Μ. Βρετανία: Μπορεί το City να βρει τη χαμένη του αίγλη;
Shutterstock
Shutterstock

Μ. Βρετανία: Μπορεί το City να βρει τη χαμένη του αίγλη;

Είναι ενδεχομένως ο πιο φιλόδοξος στόχος της νέας κυβέρνησης της Μ. Βρετανίας και σίγουρα η μεγαλύτερη προσδοκία των αγορών: να ανακτήσει το City Λονδίνου την αίγλη του πρόσφατου παρελθόντος και να γίνει ξανά μοχλός ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας. Τα προβλήματα, ωστόσο, που αντιμετωπίζει η Μ. Βρετανία, κυρίως μετά το Brexit, είναι τέτοια που η περίοδος χάριτος για τον Κιρ Στάρμερ και την κυβέρνηση που προέκυψε από τις κάλπες της 4ης Ιουλίου, θα είναι βραχύβια. 

Οι αγορές περιμένουν από τον Στάρμερ να θέσει την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στον πυρήνα της πολιτικής του στρατηγικής, καθώς εκφράζονται φόβοι ότι οι διεθνείς ροές κατευθύνονται πλέον σε άλλα χρηματοοικονομικά κέντρα, πρωτίστως στη Ν. Υόρκη και δευτερευόντως στην Ασία. Βασική πηγή κεφαλαίων εκτιμάται ότι θα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υπάρξει πολιτική και οικονομική σταθερότητα στη χώρα, ένα στοιχείο που λείπει εδώ και πολλά χρόνια από τη Μ. Βρετανία. 

Η πολιτική αστάθεια και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν πολλές μεγάλες επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν τη χρηματαγορά του Λονδίνου ή να αποδεχτούν προτάσεις εξαγοράς από ξένα funds. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον η Microsoft, η Nvidia, η Apple και η Google, αξίζουν περισσότερο η καθεμιά απ’ ότι μαζί οι 100 μεγαλύτερες εισηγμένες στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Έχει γίνει επίσης σχεδόν καθημερινή συνήθεια μία ημέρα συναλλαγών της Microsoft ή της Nvidia να είναι διπλάσια σε όγκο από τη συνολική δραστηριότητα στο London Stock Exchange. 

Ακόμη πιο συνταρακτικό είναι το γεγονός ότι οι διαχειριστές κεφαλαίων των βρετανικών συνταξιοδοτικών ταμείων τοποθετούν μόλις το 4% των assets τους σε βρετανικές μετοχές, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πριν από 30 χρόνια διαμορφωνόταν στο 40%.

Υπάρχει, λοιπόν, μέλλον για την πάλαι ποτέ κυρίαρχη χρηματαγορά του Λονδίνου; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ρόλος της νέας κυβέρνησης θα είναι καταλυτικός και ότι η αποστολή του Στάρμερ δεν είναι εύκολη. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση στη Μ. Βρετανία, οι αγορές έχουν μεγάλες προσδοκίες για τα όσα θα καταφέρει ο νέος κάτοικος του αριθμού 10 της Downing Street. Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που έκανε με το καλημέρα ο Στάρμερ αφορά στο υπουργείο Οικονομικών.

Η Μ. Βρετανία θα πορευτεί με «τσαρίνα» και όχι «τσάρο» στην οικονομία, με τη Ρέιτσελ Ρίβς να γίνεται η πρώτη γυναίκα υπουργός Οικονομικών της χώρας, αναλαμβάνοντας την τεράστια ευθύνη να βγάλει τη βρετανική οικονομία από το τέλμα. 

Τα νεότερα οικονομικά στοιχεία που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς το βρετανικό ΑΕΠ επέστρεψε σε ρυθμούς μεγέθυνσης τον Μάιο, κατά 0,4%, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της στερλίνας σε υψηλό τεσσάρων μηνών. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ο μήνας του μέλιτος για τη νέα κυβέρνηση του Στάρμερ, θα είναι σύντομος. Εκτός και αν ο νέος πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας αποδείξει ότι έχει ή μπορεί να βρει τις λύσεις για να τονώσει με βιώσιμο τρόπο μια οικονομία που από το Brexit και μετά προσπαθεί μάταια να σηκώσει κεφάλι. 

Η πρώτη κίνηση της Ριβς έχει ήδη καταφέρει να στρέψει τα φώτα πάνω της. Η υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε τη δημιουργία κρατικού επενδυτικού ταμείου 7,3 δισ. λιρών, με στόχο την προσέλκυση κεφαλαίων για την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής σε ολόκληρη τη Μ. Βρετανία. Λιμάνια, μεγάλα εργοστάσια, project υδρογόνου και χάλυβα, είναι μόνο μερικά από τα έργα που αναμένεται να αποτελέσουν τη «βιτρίνα» του National Wealth Fund (NWF). Για κάθε 1 στερλίνα των φορολογούμενων, το NWF στοχεύει να συγκεντρώνει περίπου 3 στερλίνες ιδιωτικών κεφαλαίων, εκτινάσσοντας έτσι την ισχύ του. 

Οι αγορές, εντούτοις, περιμένουν ακόμη περισσότερα από τον Στάρμερ και τη Ριβς. Το μεγαλύτερο ζητούμενο είναι το City του Λονδίνου να κάνει το απαιτούμενο άνοιγμα σε ξένα κεφάλαια και να ανακτήσει την αίγλη του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο στόχος της δημοσιονομικής ανάκαμψης μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. 

Η ING εκτιμά ότι μέσω της τροποποίησης των δημοσιονομικών κανόνων η κυβέρνηση μπορεί να βρει τα 20 δισ. στερλίνες που χρειάζονται για να μην προχωρήσει σε περικοπές δαπανών. Όμως πιο μακροπρόθεσμα, θα χρειαστούν και άλλες πηγές εσόδων και η ανάπτυξη της οικονομίας θα λειτουργήσει ευεργετικά εξού και η σημασία της αναβάθμισης του City. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Στάρμερ εκτιμάται ότι θα καταφύγει αναπόφευκτα στη λύση της αύξησης των φόρων. Τα φορολογικά έσοδα της Μ. Βρετανίας βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.