«Η διαγραφή και η μουτζούρα είναι οι γονείς της σκέψης», λέει ο Κυριάκος Μορταράκος και εικονοποιεί την έννοια της διαγραφής στην τελευταία δουλειά του. Τα έργα του –λάδια σε καμβά και MDF- ποικίλων διαστάσεων, συστήνουν τη συνάφεια ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Θυμάμαι τον Παναγιώτη Τέτση να λέει στο εργαστήριο της Ξενοκράτους πως το μεγαλύτερο όπλο στη ζωγραφική είναι το ψαλίδι. «Όσο αφαιρείς, τόσο το έργο κερδίζει» πρότεινε στους μαθητές του ο «κλασικός» δάσκαλος του τελάρου. Αυτό το «κέρδος» του σβησίματος παρουσιάζεται ως αυθύπαρκτο εικαστικό γεγονός από έναν άλλο, νεότερο δάσκαλο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Στο ιστορικό πια υπόγειο της γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο Κυριάκος Μορταράκος ετοιμάζεται να δείξει τον Νοέμβριο μια σειρά έργων κάτω από τον προκλητικό τίτλο «Διαγραφή». Δεν πρόκειται για «απορριφθέντα» από τον ίδιο έργα του παρελθόντος ή για δουλειά που βρίσκει μια δεύτερη ευκαιρία κι έρχεται στο φως. Ο καλλιτέχνης, ορμώμενος από την ιδέα ότι «η διαγραφή και η μουτζούρα είναι οι γονείς της σκέψης», νομιμοποιεί την έννοια της διαγραφής και τη μεταφέρει στη τελευταία ενότητα έργων του.
Από το ξεκίνημά του ο Μορταράκος (γ. 1948) έδειξε την εξπρεσιονιστική του διάθεση και τα πρώτα του έργα έτειναν προς την αφαίρεση. Δεν άργησε να προχωρήσει σε κατασκευές με ένθετα αντικείμενα και εγκαταστάσεις (με ξύλο, γύψο, λαμαρίνα, φωτισμούς), οι οποίες λειτουργούν ως προέκταση της ζωγραφικής του, ενισχύοντας τις εκφραστικές της δυνατότητες. Δεν υποκαθιστούν τη ζωγραφική και σε καμία περίπτωση δεν την αντιστρατεύονται.
Πάντοτε τον απασχολούσε ο βιωμένος χώρος, όπως εκφράζεται σε μνήμες με προσωπικό χαρακτήρα γι’ αυτό κι έκανε χρήση της γραφής, υπό μορφή χειρόγραφων κειμένων ιστορικού ή ημερολογιακού περιεχομένου. Ποτέ του δηλαδή δεν διαχειρίστηκε μια επιφανειακή και πρόδηλη θεματολογία, αλλά τόλμησε να επιστρατεύσει λύσεις που θα φαίνονταν αδιανότητες στο εικαστικό αποτέλεσμα. Με την αυτοπεποίθηση της μακράς του εμπειρίας στην τέχνη, ο Μορταράκος υπερβαίνει και σήμερα τη γοητεία της ζωγραφικής, έστω και αν απεικονίζει αναπαράσταση με υποβλητική ατμόσφαιρα.
Οι εσωτερικοί χώροι, τα καρφωμένα παράθυρα που για τον καλλιτέχνη είναι πηγές φωτός και όχι σκότους, οι καρέκλες, οι καθρέφτες, το κρεβάτι, οι διαγραμμένες φράσεις, ακόμη και το πάτωμα –αναφορές σε υπαρκτές εικόνες του βίου του, και –πάντα- η χρονικότητα, συμβολοποιήθηκαν στη νέα δουλειά του. Τα έργα του –λάδια σε καμβά και MDF- ποικίλων διαστάσεων, συστήνουν τη συνάφεια ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Η ανθρώπινη παρουσία απουσιάζει αλλά διαρκώς υπονοείται.
Αντιλαμβάνεται τη μουτζούρα, τη διαδικασία της διαγραφής, της απόρριψης, ως έννοιες που συνδέονται με τον αποκλεισμό, την επιλογή, την επικράτηση, αλλά και με την κοπιώδη διαδικασία της δόμησης του χρόνου. Έτσι ολοκληρώνει το τρίπτυχο ίχνος-μνήμη-αόριστος, με την προσθήκη της διαγραφής ή της μουτζούρας.
Μπορεί κάποιος να επισημάνει μια ηθελημένη ή κρυφή ειρωνεία στην εικονοποίηση της διαγραφής, αν δεν γνωρίζει πόση σημασία έχει για τον καλλιτέχνη το παρελθόν. Είναι γι’ αυτόν κινητήριος καλλιτεχνική δύναμη, που σημαίνει μια ενστικτώδης πηγή άντλησης εικόνων, ακόμη κι όσων «πέταξε» στον κάδο του μυαλού του.
Ο 73χρονος δάσκαλος λειτουργεί σαν υπολογιστής που ανασύρει σβησμένα ή χαμένα αρχεία από τη λήθη του χρόνου ή από την ανάγκη. Μας βάζει στο «φανταστικό» του εργαστήριο, σε μια προσωπική δουλειά χωρίς φτιασίδια, αλλά με το αίσθημα του ανθρώπου που οφείλει να δείχνει ό,τι είναι αληθινό.
Έργα του Μορταράκου βρίσκονται στην Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης, σε Μουσεία, Πινακοθήκες, Τράπεζες, και σε Ιδιωτικές Συλλογές. Έχει πραγματοποιήσει είκοσι δύο ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις, στην Ελλάδα, και στο εξωτερικό (Δανία, Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Κίνα.). Η έκθεση «Διαγραφή» είναι η δεύτερη ατομική που παρουσιάζει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Διάρκεια έκθεσης: 4 - 27 Νοεμβρίου, Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Πλ. Κολωνακίου 20. Ώρες λειτουργίας: Τρ., Πέμ. & Παρ. 11.00 -20.00, Τετ. & Σάβ. 11.00 –15.00, Κυριακή & Δευτέρα κλειστά.