Ελληνικό χρώμα είχε η online δημοπρασία ιμπρεσιονισμού και μοντέρνας τέχνης που διοργάνωσε ο Sotheby’s στο Παρίσι (18-30 Μαρτίου). Ανάμεσα στους Πικάσο, Μπαλτίς, Μπρανκούζι και πολλούς ακόμη κορυφαίους Ευρωπαίους δημιουργούς, ο δικός μας Φώτης Κόντογλου είχε ένα πέρασμα τουλάχιστον ηχηρό, με το έργο «Οι πρόσφυγες – Η κοιλάδα του Κλαυθμώνος». Λέμε ηχηρό γιατί το εμβληματικό έργο εκτιμήθηκε για 80.000 – 120.000 ευρώ και άλλαξε χέρια στις 252.000 ευρώ, υπερδιπλασιάζοντας την υψηλή εκτίμηση που έδωσαν οι εμπειρογνώμονες του διεθνούς οίκου.
Η παρουσία του έργου στην πώληση, όχι μόνο δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Έλληνες φιλότεχνους, αλλά τις τελευταίες ημέρες ξεσήκωσε πρωτοφανή κινητοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρώτος ο συλλέκτης Χρίστος Χριστοφής δημοσίευσε στον λογαριασμό του στο Facebook το λαχνό (υπ’ αριθμ. 238), ενεργοποιώντας τους Έλληνες συλλέκτες, αλλά και τον ακαδημαϊκό κόσμο. Ο Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στην Κρήτη, Ευγένιος Ματθιόπουλος, αναφέρθηκε στη σημασία του έργου στα εικαστικά μας πράγματα, υπογραμμίζοντας τον επετειακό του χαρακτήρα στη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού. Το αίτημα της «επιστροφής» αυτής της μοναδικής σύνθεσης σε μία κρατική - δημόσια συλλογή εκφράστηκε καθαρά και έπεισε πολλούς φιλότεχνους που μοιράστηκαν την άποψη του Καθηγητή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κληρονόμοι του ζωγράφου και διαχειριστές του λογαριασμού «Fotis Kontoglou Original - Φώτη Κόντογλου Αρχείο» αναδημοσίευσαν την ανάρτηση χρήστη όπου φέρεται να ενημερώθηκε για τη δημοπρασία ο Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης. Εκεί, ζητήθηκε η συνδρομή του ώστε να αγοραστεί το έργο – είτε από το Δήμο, είτε από ιδιώτη - χορηγό -, για λογαριασμό της Δημοτικής Πινακοθήκης. «Μου απάντησε (ενν. ο Κ. Μπακογιάννης) ότι θα το προσπαθήσει, αν και είναι πολύ δύσκολο» διαβάζουμε στο αρχείο Κόντογλου. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς το αγοραστικό ενδιαφέρον της αθηναϊκής Πινακοθήκης, καθώς ο δημιουργός είχε ιστορήσει (σε ένα μνημειακό έργο που καταλαμβάνει 28 τοιχογραφημένα μέτρα) το Δημαρχιακό Μέγαρο στην οδό Αθηνάς. Στο ιστορικό κτίριο ο ζωγράφος μας άφησε ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο, δυστυχώς άγνωστο στο ευρύ κοινό. Φιλόσοφοι, ήρωες, καλλιτέχνες, βασιλείς, αλλά και θέματα κοσμικά, αποδίδονται με τεχνοτροπία βυζαντινή, στο πνεύμα της Κρητικής σχολής.
Αν και πρώιμο, κατά μία δεκαετία περίπου, ανάλογου ύφους είναι και το έργο που δημοπρατήθηκε. Σε μεγάλη διάσταση (147x167 εκ.) ο Αϊβαλιώτης δημιουργός καταθέτει λίγα χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το δικό του στεφάνι τιμής στο δράμα της προσφυγιάς (π. 1930). Ενώ πρόκειται για έργο με σαφή «ελληνικό» χαρακτήρα, ο Κόντογλου παρουσιάστηκε στο Παρίσι, όχι άδικα, μαζί με τους μεγάλους του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. «Ό,τι έκανε ο Σολωμός απ’ το δημοτικό τραγούδι, θέλει να κάνει και ο Κόντογλου απ’ τη λαϊκή και τη βυζαντινή τέχνη» γράφει ο ίδιος σε σημείωμά του και δίνει το στίγμα του πολύ καθαρά. Μέσα στο πνεύμα του μοντερνισμού αναζήτησε το εξωτικό στη λαϊκή τέχνη και στην αγιογραφία των Μετεώρων. Κι εκεί είδε τον Θεοφάνη τον Κρητικό και τον Φράγκο Κατελάνο. Ο μοντερνισμός, λοιπόν, του Κόντογλου έχει τούτο το παράδοξο: δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικής καλλιτεχνικής επίδρασης, αλλά καρπός της παράδοσής μας. Γι’ αυτό και το έργο τιτλοφορείται «Κοιλάδα του Κλαυθμώνος», εκφράζοντας το πνεύμα της ορθόδοξης πίστης.
Για τη σημασία της ίδιας της παράστασης στη ζωγραφική του Κόντογλου, μας υποψιάζει το γεγονός ότι ο ζωγράφος τη μετέφερε στον τοίχο του σπιτιού του, που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη και πρόκειται να χαρούμε στο νέο της κτίριο. Όλο το μνημειακό σύνολο έγινε με τη βοήθεια των μαθητών του, του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Εγγονόπουλου. Και είναι σημαντικό, γιατί ο ζωγράφος το φιλοτέχνησε για τον εαυτό του, χωρίς κανένα εξωτερικό προσδιορισμό. Έκανε αυτό που του άρεσε, εκφράζοντας την προσωπική του ζωγραφική μαρτυρία. Εκεί, βρίσκει χώρο και ο «κατακλυσμός» που έχει σαφείς ομοιότητες με το δημοπρατούμενο έργο.
Δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή η ταυτότητα του νέου ιδιοκτήτη (το πολυδημοσιευμένο έργο ανήκε στη συλλογή Αθανάσογλου). Πολλοί εκφράζουν την επιθυμία να γυρίσει στην Εθνική μας Πινακοθήκη ή σε κάποιο άλλο δημόσιο μουσείο. Σε μια εποχή που περίφημοι οργανισμοί εκπληστηριάζουν έργα μεγάλων καλλιτεχνών προκειμένου να διατηρήσουν το προσωπικό και να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία τους, πώς αλήθεια περιμένουμε από την Πινακοθήκη να προβεί σε αγορές; Είναι βεβαίως φανερό πως τα μουσεία του τόπου, οφείλουν να ανοιχθούν και στους φιλότεχνους ιδιώτες. Οι συλλέκτες, αλλά και ο απλός κόσμος που αγαπά την τέχνη, μπορούν να γίνουν – ο καθένας με τις δυνάμεις του - σύγχρονοι ευεργέτες. Είναι καλά τα ευχολόγια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά καλύτερη η έμπρακτη συμπαράσταση στα πολύπαθα μουσεία μας. Όχι μόνο από τα μεγάλα ιδρύματα, αλλά απ’ όλους συνολικά.