Φαίνεται ότι οι μετοχές πολυτελείας τις τελευταίες ημέρες έχουν ξαναβρεί τον δρόμο για τα χαρτοφυλάκια των επενδυτών και το 2024 έχουν ήδη δώσει αποδόσεις που έσβησαν ως έναν μεγάλο βαθμό τις ζημιές του 2023.
Οι πρωταγωνίστριες των χρηματιστηριακών ταμπλό τις τελευταίες ημέρες ήταν οι Dior, Compagnie Financière Richemont και Louis Vuitton ενώ σε δεύτερο πλάνο κέρδη έχουν χαρίσει τον πρώτο μήνα του έτους και η Brunello Cucinelli, η Hermes, Ermenegildo Zegna, Moncler, Prada, κ.α.
Για την «παλιά» σχολή ας μην ξεχνάμε ότι οι μετοχές ειδών πολυτελείας θεωρούνται μια αποτελεσματική αντιστάθμιση έναντι του πληθωρισμού, καθώς απευθύνονται σε μια ομάδα καταναλωτών που η τιμή δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Το γεγονός αυτό δίνει την ευχέρεια στις επιχειρήσεις πολυτελών ειδών να διατηρήσουν εύκολα τα πολύ υψηλότερα περιθώρια κέρδους από πολλά άλλα καταναλωτικά προϊόντα διακριτικής ευχέρειας, όπως τηλεοράσεις ή τηλέφωνα.
Η ανακοίνωση αποτελεσμάτων του τέταρτου τριμήνου του 2023 μέχρι στιγμής καθησυχάζει τους επενδυτές για την ανθεκτικότητα του τομέα πολυτελείας σε αντίξοους οικονομικούς ανέμους, ιδιαίτερα στην Κίνα, μετά από έναν δύσκολο χρόνο.
Δείτε για παράδειγμα το ανοδικό ξέσπασμα της τιμής της LVMH, η οποία στις 26 Ιανουαρίου μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για άνοδο πωλήσεων 10%, πρόσθεσε περίπου 30 δισ. στην κεφαλαιοποίηση της, στην καλύτερη μέρα της από το 2009, συμπαρασύροντας τον κλάδο και συμβάλλοντας στην άνοδο του πανευρωπαϊκού δείκτη STOXX 600 σε υψηλό 2 ετών.
Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της LVMH Bernard Arnault- υπενθυμίζουμε ότι προεδρεύει επίσης στον οίκο Dior, ο οποίος κατέχει το 42,36% των μετοχών και το 59,01% των δικαιωμάτων ψήφου εντός της LVMH- δήλωσε ότι είναι ευχαριστημένος με τον τρέχοντα ρυθμό ανάπτυξης της εταιρείας.
Βέβαια, αν ανοίξουμε το πλάνο, όπως παρατηρεί και η DBS Bank, τα θεμελιώδη μεγέθη του κλάδου δεν έχουν αλλάξει δραματικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, παρά τη χρηματοτοοικονομική κρίση ή την κρίση της Covid 19, κάτι που υποδεικνύει την ανθεκτικότητα του. Όμως οι μακροοικονομικές αντιξοόητες σε κάποιες οικονομίες και η γεωπολιτική κατάσταση δημιουργούν αβεβαιότητα όσον αφορά τη διατήρηση δυνατών ρυθμών ανάπτυξης.
Σύμφωνα με έκθεση στα τέλη του 2023 της αμερικανικής εταιρείας συμβούλων διαχείρισης Bain & Company, ο κλάδος των ειδών πολυτελείας αναμένεται να δει τα έσοδά του στην παγκόσμια αγορά να αυξάνονται κατά 8 έως 10%. Η αγορά αναμένεται να συνεχίσει σε αυτή την τροχιά με μέση ανάπτυξη 5 έως 7% ετησίως μέχρι το 2030.
Σύμφωνα τώρα με τις εκτιμήσεις του Fortunebusinessinsights η παγκόσμια αγορά ειδών πολυτελείας αναμένεται να αυξηθεί από 284,00 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023 σε 392,40 δισ. δολάρια έως το 2030, με CAGR 4,7% κατά την περίοδο πρόβλεψης.
Ένα νέο πεδίο δραστηριότητας δε, υποκινούμενο από την ανάγκη υιοθέτησης πιο βιώσιμων μέτρων παραγωγής και κατανάλωσης, η μεταπώληση, έχει επίσης αναδειχθεί ως κερδοφόρα και βιώσιμη επιλογή για τον κλάδο των αγαθών πολυτέλειας. Αν και η ιδιοκτησία και η αυθεντικότητα εξακολουθούν να διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο για τους καταναλωτές πολυτελείας, το 2021, η αγορά μεταχειρισμένων πολυτελών προϊόντων εκτιμήθηκε σε 33 δισ. ευρώ παγκοσμίως.
