Οι εγχώριοι υποστηρικτές του προέδρου Τραμπ είναι σίγουρο ότι έχουν πάρει διαζύγιο από την οικονομική επιστήμη, την αριθμητική του Δημοτικού σχολείου και πιθανότατα από την καθημερινή λογική. Τους υπέρμαχους των επιλογών του Αμερικανού προέδρου, τους συναντά κανείς διάσπαρτους σε όλους τους πολιτικούς χώρους που αναζητούν μαγικές λύσεις, σωτήρες και πατερούληδες.
Η επιχειρηματολογία τους, που ξεκινάει από το «επιτυχές επιχειρηματικό παρελθόν του» και καταλήγει στο «να ξυπνήσει ο πλανήτης» ξεπερνά τα όρια του ανορθολογισμού, έχοντας ως ακρογωνιαίο λίθο την υπόθεση ότι ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου μέσω της επιβολής επιπλέον δασμών επί των εισαγόμενων προϊόντων, «φροντίζει για το καλό των αμερικανικών επιχειρήσεων και των πολιτών». Παρ’ όλο που το 95% των κορυφαίων Αμερικανών οικονομολόγων έχουν διατυπώσει εδώ και καιρό την άποψη ότι οι δασμοί θα οδηγήσουν σε αυξήσεις των τιμών των προϊόντων, επιβαρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τις «τσέπες» των καταναλωτών.
Θα χρησιμοποιήσουμε τρία διαφορετικά παραδείγματα ώστε να εξηγήσουμε για ποιους λόγους οι δασμοί θα εκπυρσοκροτήσουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ, τραυματίζοντας επιχειρήσεις, εργαζόμενους και καταναλωτές.
Η περίπτωση της Apple.
Είναι γνωστό ότι η Apple κατασκευάζει τα πιο ακριβά κινητά τηλέφωνα και gadgets στην παγκόσμια αγορά. Παρ’ όλα αυτά κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο πωλήσεων στις ΗΠΑ, το οποίο ανέρχεται στο 57,39% με δεύτερη την κορεατική Samsung με 23,27% και τρίτη την Google με 4,97%, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα του Oberlo που βασίζεται σε δεδομένα του GS Statcounter του 2024.
Είναι επίσης γνωστό ότι μέχρι πρότινος το 85% των iPhones, η Apple το κατασκεύαζε στην Κίνα, έτσι ώστε το τελικό κόστος να μην καθιστά τα προϊόντα της δυσπρόσιτα προς τους καταναλωτές. H Αpple μετά από την στρατηγική απόφαση των ΗΠΑ, να απαγκιστρωθεί όσον αφορά την παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων, από την Κίνα, έχει μεταφέρει μέρος της δραστηριότητας της, στην Ινδία και το Βιετνάμ. Έτσι σήμερα το 20% iPads και το 90% των Apple wearables συναρμολογούνται ή κατασκευάζονται στο Βιετνάμ. Παράλληλα το 14% των iPhones κατασκευάζονται στην Ινδία, με στόχο αυτό το ποσοστό να φτάσει το 26%.
Η απόφαση του προέδρου Τραμπ να επιβάλει δασμούς της τάξης του 26% στα προϊόντα της Ινδίας και 46% στα προϊόντα του Βιετνάμ, απογειώνει τις τιμές πώλησης των προϊόντων της Apple εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Πλήττοντας ευθέως τους Αμερικανούς καταναλωτές, αλλά και τις επιχειρήσεις των οποίων οι εργαζόμενοι κάνουν επαγγελματική χρήση των προϊόντων της Apple.
Αυτά όσον αφορά τους καταναλωτές. Η Apple από την πλευρά της έχει να αντιμετωπίσει δύο θέματα. Το πρώτο είναι το εάν θα επιβαρυνθεί η ίδια μέσω της απορρόφησης μέρους των δασμών, μειώνοντας τα περιθώρια κερδοφορίας της. Και το δεύτερο είναι το εάν θα αποφασίσει να εγκαταλείψει τις παραγωγικές μονάδες της στην Κίνα, την Ινδία και το Βιετνάμ και να μεταφέρει την παραγωγή της στις ΗΠΑ. Διότι έτσι αφ’ ενός θα επωμιστεί το κόστος από την μη απόσβεση των επενδύσεων της στις προαναφερθείσες χώρες και αφ’ ετέρου θα επενδύσει σε νέες μονάδες πολύ υψηλότερου κόστους κατασκευής και λειτουργίας στις ΗΠΑ.
Το επιτυχές μέλλον της Apple εκτιμάται ότι θα τεθεί σε αμφισβήτηση μετά από την επιβολή των δασμών Τραμπ. Αποδεικνύοντας τη βαθιά σοφία του γκουρού των επενδύσεων Γουώρεν Μπάφετ, ο οποίος είχε ρευστοποιήσει το σύνολο των μετοχών της Apple, τις οποίες κατείχε στο χαρτοφυλάκιο της Berkshire Hathaway.
