Οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας στην ευρωζώνη έχουν αυξηθεί σε υψηλό οκταετίας, όπως αποτυπώνει ο δείκτης ICE της BofA και η φετινή τους άνοδος σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλέον εταιρικά ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις, ενώ πέρυσι υπήρχαν σχεδόν 900 δισ. ευρώ εταιρικών χρεογράφων με αρνητική απόδοση.
Η μέση απόδοση στον δείκτη ICE εταιρικών ομολόγων της ευρωζώνης ανέβηκε στο 1,992% πρόσφατα, επίπεδο που είναι το υψηλότερο από τον Ιανουάριο του 2014 και πάνω από την κορυφή πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας στις αρχές του 2020. Η απόδοση έχει τετραπλασιαστεί από το 0,50% στο ξεκίνημα της φετινής χρονιάς, καθώς η στροφή των κεντρικών τραπεζών προς πιο συσταλτική πολιτική ώθησε τα επιτόκια σημαντικά υψηλότερα.
Η άνοδος των επιτοκίων εξαφάνισε το σύννεφο των αρνητικών αποδόσεων στα εταιρικά ομόλογα που πέρυσι συνολικά είχαν φτάσει σχεδόν στα 900 δισ. ευρώ με αρνητικό πρόσημο, σύμφωνα με τη BofA.
Η πίεση στα εταιρικά ομόλογα της ευρωζώνης ξεκίνησε τον Φεβρουάριο όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άνοιξε τον ασκό για υψηλότερο κόστος χρήματος φέτος και εντάθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν συγκριτικά μεγαλύτερο κίνδυνο.
Την Παρασκευή η χρηματαγορά τιμολογούσε αυξήσεις επιτοκίων πάνω από 90 μονάδες βάσης από την ΕΚΤ στο υπόλοιπο της φετινής χρονιάς. Η άνοδος των επιτοκίων και η αύξηση της μεταβλητότητας οδήγησαν σε σημαντική μείωση των εκδόσεων εταιρικού χρέους φέτος. Μόνο 93 δισ. ευρώ ομόλογα έχουν εκδοθεί σε ευρώ και στερλίνες από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μέχρι στιγμής φέτος, το χαμηλότερο ποσό από το 2017.
Κατακόρυφη πτώση έχουν σημειώσει και οι εκδόσεις χρέους με απόδοση κάτω από το μηδέν φέτος, παράλληλα με την άνοδο των επιτοκίων και τη σημαντική πτώση παγκοσμίως στον όγκο ομολόγων με αρνητική απόδοση.
Ένα ομόλογο με αρνητική απόδοση σημαίνει ότι ο αγοραστής όχι μόνο δανείζει χρήμα, αλλά επίσης πληρώνει τον δανειζόμενο για να το δανείσει αν κρατήσει το ομόλογο μέχρι τη λήξη. Η πτώση του όγκου των χρεογράφων με αρνητική απόδοση σημαίνει αυξανόμενο κόστος δανεισμού για πολλές κυβερνήσεις.
Στα κοινοπρακτικά δάνεια, μόνο $19,8 δισ. ομολόγων με αρνητική απόδοση εκδόθηκαν το πρώτο τετράμηνο του 2022 σε σύγκριση με 182 δισ. δολάρια την ίδια περίοδο πέρυσι, σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic.
Η Γερμανία, ο εκδότης αναφοράς στην ευρωζώνη, δημοπράτησε 79 δισ. ευρώ χρέους με αρνητική απόδοση, ποσό που αντιστοιχεί στο 72% του όγκου των φετινών εκδόσεων. Την ίδια περίοδο πέρυσι είχε εκδώσει 114 δισ. ευρώ χρέους με αρνητική απόδοση ή 95% του συνόλου των εκδόσεων. Λόγω των αρνητικών αποδόσεων, η Γερμανία κέρδισε 5,85 δισ. ευρώ το 2021 και πάνω από 7 δισ. ευρώ το 2020, δηλαδή εισέπραξε τα ποσά αυτά ως πληρωμή από τους δανειστές της.
Η Ισπανία που για πρώτη φορά το μέσο κόστος δανεισμού της έπεσε κάτω από το 0% το 2021, εισέπραξε γύρω στα 100 εκατ. ευρώ με μέσο κόστος δανεισμού στο -0,04%.
Η συρρίκνωση των εκδόσεων με αρνητική απόδοση φέτος είναι αποτέλεσμα της ανόδου των επιτοκίων, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό που έχει αυξηθεί σε υψηλά δεκαετιών.
Παγκοσμίως, η λίμνη ομολόγων με αρνητική απόδοση στέρεψε κάτω από το επίπεδο των $3 τρισ. τον Μάρτιο για πρώτη φορά από το 2015 αφού είχε φουσκώσει στα $18 τρισ. το 2020, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Deutsche Bank.
Η απόδοση στο 10ετες ομόλογο της Γερμανίας κοντεύει να φτάσει το 1% από μόλις 0,18% τον Ιανουάριο. Η χρηματαγορά βλέπει την ΕΚΤ να αυξάνει το καταθετικό της επιτόκιο κατά 85 μονάδες βάσης, από το -0,50% φέτος, τερματίζοντας μια σχεδόν οκταετή περίοδο αρνητικών επιτοκίων.