Στο τέλος μίας ακόμα εντυπωσιακής, αν μη τι άλλο, χρονιάς οδεύουν τα παγκόσμια χρηματιστήρια και φυσικά το ενδιαφέρον σχεδόν μονοπωλεί η Wall Street, καθώς η αμερικανική αγορά είναι αυτή που συνήθως δίνει το… σύνθημα μίας ανόδου ή μίας πτώσης. Το 2024 ήταν πραγματικά ένα ιστορικό έτος για πολλούς και διάφορους λόγους. Για τον S&P 500 δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο κορυφαίος χρηματιστηριακός δείκτης έκλεισε την Παρασκευή πάνω από τις 6.000 μονάδες (6.032,38) για δεύτερη φορά, ενώ μετράει ήδη 53 νέα ιστορικά υψηλά φέτος και ακόμη έχει δρόμο.
Το γεγονός ότι σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες του κόσμου έχουν καταγράψει ετήσιες αποδόσεις έως και άνω του 30% το 2023 και το 2024, είναι αλήθεια ότι έχει δημιουργήσει την πλάνη ότι κυρίως η Wall είναι άτρωτη. Κι όμως, οι εστίες αβεβαιότητας όχι μόνο δεν έχουν μειωθεί, αλλά οι συνθήκες για ορισμένες από αυτές – όπως οι γεωπολιτικές ανησυχίες - έχουν επιδεινωθεί τόσο που αγγίζουν τα όρια παγκόσμιου συναγερμού.
Οι αγορές, λοιπόν, δείχνουν μία «ανοσία» στις αβεβαιότητες και οι μεγάλες πτώσεις έρχονται μόνο όταν το… κακό έχει συμβεί. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όπως στις αρχές του περασμένου Αυγούστου, όταν τα στοιχεία για την απασχόληση στις ΗΠΑ πυροδότησαν ένα ντόμινο ανησυχιών, σύμφωνα με τις οποίες η Fed είχε διατηρήσει τα επιτόκια ψηλά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα η αμερικανική οικονομία να απειλείται με ύφεση.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Αναμφίβολα, κρίσιμο καταλύτη για τις αγορές αποτελεί η μεγάλη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ εκτιμάται, ότι θα εφαρμόσει φιλικές για τα χρηματιστήρια πολιτικές, οι οποίες μάλιστα φαίνεται ότι αντισταθμίζουν πλήρως κάθε ανησυχία για τους υψηλούς δασμούς που υπόσχεται. Ένας άλλος πολύ σημαντικός καταλύτης είναι το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τις μετοχές των εταιρειών που πρωταγωνιστούν στη νέα βιομηχανική επανάσταση, που συντελείται.
Τεχνητή Νοημοσύνη και… Τραμπ θα μπορούσαν να συντηρήσουν το ράλι στις αγορές τουλάχιστον για το σύνολο του 2025, σε ένα σενάριο που αν επιβεβαιωθεί, οι παγκόσμιοι δείκτες θα φτάσουν σε υψηλά που δεν θα μπορούσαν να έχουν φανταστεί πριν λίγα χρόνια.
Υπάρχουν, βέβαια, και τρεις μεγάλοι κίνδυνοι. Ναι, είναι αλήθεια ότι έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στους συγκεκριμένους κινδύνους κατά τη διάρκεια του 2024 και είναι επίσης αλήθεια, ότι οι αγορές έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τους φόβους τους κάθε φορά που ένας από αυτούς τους κινδύνους πλησιάζει απειλητικά. Όμως αναλυτές της Deutsche Bank πιστεύουν ότι στο σημείο, που έχει φτάσει τόσο η Wall όσο και η αμερικανική οικονομία, η απειλή από τους εν λόγω κινδύνους είναι πολύ μεγαλύτερη και οι «αντιστάσεις» των αγορών είναι πολύ πιθανό να αποδειχθούν ανεπαρκείς.
Ο πρώτος μεγάλος κίνδυνος είναι ο γεωπολιτικός. Οι αναφορές του Βλάντιμιρ Πούτιν στο ενδεχόμενο χρήσης όπλων για πρώτη φορά, που θα πλήξουν τα κέντρα αποφάσεων στο Κίεβο, οι φόβοι ακόμη και για χρήση πυρηνικών και οι προετοιμασίες ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία και η Μ. Βρετανία για γενικευμένο πόλεμο, αλλάζουν τα δεδομένα. Μέχρι και σχέδιο της Γερμανίας για το σενάριο Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου είδε το φως της δημοσιότητας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο DAX σημείωσε πτώση 2% με το που κλιμακώθηκε η ένταση στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.
Ταυτόχρονα, μπορεί Ισραήλ και Χεζμπολάχ να συμφώνησαν στην κατάπαυση του πυρός στον Λίβανο, ωστόσο το μέτωπο στη Γάζα παραμένει και η κατάσταση δύσκολα μπορεί να οδηγηθεί σε αποκλιμάκωση. Η Deutsche Bank υπενθυμίζει ότι η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή τον περασμένο Απρίλιο έστειλε την τιμή του Brent στα 92 δολάρια, τον S&P 500 σε πτώση 5,5% και τα spread των αμερικανικών ομολόγων υψηλών αποδόσεων σε άνοδο κατά 37 μονάδες βάσης.
Ο δεύτερος μεγάλος κίνδυνος είναι ο οικονομικός. Μπορεί η αμερικανική οικονομία να απέφυγε την ύφεση αλλά το κλίμα δεν θέλει και πολύ για να αλλάξει. Θα επαναλάβουμε ότι το τελευταίο sell-off σημειώθηκε τον Αύγουστο εξαιτίας των ανησυχιών για την οικονομία των ΗΠΑ, με… βοήθεια βέβαια και από την αντιστροφή του carry trade στο γεν μετά την απόφαση της Bank of Japan να αυξήσει τα επιτόκια. Η Deutsche Bank τονίζει ότι τα risk assets, όπως οι μετοχές, ξεπέρασαν τους κινδύνους το 2024 και λόγω των χαμηλών προσδοκιών. Τώρα που ο πύχης της ανάπτυξης έχει τεθεί υψηλότερα, πιθανή απογοήτευση από το μέτωπο της οικονομίας μπορεί να προκαλέσει sell-off.
Τέλος, θα ήταν μεγάλο λάθος οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι πολιτικοί να πιστέψουν ότι η μάχη με τον πληθωρισμό κερδήθηκε. Και μόνο η κρίση της ακρίβειας, που βιώνουν όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες αρκεί για να διογκώσει ακόμη και τη μικρότερη επιδείνωση του κλίματος. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ παραμένει πάνω από τον στόχο του 2%, που θέτει η Fed και οι αναλυτές της Deutsche Bank προβλέπουν ότι τόσο ο γενικός δείκτης πληθωρισμού όσο και ο δομικός πληθωρισμός (που εξαιρεί τις πιο ευμετάβλητες τιμές, όπως των τροφίμων και της ενέργειας) θα συνεχίσουν να βρίσκονται πάνω από το 2% για το σύνολο του 2025 και του 2026. Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, τότε η αμερικανική οικονομία θα έχει βιώσει μία πενταετία με υψηλό πληθωρισμό και για όλους αυτούς τους λόγους οι επενδυτές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί.