Δεν βιαζόμαστε να μειώσουμε τα επιτόκια, αλλά θα το κάνουμε σύντομα γιατί οι συνθήκες το επιτρέπουν. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα που έστειλε με τις δηλώσεις της η Κριστίν Λαγκάρντ, επιθυμώντας:
α) να ικανοποιήσει τις αγορές, αυξάνοντας σημαντικά την πιθανότητα μείωσης των επιτοκίων κατά 0,25% στη συνεδρίαση του Ιουνίου ή το αργότερο του Ιουλίου και
β) να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ «γερακιών» και περιστεριών».
Μάλλον κατάφερε και τα δύο, αν κρίνουμε από την ανοδική αντίδραση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, τα οποία κατέγραψαν κέρδη άνω του 1% μετά το «άνοιγμα» της Λαγκάρντ. Ουσιαστικά, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα περιμένει έως τα τέλη Μαΐου να διασφαλίσει ότι έχει ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος αναθέρμανσης του πληθωρισμού και μετά θα προχωρήσει σε συνολικές μειώσεις της τάξης του 0,75% φέτος, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία στην πορεία θα είναι ευνοϊκά. Η πρώτη θα γίνει το καλοκαίρι, η δεύτερη τον Σεπτέμβριο και η τρίτη τον Δεκέμβριο.
Λίγες ώρες αφού μας ενημέρωσε ο Τζέι Πάουελ ότι η Fed δεν είναι έτοιμη να προχωρήσει σε μειώσεις επιτοκίων, ήρθε η Λαγκάρντ να μας πει ότι η ΕΚΤ… ετοιμάζεται. «Μόλις αρχίσαμε να συζητούμε την αλλαγή πολιτικής», δήλωσε η Γαλλίδα, που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η ΕΚΤ θα κινηθεί πριν από τη Fed, επιβεβαιώνοντας το ρεπορτάζ του liberal.
Όσο για τις διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ, τα «γεράκια» με πρωτοστάτες τον Αυστριακό Χόλτσμαν και τον Γερμανό Νάγκελ, είναι πολύ πιθανό να ξεμείνουν σύντομα από δικαιολογίες και να αναγκαστούν από τις οικονομικές συνθήκες να συμφωνήσουν στο να ενεργοποιηθεί το «ψαλίδι». Εξάλλου, η ταχύτερη των προσδοκιών εξασθένηση του πληθωρισμού και οι νέες προβλέψεις των οικονομολόγων της ΕΚΤ, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια καθυστερήσεων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις προβλέψεις, οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,3% το 2024, στο 2% το 2025 και στο 1,9% το 2026, επιτρέποντας τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από το καλοκαίρι. Την ίδια ώρα, υποβαθμίζεται η πρόβλεψη για την ανάπτυξη σε 0,6% το 2024, ενώ εκτιμάται ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα ανακάμψει με ρυθμό 1,5% το 2025 και στο 1,6% το 2026. Ταυτόχρονα, βέβαια, η ανεργία είναι στο χαμηλότερο επίπεδο της εποχής του ευρώ, κάτι που θα μπορούσε να αναθερμάνει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Με φόντο τη στρατηγική που ακολουθεί η ΕΚΤ στα επιτόκια, είναι ξεκάθαρο ότι η Λαγκάρντ δεν είναι… Ντράγκι. Η μεγάλη διαφορά των δύο κεντρικών τραπεζιτών είναι η αντιμετώπιση των αγορών. Ο Ιταλός κατάφερε να κάνει τις αγορές να τρέχουν πίσω από την ΕΚΤ και με το περίφημο «whatever it takes» σταμάτησε την κατρακύλα των κρατικών ομολόγων της περιφέρειας, σώζοντας στην ουσία στο ευρώ.
Η Γαλλίδα από την πλευρά της, έχει μία περίεργη θα λέγαμε σχέση με τον κόσμο των αγορών. Άλλες φορές δείχνει να τις ακολουθεί και στην παρούσα συγκυρία φαίνεται να τις μπερδεύει τις περισσότερες φορές, ακόμα και να τις κοντράρει, δίνοντας πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις ισορροπίες μεταξύ γερακιών και περιστεριών.
Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, μοιάζει μονόδρομος η μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% μέσα στο καλοκαίρι. Η κυρίαρχη εκτίμηση αναφέρει ότι η ΕΚΤ θα κάνει… το χατίρι των αγορών τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο θα αξιολογήσει εκ νέου τα δεδομένα. Τα στοιχεία για τον δείκτη τιμών καταναλωτή δείχνουν ότι ο πληθωρισμός των υπηρεσιών παραμένει υψηλός, ενώ ο δομικός πληθωρισμός μπορεί να «κολλήσει» στα τρέχοντα επίπεδα για αρκετούς μήνες έως το φθινόπωρο.
Το επόμενο σημαντικό ερώτημα για τις αγορές είναι «πόσο θα μειωθούν συνολικά τα επιτόκια έως το τέλος του έτους»; Την απάντηση θα δώσει και πάλι ο πληθωρισμός, σε συνάρτηση πάντα με το κατά πόσο η Ευρωζώνη θα κινδυνεύει με ύφεση ή θα εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης. Με δεδομένο, επίσης, ότι τα «γεράκια» ασκούν πιέσεις για σταδιακές και όχι επιθετικές μειώσεις, από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο μπορούν να γίνουν έως 5 μειώσεις των 25 μονάδων βάσης, ήτοι συνολική μείωση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο 2,50% από 4% σήμερα.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα συνεδριάσει για να λάβει αποφάσεις νομισματικής πολιτικής πέντε φορές: στις 6 Ιουνίου, στις 18 Ιουλίου, στις 12 Σεπτεμβρίου, στις 17 Οκτωβρίου και στις 12 Δεκεμβρίου. Το πιθανότερο όμως σενάριο θέλει μία πιο συντηρητική προσέγγιση που περιλαμβάνει τρεις μειώσεις που συνολικά θα ρίξουν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 3,25% στο τέλος του 2024.