Η Καλλιρρόη Μαρούδα είναι μία από τις ζωγράφους μας με σημαντική πορεία στο χώρο της ελληνικής εικαστικής σκηνής. Στην τελευταία ενότητα έργων της έχει καταστήσει το γυναικείο σώμα κεντρικό θέμα της ζωγραφικής της, σε μια σειρά από δεκαπέντε πίνακες που φιλοτέχνησε την τελευταία δεκαετία. Λεπτές απεικονίσεις νεαρών γυναικών στέκουν μπροστά στο βλέμμα του θεατή γυμνές, αλλά όχι ανυπεράσπιστες.
Το γυναικείο σώμα καταλαμβάνει ολόκληρο το ζωγραφικό πεδίο, αλλά η γύμνια του δεν υπαινίσσεται ούτε προσπαθεί να εκμαιεύσει επιθυμία ερωτική: χαρά, εξιδανίκευση, μυστήριο δημιουργεί η θέαση κοριτσιών στο μπάνιο, επάνω στο κρεβάτι, πίσω από την κουρτίνα του δωματίου ή κάτω από το φως του φεγγαριού. Η Μαρία, η Βανέσα και η Ζέτα μεταφέρονται στο τελάρο της ζωγράφου με απέραντη τρυφερότητα, με μία αθωότητα που υπερβαίνει κι αυτήν ακόμη την ανθρώπινη συνθήκη, εκφράζοντας την πηγαία συγκίνηση της δημιουργού.
Το μπάσιμο της Μαρούδα στο γυναικείο γυμνό ξεκίνησε τυχαία, από μία παραγγελία, και το πρώτο έργο έγινε με την κόρη της. «Δεν μπορούσα να κάνω γυμνό με άλλον άνθρωπο» ομολογεί, εξηγώντας ότι «στο γυμνό δεν έχεις να πιαστείς από πουθενά∙ με γοήτευσε, λοιπόν, το λείο της επιφάνειας, η επιδερμίδα, όπου δεν έχεις “κρατήματα”. Πίσω από αυτήν την επιφάνεια υπάρχουν οστά, σπλάγχνα – το “από μέσα” – που αν δεν επινοηθεί, τότε η επιφάνεια μοιάζει με άδειο σακί». Οι μεγάλοι Δάσκαλοι στην Αναγέννηση, προτού ζωγραφίσουν μνημειακά πορτρέτα, ξεκινούσαν με σχέδια ανατομίας, προκειμένου να κατακτήσουν την εσωτερική μορφή του σώματος, ακόμη κι όταν δεν ήταν γυμνό. Η Μαρούδα βεβαίως δεν απασχολείται τόσο από την τεχνική, όσο από το φως που εκπέμπει το εσωτερικό του είναι.
Η ζωγραφική που αγαπά η Μαρούδα δημιουργείται από μέσα προς τα έξω. Αυτό προϋποθέτει μια διαδικασία επώδυνη, όπου η ζωγραφική ύλη δεν έχει το απροσχημάτιστο της αντίστοιχης θεματογραφίας του Lucian Freud, ή το σαρκώδες της μορφής που επιδιώκει η Jenny Saville. Αντιθέτως, η ζωγραφική επιφάνεια στη Μαρούδα είναι ομοιόμορφη, καθαρή από τονικές διαβαθμίσεις, που εκπέμπει ένα φως εσωτερικό. Ακόμη και το φόντο σχετίζεται άμεσα με το πρόσωπο, καλύτερα μετέχει του προσώπου, καθώς προβάλλει υδάτινο, ενώ προσλαμβάνει διάσταση μεταφυσική, ανάμεσα στα όρια μεταξύ ρεαλισμού και μακρινής ανάμνησης. Τις ρίζες αυτού του χώρου εντοπίζει κανείς στη Ζάκυνθο, τη γενέτειρα της δημιουργού. «Η ομίχλη του νησιού μου προκαλούσε φόβο τον οποίο κατάφερα να ξεπεράσω – και να κατακτήσω – μέσα από τη ζωγραφική μου. Τώρα πια, είναι στο dna μου» εξηγεί.
