Οι περισσότερες αναλύσεις εστιάζουν στο νόμισμα μέσω του οποίου γίνονται σήμερα οι συναλλαγές ορυκτών υδρογονανθράκων, με πωλητή τη Ρωσία και αγοραστές την Κίνα και την Ινδία. Η επιλογή του ρωσικού ρουβλίου, του κινεζικού γουάν και της ινδικής ρουπίας, σαν νομίσματα εκκαθάρισης των διμερών εμπορικών συναλλαγών, εντάσσεται στη στρατηγική του Κρεμλίνου για τη σταδιακή αποδολαριοποίηση του εμπορίου ανάμεσα σε αυτές τις τρεις χώρες. Και σε δεύτερο χρόνο στην πλήρη αποδολαριοποίηση του παγκόσμιου εμπορίου, το οποίο σήμερα κατά 40% χρησιμοποιεί το δολάριο σαν νόμισμα εκκαθάρισης, ακόμα και ανάμεσα σε χώρες που δεν έχουν την οικονομία τους συνδεδεμένη με το δολάριο.
Ωστόσο η κίνηση αυτή, που σημαίνει πολλά για τη ρωσική κυβέρνηση, δεν φαίνεται να παίζει τον ίδιο σημαντικό ρόλο και στις υπόλοιπες δυο χώρες. Για παράδειγμα το ρωσικό πετρέλαιο που εισάγεται στην Ινδία από τη Ρωσία, μεταπωλείται από μεγάλες ινδικές εταιρίες όπως είναι η Oil and Natural Gas Corporation Ltd. (ΟΝGC) και η Indian Oil Corporation Ltd. (IOCL), είτε υπό τη μορφή αργού πετρελαίου, είτε υπό τη μορφή τελικών διυλισμένων προϊόντων, στη διεθνή αγορά σε δολάρια.
Έτσι η Ινδία πληρώνει σε ρουπίες και πληρώνεται σε δολάρια. Ταυτόχρονα σε κάλεσμα προς νέους ξένους επενδυτές στα πλαίσια του «India's Open Network for Digital Commerce», η Ινδική κυβέρνηση κάλεσε τα Αμερικανικά Funds να επενδύσουν στις επιχειρηματικές ευκαιρίες από την ψηφιακή επανάσταση της χώρας. Και φυσικά στην Ινδία περιμένουν οι επενδύσεις αυτές, να γίνουν σε δολάρια και όχι σε ρούβλια και ρουπίες.
Στην Κίνα τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα. Η Κίνα πράγματι καταβάλει προς τη Ρωσική πλευρά, για τις εισαγωγές φυσικού αερίου, ρούβλια και γουάν, όπως επιθυμεί το Κρεμλίνο. Όμως με δεδομένο ότι οι ανάγκες της κινεζικής οικονομίας σε φυσικό αέριο, έχουν μειωθεί μέσα στο 2022 κατά 20% λόγω των συνεχόμενων και παρατεταμένων lockdown από την επανάκαμψη του covid, έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό απόθεμα προς προσφορά.
Έτσι οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες όπως είναι η Sinopec και η PetroChina, διοχετεύουν το πλεονάζον φυσικό αέριο υπό τη μορφή LNG, στο εξωτερικό. Και φυσικά οι πωλήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε δολάρια. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τα φορτία του LNG, δηλαδή του υγροποιημένου αερίου, μεταφέρονται στην αγορά της Ευρώπης. Αναπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο, μέρος του φυσικού αερίου, που λείπει από την ευρωπαϊκή αγορά, λόγω των ενεργειακών εκβιασμών της Μόσχας.
Επομένως μπορεί η Ρωσία στη στρατηγική της προσπάθεια για την παγκόσμια αποδολαριοποίηση να έχει βρεθεί στην τρίτη θέση παγκοσμίως, στη χρήση γουάν για εμπορικούς σκοπούς, μετά από το Χονγκ Κονγκ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όμως ταυτόχρονα πυροβολεί τα πόδια της.
Διότι αφ’ ενός, μεγάλο μέρος των Ρωσικών εξαγωγών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο καταλήγει εμμέσως μέσω Ινδίας και Κίνας στις ευρωπαϊκές αγορές και αφ’ ετέρου, η Κίνα και η Ινδία εγγράφουν στις εισπράξεις τους από την πώληση των «Ρωσικής» προέλευσης υδρογονανθράκων αυτών, αμερικανικά δολάρια.