H Ινδία αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στον κλάδο
Στην Ασία, παρά τον προβληματισμό για την ανάκαμψη της Κίνας-αν και η όρεξη των Κινέζων καταναλωτών για προϊόντα πολυτελείας δεν νομίζουμε να έχει κορεστεί- οι υπόλοιπες ώριμες αγορές όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία βλέπουν αυξανόμενη ζήτηση για είδη πολυτελείας.
Την ίδια στιγμή, η Ινδία παρά τη μέχρι στιγμής μικρή απόδοση για τις μάρκες πολυτελείας, έχει την προοπτική να εξελιχθεί σε μια μεγάλη αγορά για τον κλάδο, όχι μόνο από πλευράς πληθυσμού αλλά και από πλευράς αυξανόμενου πλούτου.
Η ανερχόμενη μεσαία τάξη διαθέτει πλέον πολύ μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα και ως εκ τούτου εμφανίζει αυξημένες δαπάνες.Μάλιστα προβλέπεται να οδηγήσει το 75% της συνολικής κατανάλωσης στην Ινδία μέχρι το 2030.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της Goldman Sachs περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ινδία θα γίνουν εύποροι μέχρι το 2027, ενώ σύμφωνα με έκθεση της Credit Suisse και της UBS, η Ινδία προβλέπεται να δει αύξηση 69% στον αριθμό των εκατομμυριούχων μεταξύ 2022 και 2027, σε σύγκριση με αύξηση 45% παγκοσμίως.
Είτε λοιπόν πρόκειται για πολυτελή αυτοκίνητα και προσωπικά είδη πολυτελείας όπως ρολόγια και κοσμήματα, είτε για βιωματική πολυτέλεια, η Ινδία φαίνεται ότι εξελλίσσεται στον νέο προορισμό για τις εταιρείες πολυτελών ειδών, λόγω του ολοένα και αυξανόμενου αριθμού πληθυσμιακών ομάδων υψηλού εισοδήματος.
Ο Dior και η LVMH είναι από τα πρώτα luxury brands που στράφηκαν στην Ινδία.
Δεν είναι τα μόνα βέβαια.Αναγνωρίζοντας τη δυναμική της αγοράς χάρη στην διευρυνόμενη ανώτερη και μεσαία τάξη, περισσότερες από δώδεκα επωνυμίες καταναλωτικών αγαθών πολυτελείας έκαναν την είσοδό τους στην Ινδία το περασμένο εξάμηνο.
Το 2024, η αγορά ειδών πολυτελείας στην Ινδία προβλέπεται να αποφέρει έσοδα 7,86 δισεκατομμυρίων δολαρίων σημειώνοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,34%. Δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό νούμερο, όμως οι προοπτικές αναμένονται πιο εντυπωσιακές τα επόμενα χρόνια, λόγω του αυξανόμενου διαθέσιμου εισόδηματος.
Σταδιακή άρση των εμποδίων
Ένας από τους λόγους που η αγορά ειδών πολυτελείας στην Ινδία παραμένει μέχρι στιγμής σχετικά μικρή, είναι οι περιορισμοί των ξένων άμεσων επενδύσεων, κάτι που μέχρι πρότινος κρατούσε μακριά τα μεγάλα εμπορικά σήματα.
Το όριο είναι 50% για την ξένη ιδιοκτησία, όμως επιτρέπεται το 100% με την προϋπόθεση το 30% της προμήθειας των υλικών να προέρχεται από την Ινδία.
Ένας άλλος λόγος είναι το γεγονός ότι οι εισαγωγικοί δασμοί και φόροι στην Ινδία είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο. Ως εκ τούτου η Σιγκαπούρη, το Ντουμπάι, το Παρίσι και το Μιλάνο είναι καλύτερες εναλλακτικές για την αγορά προϊόντων πολυτελείας, με τους Ινδούς καταναλωτές να περιμένουν ως επί το πλείστον ένα ταξίδι στο εξωτερικό για τις αγορές τους.
Η έλλειψη υποδομών είναι επίσης μια αιτία που μέχρι πρότινος τα μεγάλα brands δίσταζαν να επενδύσουν.