Η ζωγράφος δεν ενδιαφέρεται για την απόδοση της αρχιτεκτονικής λεπτομέρειας και τη γεωμέτρηση του χώρου, που δεν συμπληρώνεται από άλλη, παράλληλη εικόνα ενός κατοπτρικού ειδώλου, ελκυστικού αντικειμένου ή κάποιου όμορφου επίπλου. Για τη Μαρούδα, μες στο κύλισμα του χρόνου, υπάρχει πάντα μια στιγμή που αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε. Αυτήν επιδιώκει να συλλάβει και αυτή είναι το κίνητρο για να ζωγραφίσει: «Το πρωταρχικό ερέθισμα που δημιουργείται εντός μου, προσπαθώ να συγκρατήσω και να βρω τρόπο να το ζωγραφίσω. Είναι η πρώτη συγκίνηση. Αυτό με ενδιαφέρει πρωτίστως να πάρω την ώρα που θα κλείσω τα μάτια μου και θα με συγκινήσει το βράδυ που θα είμαι μόνη μου».
Για τη «σιωπή» που υποβάλουν τα έργα στον θεατή, επισημαίνει η ιστορικός τέχνης Λουΐζα Καραπιδάκη: «Τα περιβάλλοντα ορίζονται διακριτικά με οριακές εικονογραφικές αναφορές, αλλά ποτέ δεν εισχωρούν δυναμικά στη θεματική. Η οποιαδήποτε περιγραφική διάθεση περιορίζεται κυρίως στο ανθρώπινο σώμα. Τα απαλά χρώματα, παλίμψηστα δουλεμένα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα στην κεντρική απεικόνιση».
Εξηγεί η ζωγράφος: « Όταν άρχισα να ζωγραφίζω αντιμετώπισα δυσκολίες λόγω μεγάλων διαστάσεων. Επίσης, έπρεπε μέσα από πολλή δουλειά να βρεθεί ο τρόπος που εγώ θα απέδιδα τη φόρμα, την ερμηνεία της φόρμας-όχι την περιγραφή της. Στην αρχή, υπήρχαν στον ζωγραφικό χώρο πράγματα: κρεβάτια... χαλιά... καρέκλες...κ.λπ. Αλλά σιγά σιγά δουλεύοντας το γυμνό, έβλεπα ότι αυτά δεν με συγκινούσαν να τα ζωγραφίσω καθόλου. Τα έβλεπα τελείως βαρετά. Έτσι, άρχισα να σβήνω και να τα καλύπτω με χρώμα έως ότου χάθηκαν και προέκυψε ο χώρος αυτός ο οποίος βλέπεις. Προσπαθώ να μην περιγράφω την εικόνα, προσπαθώ αρχικά να την κατανοήσω και κατόπιν να την ερμηνεύσω.
Η ζωγραφική της Μαρούδα στα νέα γυμνά πορτρέτα της, πέρα από την αδιαμφισβήτητη λαμπρότητά τους και το φαινομενικά ευανάγνωστο, αποπνέει μια ατμόσφαιρα εσώτερη και μυστηριακή. Σε αυτά τα έργα υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα, καθώς η ζωγράφος ευαγγελίζεται τον αδιάσπαστο χρόνο της αθανασίας. Εδώ, η ζωγραφική της Μαρούδα είναι η πίστη στο μυστήριο της ίδιας της νεότητας.
H Kαλλιρρόη Mαρούδα γεννήθηκε στο Κοιλιωμένο Ζακύνθου , το 1956.Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήριο του Δημήτρη Μυταρά και Ιστορία της τέχνης με τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα .Επίσης τελείωσε το εργαστήριο σκηνογραφίας με δάσκαλο τον Βασίλειο Βασιλειάδη. Έχει εργαστεί στο Εθνικό Θέατρο κοντά στη σκηνογράφο Λαλούλα Χρυσικοπούλου. Το 1990 αποφοιτά με άριστα από τη Σχολή και έρχεται πρώτη στο διαγωνισμό για την απόκτηση υποτροφίας εσωτερικού από το ΙΚΥ.
Θεματικοί κύκλοι της δουλειάς της έχουν παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμες εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει φιλοτεχνήσει το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής κι άλλες καλλιτεχνικές εργασίες της εταιρείας. Έργα της βρίσκονται στην Βουλή των Ελλήνων , την Εθνική Πινακοθήκη , το Υπουργείο Πολιτισμού , στην Πινακοθήκη Μοσχανδρέου, στο Μουσείο Teriade , στο Μουσείο Φρυσίρα , στη συλλογή της ΑΓΕΤ Ηρακλής και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, σε πολλές δημοτικές πινακοθήκες , δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
«Ένσαρκη Εικόνα» Γκαλερί «7» (Σόλωνος 20 και Βουκουρεστίου), έως 12 Φεβρουαρίου