Τα τελευταία χρόνια οι κορυφαίες γκαλερί προσπαθούσαν να βρουν έναν αποτελεσματικό τρόπο προκειμένου να προσελκύσουν νέους συλλέκτες από τον χώρο της τεχνολογίας, χωρίς αποτέλεσμα. Τα «computer freaks» παρήγαγαν χρήμα και, βεβαίως, σε αυτούς το χρήμα επέστρεφε. Το 2021 ήταν η χρονιά που όλα άλλαξαν.
Ακριβέστερα πρέπει να πούμε ότι τα τεχνολογικά μυαλά και οι επενδυτές πήγαν και έφτιαξαν έναν δικό τους κόσμο τέχνης, κομμένο και ραμμένο στα ψηφιακά μέτρα του Διαδικτύου. Καθώς η τεχνολογία είναι πλέον απολύτως συντονισμένη με την οικονομική ζωή, ο ψηφιακός κόσμος δεν υπηρέτησε απλώς το διεθνές σύστημα τέχνης∙ το έκανε ως ένα βαθμό παρέχοντας ασφαλή εικονικά περιβάλλοντα σε μουσεία, γκαλερί και φουάρ για να περάσουν τον σκόπελο της πανδημίας (το είδαμε και στη φετινή Art Athina).
Η σεισμική αλλαγή που συνέβη την περσινή χρονιά και ακόμη δεν έχει γίνει αισθητή στην αγορά, είναι ότι ο ψηφιακός κόσμος κατέστη ο ίδιος παραγωγός τέχνης, φέρνοντας καινούργιους «παίχτες», δημιουργώντας αγοραστές και μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον των παραδοσιακών συλλεκτών προς αυτή την κατεύθυνση. Η τεχνολογία δηλαδή διαμόρφωσε μια νέα, εξαιρετικά προσοδοφόρα αγορά που, αν δεν απειλεί, σίγουρα ανταγωνίζεται την παραδοσιακή αγορά της τέχνης.
Τα NFT’s και οι εξωφρενικές τιμές που έπιασαν σε κάποιες δημοπρασίες, αποτέλεσαν φαινόμενο της pop κουλτούρας που κάποιοι έσπευσαν να κατηγορήσουν ως κερδοσκοπική «φούσκα» (μεταξύ αυτών και ο Ντέιβιντ Χόκνει). Είναι λάθος να πούμε ότι ο «παραδοσιακός» κόσμος της τέχνης αιφνιδιάστηκε ή ήταν εντελώς εχθρικός προς την ψηφιακή αγορά.
Οι ιστορικοί οίκοι δημοπρασιών Christie's και Sotheby's πρωτοστάτησαν στη διάδοση των NFT’s, με αποκορύφωμα την πρώτη, κοινή πώληση του Christie’s με την πλατφόρμα OpenSea (αρχές Δεκεμβρίου).
Αυτό που βεβαίως αληθεύει, είναι ότι παραδοσιακοί καλλιτέχνες που επιχειρούν να γνωρίσουν και να καθιερωθούν στον χώρο της Crypto-τέχνης, ακόμη και δημιουργοί που έχουν εργαστεί με ψηφιακά μέσα, δεν έχουν βρει ιδιαίτερη τύχη, καθώς είναι θολά τα κριτήρια του «καλού γούστου» ή της «μόδας».
Γι’ αυτό βλέπουμε να κυριαρχεί ένα καστ παράδοξων χαρακτήρων με ονόματα όπως XCOPY, Fewocious, Frenetik Void, Hackatao και SlimeSunday (με μόνη εξαίρεση ίσως τον Damien Hirst, ο οποίος κατάλαβε ότι το «κλειδί» δεν είναι απαραίτητα η αισθητική, αλλά το παιχνίδι του συλλέγειν, αν και το έργο του «The Currency» παρουσιάζει πτωτική τάση από τον Αύγουστο).
Αντιθέτως, τα πράγματα είναι πιο σαφή σε αυτό που όλο και περισσότεροι ονομάζουν «Νέα Μαύρη Αναγέννηση». Στις αρχές του 2021, η συνδρομητική πλατφόρμα HBO κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ «Black Art: In the Absence of Light», ενώ το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης άνοιξε μια αίθουσα «αφρο-φουτουριστικής περιόδου».
Ακόμη και το ΕΜΣΤ της Αθήνας φιλοξένησε πέρυσι έργα αντιπροσωπευτικών δημιουργών της σύγχρονης αφρικανικής τέχνης, Αφρικανών καλλιτεχνών και καλλιτεχνών της αφρικανικής διασποράς, επιλεγμένα από τη συλλογή του Χάρη Δαυίδ. Γκανέζοι, Νιγηριανοί, Αφροαμερικανοί κι άλλοι καλλιτέχνες της αφρικανικής διασποράς πρωταγωνίστησαν σε πωλήσεις του Christie’s κι έκαναν συλλέκτες από Ασία, Ευρώπη και Αμερική να κονταροχτυπηθούν για τα έργα τους.
Και στη δική μας μικρή αγορά, αφρικανοί καλλιτέχνες εκπροσωπούνται από γκαλερί σε τιμές εξαιρετικά υψηλές σε σχέση με καταξιωμένα ονόματα της εγχώριας τέχνης. «Black is the new black», είχαμε γράψει τον Δεκέμβριο του 2020, και αυτή η τάση θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των διεθνών «παιχτών» και τη νέα χρονιά.
Η δυναμική αυτή δεν είναι άμοιρη της «αποικιοκρατικής ενοχής» που βαραίνει τα μουσεία της Δύσης. Καθόλου τυχαία το Musée du Quai Branly του Παρισιού επέστρεψε 26 αντικείμενα από τη συλλογή του στη Νιγηρία. Η Αιθιοπία είναι η χώρα που πέτυχε τη μεγαλύτερη επιστροφή εθνικών θησαυρών της από τη Βρετανία. Στο πλαίσιο αυτό, είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθεί με ιστορικά παραδείγματα, η συζήτηση για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Το πόσο μακριά θα φτάσει είναι το μεγάλο ερώτημα του 2022.