολυεθνικές εταιρείες με παγκόσμια παρουσία και τα κέρδη τους θα πληγούν πριν φανούν οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ. Γι’ αυτό και το χρηματιστηριακό σοκ λαμβάνει χώρα πολύ πριν ανακοινωθούν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η οικονομία εξασθενεί δραματικά.