Η συνταγματική μεταρρύθμιση στη Γερμανία εξασφάλισε την υποστήριξη περισσότερων από τα δύο τρίτα των εδρών στο Bundesrat -την Άνω Βουλή που εκπροσωπεί τα 16 ομοσπονδιακά κρατίδια της Γερμανίας – όσον αφορά το πακέτο δαπανών του ενός τρις ευρώ του Φρίντριχ Μερτς.
Υπενθυμίζουμε ότι η πρώην καγκελάριος του CDU, Άνγκελα Μέρκελ, εισήγαγε το 2009 το «φρένο χρέους», με στόχο να περιορίζει το διαρθρωτικό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ.
Οι αλλαγές οι οποίες εγκρίθηκαν από την Bundestag επιτρέπουν λοιπόν τη χαλάρωση των συνταγματικών περιορισμών δανεισμού της Γερμανίας, προκειμένου να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες οι οποίες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 400 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια και να δημιουργηθεί ένα ειδικό όχημα 500 δισ. ευρώ διάρκειας 12 ετών για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας.
Το στοίχημα είναι ότι αυτό το πακέτο θα «ξυπνήσει» και πάλι τη γερμανική οικονομία, μια προοπτική που εξηγεί ως έναν βαθμό τον ιδιόρρυθμο κομματικό συνασπισμό προκειμένου να περάσει το πακέτο από την Άνω Βουλή.
Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί η στήριξη των Πράσινων, ο Μερτς συμφώνησε ένα σημαντικό μέρος του ειδικού ταμείου για τις υποδομές να κατευθυνθεί στην πράσινη μετάβαση, συμφωνία που ήδη έχει τον αντίκτυπο της στις μετοχές του ενεργειακού τομέα.
Αλλά και γενικότερα, η συμφωνία δαπανών τυγχάνει ευρείας αποδοχής από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, αν και στο εσωτερικό έχει τους πολέμιους της, παρά τη δυνατή δικαιολογία του Μερτς για τη στροφή του, που δεν είναι άλλη από την επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων μετά την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο.
Βέβαια, όλα έχουν ένα κόστος. Το πρόγραμμα υποδομών θα χρηματοδοτηθεί με αύξηση του χρέους, κάτι που νομοτελειακά συνεπάγεται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα ή ενοποίηση των δημοσίων προϋπολογισμών.
Βλέπετε, η προοπτική της αύξησης του χρέους αναμένεται να επιβαρύνει το κόστος δανεισμού. Ήδη η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κινείται στα επίπεδα του 2,75% από το 2,08% στις αρχές του Νοεμβρίου του 2024, με τους επενδυτές να «προετοιμάζονται» στην ουσία για σημαντική αύξηση των δαπανών και του δανεισμού. Μάλιστα λίγο πριν τα μέσα του Μαρτίου η γερμανική δεκαετία βρέθηκε πέριξ του 2,93%, μια ανάσα πριν το ψυχολογικό όριο του 3%, ένα επίπεδο που δεν έχει ξεπεραστεί εδώ και σχεδόν ενάμιση χρόνο.
Οι προϋποθέσεις για τη νημεμία στην αγορά των ευρωπαϊκών ομολόγων
Για αρκετούς αναλυτές, η στροφή της Γερμανίας μετά από χρόνια δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν αποκλείεται να οδηγήσει τις αποδόσεις της γερμανικής 10ετίας πέριξ του 3,5% εως και 4%, κάτι που θα επιβαρύνει σημαντικά το κόστος δανεισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια τέτοια εξέλιξη νομοτελειακά θα επιβαρύνει το κόστος δανεισμού και των χωρών της Ευρωζώνης που έχουν υψηλά φορτία χρέους, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Ήδη τα spreads κινούνται ανοδικά, όμως από το «τσίμπημα» των αποδόσεων εως μια νέα κρίση χρέους η απόσταση είναι μεγάλη. Άλλωστε τα spreads παραμένουν εντός ενός μικρού εύρους διακύμανσης, με τις αποδόσεις να έχουν αυξηθεί από κοινού σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Για να συνεχίσει όμως αυτό, θα πρέπει να γίνει μια συνετή διαχείριση των δαπανών στην Ευρώπη, όπως επισημαίνει σε πρόσφατη εύστοχη ανάλυση του Bloomberg.
Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και ως εκ τούτου μπορεί να αντέξει δαπάνες αρκετών δισ. ευρώ για την άμυνα και τις υποδομές της, υπό την προϋπόθεση ενός νοικοκυρεμένου ισολογισμού.
Αν η πιο χαλαρή προσέγγιση των δαπανών μέσω ελλειμματικών προϋπολογισμών γίνει ανεξέλεγκτη και μεταδοθεί σε όλη την Ευρωζώνη σαν νοοτροπία, ναι, τότε θα μπορούσε να προσβάλει σύμφωνα με τους διαχειριστές την εμπιστοσύνη στα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας περαιτέρω το κόστος δανεισμού όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και για τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης, με κάποιες από αυτές να κινδυνεύουν περισσότερο από μια τέτοια εξέλιξη.
Βλέπετε, η Γερμανία είναι μια από τις ισχυρότερες πιστωτικές αγορές στον κόσμο. Ως εκ τούτου, έχει μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τις αγορές πιθανότατα να είναι μην είναι διατεθειμένες να δείξουν την ίδια ανοχή για τις ελλειμματικές δαπάνες της Γερμανίας, της Ολλανδίας, ή της Σουηδίας από εκείνες των χωρών με μικρότερο δημοσιονομικό περιθώριο.
Η έκρηξη στα γαλλικά ομόλογα πέρυσι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο γρήγορα μπορούν να ενεργοποιηθούν οι «εκδικητές των ομολόγων», όταν μια υπερχρεωμένη χώρα ανακοινώνει σχέδια για αύξηση των δαπανών.
Αυτό το παράδειγμα για το πόσο εύκολα αλλάζει η επενδυτική διάθεση απέναντι στο ρίσκο, καλό θα ήταν να το κρατήσουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους όσοι έχουν πάρει το στοίχημα ότι τα περιφερειακά ομόλογα θα έχουν καλύτερη απόδοση λόγω των σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Το στοίχημα αυτό τη δεδομένη χρονική στιγμή πράγματι έχει νόημα, για όσο όμως διατηρείται η απαραίτητη προϋπόθεση μιας λελογισμένης δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε το spread να κινείται εντός μικρών διακυμάνσεων.
Το κοινό χρέος βέβαια για τις αμυντικές δαπάνες θα ήταν το καλύτερο σενάριο για τις υπερχρεωμένες χώρες, αλλά και για την Ευρώπη συνολικότερα, καθώς θα αποφεύγαμε τον μεγαλύτερο δανεισμό κάποιων χωρών και σαφώς θα αποδεικνύαμε ότι η ΕΕ προχωρά επιτέλους σε μια πιο ουσιαστική ενοποίηση, εξέλιξη που θα άλλαζε τις προοπτικές της Γηραιάς Ηπείρου.
Ως στήλη, δεν αποκλείουμε αυτό το σενάριο, έστω ως ένα ποσοστό των αμυντικών δαπανών. Θεωρούμε επίσης εξαιρετικά σημαντική την «πλάτη» της ΕΚΤ.
Βλέπετε, αναμένονται τουλάχιστον άλλες δύο μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φέτος, με το βασικό επιτόκιο να καταλήγει στο 2%. Η επιτοκιακή διαφορά λοιπόν μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού αναμένεται να διευρυνθεί εκ νέου, καθώς η Fed προς το παρόν είναι δισ.τακτική στις κινήσεις της, ευνοώντας τους δανειολήπτες στην Ευρώπη και προσελκύοντας σημαντικά κεφάλαια στις μετοχές, οι οποίες πλέον έχουν πάρει θέση σε μια νέα γραμμή εκκίνησης για υψηλότερες αποτιμήσεις.
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
Μαίρη Βενέτη