H Βρετανία έχασε τον τίτλο της μεγαλύτερης χρηματιστηριακής αγοράς της Ευρώπης, παραδίδοντας τον στη Γαλλία καθώς οι ανησυχίες για τις προοπτικές της οικονομίας της βαραίνουν τις τιμές των κινητών αξιών, ενώ παράλληλα η χαλάρωση της Κίνας στους περιορισμούς για την πανδημία COVID ενισχύει τις αποτιμήσεις των γαλλικών επιχειρήσεων ειδών πολυτελείας.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών στο χρηματιστήριο του Παρισιού ξεπέρασε αυτή του Λονδίνου σε δολαριακή βάση. Οι βρετανικές μετοχές καταγράφουν σημαντικές απώλειες φέτος, ενώ οι γαλλικές μετοχές των οίκων ειδών πολυτελείας, όπως της Louis Vuitton Moet Henessy και της Κering, ιδιοκτήτριας της Gucci, έχουν ενισχυθεί λόγω των αισιόδοξων προοπτικών μετά τη χαλάρωση της μηδενικής πολιτικής COVID από την Κίνα.
Οι κινήσεις στην αγορά ισοτιμιών έχουν επίσης ευνοήσει το Παρίσι. Η καταιγίδα που ξέσπασε στις βρετανικές αγορές μετά την ανακοίνωση φορολογικών μειώσεων από την πρώην πρωθυπουργό Λιζ Τρας τον Σεπτέμβριο βύθισε τη στερλίνα στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1985 έναντι του δολαρίου.
Οι μεσαίας κεφαλαιοποίησης μετοχές στη Βρετανία χτυπήθηκαν δυνατά φέτος λόγω των φόβων οτι οι Βρετανοί καταναλωτές θα πληγούν περισσότερο από την ενεργειακή κρίση και την εκτόξευση των τιμών απ' οτι σε άλλες οικονομίες ενώ και οι δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια στη Βρετανία βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλότερες δόσεις καθώς το μεγαλύτερο μέρος των δανείων είναι σε κυμαινόμενο επιτόκιο.
Τρεις εβδομάδες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από την Τρας, oι απώλειες στη χρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου και στην αγορά ομολόγων έφτασαν τα $500 δισ. συνολικά με την εμπιστοσύνη των επενδυτών να κλονίζεται από τα σχέδια μείωσης φόρων και το δημοσιονομικό κενό που θα δημιουργούσε.
To αποτέλεσμα ήταν ο δείκτης μεσαίας κεφαλαιοποίησης FTSE 250 να διαπραγματεύεται με discount 30% σε σχέση με τον παγκόσμιο δείκτη αναφοράς της MSCI, εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη έκπτωση από την κρίση των dot.com στη δεκαετία του 2000, σύμφωνα με τη Goldman Sachs. Η επενδυτική τράπεζα εκτιμά οτι το discount αυτό δικαιολογείται από τις απαισιόδοξες προοπτικές ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας, το επίπεδο της ισοτιμίας της στερλίνας και τα καθοδικά ρίσκα.
Η διαφορά ανάμεσα στην κεφαλαιοποίηση της βρετανικής και της γαλλικής χρηματιστηριακής αγοράς άρχισε να μειώνεται από τα $1,5 τρισ. από τότε που η Βρετανία αποφάσισε να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση το 2016. Σήμερα η κεφαλαιοποίηση των βρετανικών μετοχών βρίσκεται γύρω στα $2,821 τρισ. ενώ αυτή των γαλλικών μετοχών έχει ανέλθει στα $2,823 τρισ., σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Η οικονομία της Βρετανίας συρρικνώθηκε το τρίτο τρίμηνο με τους αναλυτές να εκτιμούν οτι είναι η αρχή μιας παρατεταμένης ύφεσης που πιθανότατα θα επηρεάσει και πολλές άλλες οικονομίες της Ευρώπης τους ερχόμενους μήνες. Το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 0,7% το τρίτο τρίμηνο για πρώτη φορά από το πρώτο τρίμηνο του 2021, τότε που μεγάλο μέρος της οικονομίας βρέθηκε σε lockdown λόγω της πανδημικής κρίσης.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, η Βρετανία θα είναι πρώτη οικονομία από τις χώρες του G7 που θα εισέλθει σε ύφεση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η Τράπεζα της Αγγλίας προβλέπει οτι η οικονομία μπορεί να συρρικνωθεί έως 2,9% κατά τη διάρκεια της ύφεσης με επιστροφή σε ήπια ανάπτυξη όχι νωρίτερα από το 2025, που σημαίνει οτι η επιστροφή του ΑΕΠ στα προ-πανδημίας μεγέθη μπορεί να αργήσει μέχρι το 2026.