Όμως οι πρωτοβουλίες της ινδικής κυβέρνησης προκειμένου να αυξήσει την ελκυστικότητα της χώρας στους ξένους επενδυτές και να αυξήσει την κάλυψη του Διαδικτύου οδηγούν στην αισιοδοξία ότι οι άνω περιορισμοί θα μειωθούν. Ήδη οι πρόσφατες αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία για τις ξένες δαπάνες είναι η απόδειξη ότι το περιβάλλον στην Ινδία αλλάζει.
Ένας τέταρτος λόγος είναι η προτίμηση των Ινδών για παραδοσιακά και χειροποίητα προϊόντα, ειδικά στον τομέα του κοσμήματος και της ένδυσης. Η Ινδία έχει μια μοναδική κουλτούρα και αισθητική, η οποία είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη των περισσότερων δυτικών brands πολυτελείας. Γι’αυτό η αγορά πολυτελείας έχει συγκεντρωθεί σε προϊόντα όπως αξεσουάρ, ρολόγια, αυτοκίνητα, είδη σπιτιού, περιποίηση και αρώματα.
Η άνοδος και η κατανομή όμως στην Ινδία των διαδικτυακών αγορών σε επώνυμα είδη ειδικά μετά το τέλος της πανδημίας της Covid 19, αποδεικνύει ότι ένα μέρος της τάσης αυτής αρχίζει σιγά σιγά να μετατοπίζεται. (σ.σ:Το 2024 οι διαδικτυακές πωλήσεις προβλέπεται να συνεισφέρουν το 2,6% των συνολικών εσόδων στην αγορά πολυτελών ειδών).
Επιπλέον, η συνεργασία μεγάλων οίκων με Ινδούς καλλιτέχνες και σχεδιαστές είναι μια λύση προκειμένου να δημιουργηθούν μοναδικά προϊόντα συνυφασμένα με τον πολιτισμό και την κουλτούρα της Ινδίας.
Ο Dior για παράδειγμα συνεργάστηκε με τον Ινδό καλλιτέχνη Kalyani Chawla για να δημιουργήσει μια περιορισμένης έκδοσης συλλογή από τσάντες που διαθέτουν ινδικά κεντήματα και μοτίβα.
Η Hermes υιοθετεί μοτίβα αλόγων και ελεφάντων από την Ινδία για τα κασκόλ της, γνωστά ως συλλογή Maharaja & Maharani, η Gucci - μέλος του Kering Group -υιοθετεί σύμβολα ζωικών μοτίβων για τις τσάντες και τα αξεσουάρ της, οι Canali και Zegna σχεδιάζουν ένα bandhgala, δηλαδή ένα σακάκι με κλειστό λαιμό.
Η επέλαση των μεγάλων Brands έχει ξεκινήσει
Μια έκθεση της Bain & Company υπογραμμίζει τη δυναμική της αγοράς πολυτελείας της Ινδίας εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να επεκταθεί σε 3,5 φορές το τρέχον μέγεθος της έως το 2030.
Η προοπτική αυτή ωθεί λοιπόν ολοένα και περισσότερα μεγάλα brands να στρέφονται προς την Ινδία, παρά τη μέχρι στιγμής σχετικά χαμηλή απόδοση για τις μάρκες πολυτελείας.
Ο Dior έστρεψε το 2023 τα φώτα της δημοσιότητας στην Ινδία διοργανώνοντας το Pre-Fall Show του στη Βομβάη μπροστά από το The Gateway of India και το ιστορικό παλάτι Taj.
Επίσης, μερικές από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες μάρκες «προσλαμβάνουν» κορυφαίες διασημότητες της Ινδίας ως πρεσβευτές της επωνυμίας τους, όπως η Louis Vuitton την Deepika Padukone ή o Gucci την Alia Bhatt, μια από τις πιο ακριβοπληρωμένες ηθοποιούς στην Ινδία βρετανο-ινδικής καταγωγής.
Την ίδια στιγμή διάσημοι Ινδοί σχεδιαστές όπως ο Sabyasachi Mukherjee στήνουν καταστήματα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη.
Από τον Sabyasachi Mukherjee λοιπόν που άνοιξε ένα κατάστημα στη Νέα Υόρκη μέχρι τον Dior που διοργάνωσε ένα ορόσημο Pre-Fall show στη Βομβάη τον Μάρτιο του 2023, η Ινδία αρχίζει να γίνεται το νέο Ελντοράντο για τον κόσμο των πολυτελών αγαθών.
Αν και η κατάκτηση της θα απαιτήσει αρκετό χρόνο, εντούτοις το δυνητικό τελικό αποτέλεσμα στους ισολογισμούς των εταιρειών που θα αποκτήσουν ικανοποιητικό μερίδιο στην αγορά αυτή αξίζει την αναμονή.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.