Την χθεσινή ηλιόλουστη μέρα του Απριλίου πολλοί συλλέκτες θα εκμεταλλεύονταν για να κατηφορίσουν προς το Γκάζι και την «Αθηναΐδα». Εκεί, θα μοιράζονταν από κοντά τα νέα για τα τελευταία τους «αποκτήματα» και θα «χτυπούσαν» διά ζώσης τα έργα της δημοπρασίας του οίκου «Βέργος». Όλα αυτά θα συνέβαιναν, αν η πανδημία δεν ήταν ακόμη στη ζωή μας. Παρ’ όλα αυτά, οι διαδικτυακές πωλήσεις στον τόπο μας, αν δεν βρίσκονται στο ζενίθ τους, είναι σίγουρα, μία πραγματικότητα. Η προγραμματισμένη δημοπρασία του εγχώριου οίκου έγινε online και το κοινό ανταποκρίθηκε, έστω από απόσταση. Περισσότερα από τα μισά έργα πωλήθηκαν ξεπερνώντας την αρχική ανώτατη τιμή εκτίμησης, ενώ από το σύνολο των διαθέσιμων έργων άλλαξε χέρια πάνω από το 80%.
Σε σχέση, όμως, με τις προηγούμενες πωλήσεις του οίκου, υπήρχε μία ουσιαστική διαφορά. Τα δημοπρατούμενα έργα που συγκέντρωσε ο Ανδρέας Βέργος ήταν κομμάτια από αυτά που ονομάζει κανείς «ευκαιρίες». Η τελευταία διαδικτυακή δημοπρασία σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας νέας κατηγορίας με έργα καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών σε προσιτές τιμές. Μπορούσες να βρεις «κλασικά» ονόματα του 19ου αιώνα, «βαριές υπογραφές» του 20ου αι., αλλά και ζώντες δημιουργούς με φτασμένη πορεία, σε τιμές κάτω των 1000 ευρώ, ενώ υπήρχαν έργα που ξεκινούσαν μόλις στα 200 ευρώ.
Την παράσταση έκλεψε ο «συνήθης ύποπτος», Αλέκος Φασιανός. Τέσσερα έργα του πρόσφερε ο οίκος (τα τρία στα 800 ευρώ, ένα στα 600 ευρώ) και πουλήθηκαν όλα, πολύ πάνω από την υψηλή τιμή εκτίμησης. Αν γινόταν σήμερα μια «μονογραφική» δημοπρασία με έργα του Φασιανού, ο αειθαλής δημιουργός θα γινόταν ανάρπαστος, ξεπουλώντας αφίσες, κεραμικά, οτιδήποτε πέρασε από το χέρι του σύγχρονου «Μίδα». Επιτυχημένο ήταν και το πέρασμα του Γιάννη Γαΐτη, με τον προβεβλημένο στο site του οίκου «Κουταλιανό» να βρίσκει αγοραστή στα 2.936 ευρώ (με εκτιμώμενη τιμή 1000-1500 ευρώ).
Η «χρυσή» τριάδα των αγέραστων Δασκάλων - Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος και Μόραλης - βρήκε αγοραστές σε χαμηλές τιμές. Ένα ζευγάρι από μακέτες κοστουμιών του Τσαρούχη για τους «Αθλίους» του V. Hugo που χρονολογείται το ’52, απηχεί όλη τη φρεσκάδα του μοναδικού δημιουργού (πουλήθηκε 2.800 ευρώ χωρίς την προμήθεια). Αντίστοιχα, ο μνημειακός εργάτης, «σήμα κατατεθέν» του Διαμαντόπουλου, δόθηκε στα 3.342€. Θυμίζουμε ότι αντίστοιχο κάρβουνο του ζωγράφου για τον «κτίστη» δόθηκε μόλις πέρυσι, πάλι από τον οίκο «Βέργος», στα 9.786 ευρώ.