Η περίπτωση της GAP
Όλοι γνωρίζουμε ότι τα προϊόντα της αμερικανικής εταιρείας ενδυμάτων GAP δεν κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, αλλά στο Βιετνάμ, την Ταϊλάνδη, την Μαλαισία και το Μπαγκλαντές. Στις ΗΠΑ βρίσκεται το «μυαλό» της GAP, αλλά η «καρδιά» της βρίσκεται στη Νοτιοανατολική Ασία. Είναι φανερό ότι οι δασμοί Τραμπ, αποτελούν ένα ωμό εκβιασμό προς την GAP για να επιστρέψει τις παραγωγικές της μονάδες πίσω στις ΗΠΑ, ώστε να γλυτώσει το επιπλέον κόστος του +46% για τα ενδύματα που κατασκευάζονται στο Βιετνάμ, του +37% της Ταϊλάνδης, του +24% της Μαλαισίας και του 37% του Μπαγκλαντές.
Ωστόσο, αυτό είναι από δύσκολο έως αδύνατο. Διότι το κατασκευαστικό κόστος στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, το οποίο είναι κατά βάσιν μισθολογικό, μπορεί και να υπερδεκαπλασιαστεί αν γίνει μεταφορά των παραγωγικών μονάδων στις ΗΠΑ. Οπότε και σε αυτήν την περίπτωση, οι μεν καταναλωτές θα βρεθούν μπροστά σε μια έκρηξη τιμών ή δε επιχείρηση μπροστά σε ένα δίλημμα το οποίο οδηγεί σε ζημίες και μόνο.
Το πρόβλημα δεν εξαντλείται στην περίπτωση της GAP. Σύμφωνα με στοιχεία του US International Trade Commission για το 2024, μόλις το 3% των προϊόντων ένδυσης και υπόδησης που αγοράζουν οι Αμερικανοί καταναλωτές είναι «made in USA». Το 28,7% εισάγεται από την Κίνα, το 25,4% από το Βιετνάμ, το 7,8% από το Μπαγκλαντές, το 7,3% από την Ινδονησία και το 5,1% από την Καμπότζη. Με ποιόν μαγικό τρόπο θα επιχειρηθεί το 3% και πλησιάσει το 100% μένει να αποδειχθεί.
Η περίπτωση του Ford F-150
To δημοφιλέστατο στις ΗΠΑ φορτηγό Ford F-150, το οποίο υπερήφανα αναφέρεται ως «American – Made Truck», δεν αποτελεί ένα καθαρά αμερικανικό προϊόν. Αντιθέτως, είναι ένα προϊόν το οποίο είναι ευάλωτο στους δασμούς, αφού τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του καθώς και τα ανταλλακτικά που απαιτούνται για τη συντήρηση του, προέρχονται από 24 διαφορετικές χώρες. Επομένως, η τιμή του θα αυξηθεί αναλογικά με την αύξηση του κόστους των εξαρτημάτων του, η οποία θα προκύψει από την επιβολή των δασμών.
Μπορεί οι μονάδες παραγωγής και συναρμολόγησης του Ford F-150 να βρίσκονται στο Μίσιγκαν και στο Μισσούρι, ωστόσο για παράδειγμα το μισό σύστημα μετάδοσης του οχήματος έρχεται από τον Καναδά, οι ζάντες εισάγονται από το Μεξικό, τα ηλεκτρονικά κυκλώματα και τα ηλεκτρολογικά συστήματα από τη Γερμανία και τα ελαστικά των τροχών από τη Νότιο Κορέα.
Ακόμα πιο ενδεικτικό είναι το «ταξίδι του πιστονιού» το οποίο είχε δημοσιεύσει προ καιρού η Wall Street Journal. Η κατασκευή του εμβόλου ενός πιστονιού ξεκινάει από ένα χυτήριο αλουμινίου στο Μίσιγκαν και ταξιδεύει μέχρι το Οντάριο για να επεξεργαστεί και να πάρει το σχήμα του. Επανεισάγεται στις ΗΠΑ για φινίρισμα, ταξιδεύει μέχρι το Μεξικό για τελική επεξεργασία, επιστρέφει στο Ουϊσκόνσιν για να μονταριστεί και προωθείται στο Μίσιγκαν για να εγκατασταθεί στη μηχανή. Η μηχανή ακολούθως αποστέλλεται εκ νέου στο Οντάριο του Καναδά όπου τοποθετείται μέσα στο όχημα.
Σύμφωνα με την Barclays Research, η τιμή του μέσου αμερικανικού αυτοκινήτου θα επιβαρυνθεί κατά περίπου $3.500, λόγω της επιβολής των δασμών. Ωστόσο, γνωστά αμερικανικά μοντέλα αυτοκινήτων τα οποία συναρμολογούνται στο Μεξικό, θα δουν τις τιμές τους όχι μόνο να αυξάνονται, αλλά να εκτοξεύονται. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του εξειδικευμένου ιστότοπου «carsoops», η τιμή αγοράς του δημοφιλούς Chevy Silverado θα πάει από τα $55.612 στα $69.515, του GMC Sierra 1500 από τα $62.394 στα $77.993, του Dodge Charger από τα $66.701 στα $83.337 και του ηλεκτροκίνητου Charger Daytona που κατασκευάζεται στον Καναδά, από τα $59.595 στα $74.494.