Για τους βετεράνους των αγορών η συγκυρία που διανύουμε δεν είναι μια ξαφνική ή αναπάντεχη εξέλιξη αλλά ένα απόλυτα φυσιολογικό κομμάτι του κύκλου των αγορών. Αυτή τη φορά το ραντεβού με τις «αρκούδες» άργησε σε σχέση με τη στατιστική συχνότητα της διάρκειας ανάπτυξης των οικονομιών και δη της Αμερικανικής. Τα άσχημα νέα για τους αισιόδοξους είναι ότι αυτή την περίοδο είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιο αξιόγραφο ή ιδέα που να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά επενδυτικού καταφυγίου. Όσο και αν ακούγεται βαρύ οι μηδενικές αποδόσεις των καταθέσεων σε ένα τέτοιο περιβάλλον δείχνουν πιο σίγουρες από οτιδήποτε άλλο: Μετοχές, ομόλογα, εμπορεύματα και κρυπτονομίσματα βρέθηκαν στο επίκεντρο ρευστοποιήσεων.
Η έντονα αρνητική εικόνα των χρηματιστηρίων στις ΗΠΑ φορτίζεται από τέσσερις βασικές παραμέτρους κόστους: Μισθοί, επιτόκια, ενέργεια και δημοσιονομικό κόστος. Κανένας από αυτούς τους τέσσερις παράγοντες δε δείχνει επί του παρόντος ότι έχει φθάσει σε κάποιο σημείο καμπής. Σημείο αναφοράς που συνδέει πολλές από αυτές τις αρνητικές παραμέτρους είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σημαντικές ανατιμήσεις που πηγάζουν από το ενεργειακό κόστος. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των εταιριών τα ανωτέρω μεταφράζονται σε πίεση των λειτουργικών περιθωρίων και μείωση των κερδών ανά μετοχή με ότι αυτό συνεπάγεται για την αξία των παραγόμενων ταμειακών ροών. Μέχρι σήμερα οι καθοδικές αναθεωρήσεις παραμένουν σε θεωρητικό επίπεδο και δεν έχουν ενσωματωθεί στις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών για το σύνολο της χρήσης αφού στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς τα σημάδια της πίεσης στα περιθώρια κέρδους είχαν δείξει μια μετριοπαθή εικόνα.
Η διαφορά με το πρόσφατο παρελθόν είναι ότι τα περιθώρια ευελιξίας των επιχειρήσεων είναι περιορισμένα. Η χρήση της τεχνολογίας για την αύξηση της αποτελεσματικότητας ή η μείωση εξόδων με αναδιαρθρώσεις πόρων έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δυνατότητα των εταιριών να περάσουν το επιπλέον κόστος στην κατανάλωση. Το νεκρό σημείο μετατοπίστηκε βίαια υψηλότερα χωρίς οι εταιρίες να έχουν ανάλογες λύσεις για να εξομαλύνουν τα κοστολόγια τους. Το παρήγορο της υπόθεσης είναι ότι οι ισολογισμοί διαθέτουν αρκετή ρευστότητα, η σημαντική απομόχλευση που παρατηρήθηκε πέρυσι θα βοηθήσει να περάσει η χρονιά χωρίς δυσάρεστες συνέπειες για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Και λέγοντας «δυσάρεστες» δεν εννοούμε φυσικά τη μείωση της κερδοφορίας τους.
Ο πληθωρισμός φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει και οι κεντρικοί τραπεζίτες μιλούν πλέον για «ταξίδι επιτοκίων» και όχι για διορθωτικές κινήσεις. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί η χρυσή τομή που δε θα στείλει τις οικονομίες σε μια μακρά ύφεση με αυξητικές τάσεις τιμών στην οικονομία. Επί του παρόντος η οικονομική σύσφιξη και η απόσυρση ρευστότητας από το σύστημα χωρίς να προκληθεί ύφεση είναι μια άσκηση που απαιτεί κινήσεις μπαλέτου πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Ακόμα και έτσι το εγχείρημα θα χρειαστεί και τύχη αφού οι κίνδυνοι που απορρέουν από γεωπολιτικούς παράγοντες ή την πανδημία είναι ακόμα εδώ ενώ το ρυθμιστικό περιβάλλον σε περιβαλλοντικά θέματα (Net zero, εκπομπές διοξειδίου) κάνει ακόμα πιο δύσκολη την ενεργειακή προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Είθισται τα Χρηματιστήρια να προεξοφλούν πάντα τα χειρότερα και να φθάνουν στα χαμηλά τους πριν τα πραγματικά δεδομένα γράψουν τη χαμηλότερη τιμή τους. Η πτώση των μετοχικών αξιών αλλά και των ομολόγων αυτή τη στιγμή προηγείται μακράν των πραγματικών δεδομένων για τα οποία θα έχουμε μια πιο σαφή εικόνα τον Ιούλιο. Τα δύσκολα βρίσκονται ακόμα μπροστά το να αναζητεί κανείς πυθμένες στις αγορές χωρίς να υπάρχει η προφανής αιτία στον ορίζοντα μοιάζει περισσότερο με επιθυμία. Η λήξη του πολέμου στην Ουκρανία είναι μια αιτία. Όχι, όμως ακόμα προφανής.
Η ελληνική αγορά θα ακολουθήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφού οι αποτιμήσεις των μετοχών συγκρίνονται με τις αντίστοιχες ομοειδείς επιχειρήσεις στο εξωτερικό «εισπράττοντας» και μια έκπτωση λόγω της σχετικά χαμηλής εμπορευσιμότητας τους. Κατά την άποψη του γράφοντος η συσχέτιση με τις ξένες αγορές δεν είναι απαραίτητα κακή εξέλιξη. Κακή εξέλιξη θα ήταν η φυγή ξένων κεφαλαίων και η αλλαγή του επενδυτικού αφηγήματος της χώρας εξαιτίας χειρισμών που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.