Αναμενόμενο ήταν το ενδιαφέρον που είχε το μικρό σε διάσταση έργο του Αλέξη Ακριθάκη, μια χριστουγεννιάτικη κάρτα του ’67 (10x16 εκ.). Η πιο ελκυστική «υπογραφή» αυτή την στιγμή για τους Έλληνες συλλέκτες, βγήκε στα 800 ευρώ και πουλήθηκε πάνω από την τετραπλάσια τιμή εκκίνησης, στα 3.342 ευρώ. Στα αζήτητα πέρασε, παραδόξως, ο Βλάσης Κανιάρης. Αντιθέτως, τα πήγε πολύ καλά, ο Δημοσθένης Κοκκινίδης, καθώς πουλήθηκαν και τα τρία έργα του δασκάλου. Το ένα μάλιστα «χτυπήθηκε» πολύ πάνω από την υψηλή τιμή εκτίμησης, στα 3.856 ευρώ. Ψηλά βρέθηκε και ο Τσόκλης με το έργο «φεγγάρι και πέτρα», καθώς η τιμή του έργου εκτινάχθηκε από τα 3.000 στα 7.711 ευρώ (έργο στην αρχική φωτογραφία).
Το φιλότεχνο κοινό κέρδισαν και οι σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι, με πρωταγωνιστές τους Ε. Σακαγιάν, Τ. Μαντζαβίνο και Κ. Παπανικολάου. Τα έργα των τριών «χτυπήθηκαν» πολύ πάνω από την υψηλή τιμή εκτίμησης, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφερόμενοι πίνακες του Γιώργου Ρόρρη, αν και μικροί σε διάσταση, αγοράστηκαν κάτω από 5.000 ευρώ, σε τιμές δηλαδή που δεν συναντάς εύκολα στην αγορά.
Τι διαπιστώνουμε από την τελευταία δημοπρασία του Βέργου; Μπορεί να αποτελούν παρελθόν οι εικόνες με τους παθιασμένους συλλέκτες που έδιναν μάχη για το έργο που ποθούσαν, αλλά ο οίκος έχει προσαρμοστεί στην ψηφιακή εποχή, «εκπαιδεύοντας» ένα κοινό που τον ακολουθεί. Εκτός από τα «ακριβά» και μεγάλα σε διάσταση έργα που παρέχει σε μεγαλοσυλλέκτες και ιδρύματα, ο Ανδρέας Βέργος επιχειρεί ένα άνοιγμα σε ένα καινούργιο, μεγαλύτερο κοινό.
Είναι σαφές ότι έχουμε φύγει πια από τη λογική συλλέκτες – επενδυτές, όπως τη ζήσαμε τα περασμένα χρόνια. Υπάρχει κόσμος που προσπαθεί να ορθοποδήσει από τις επιπτώσεις του εγκλεισμού και της καραντίνας, των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων και της κοινωνικής απόστασης, αντλώντας ευχαρίστηση από την τέχνη. Αγοράζει μικρά σε αξία έργα, όχι ως κοινωνικό πρόσοδο ή, τουλάχιστον, όχι μόνο γι’ αυτό. Επιπλέον, μέσα στη συγκυρία της πανδημίας, ο οίκος καλλιεργεί μια κουλτούρα σε νεαρής ηλικίας συλλέκτες, οι οποίοι θεωρούν πιο προσιτές τις διαδικτυακές πλατφόρμες από τους συμβατικούς – και ίσως ελιτίστικους - οίκους δημοπρασιών. Η χθεσινή δημοπρασία έδειξε πως κυκλοφορεί καλή ζωγραφική και μάλιστα σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή. Όσοι "χτυπήσουν" έργα αυτή την περίοδο, δεν θα χάσουν. Το επόμενο ραντεβού του οίκου «Βέργος» με το συλλεκτικό κοινό, δόθηκε τον προσεχή Ιούνιο.