Ίσως και να μην υπάρχει πιο ανακριβής και πιο επικίνδυνη χρηματιστηριακή ρήση, από εκείνη που υποστηρίζει ότι «αυτήν τη φορά θα είναι όλα διαφορετικά». Και αυτό, διότι μπορεί τα περισσότερα πράγματα να αλλάζουν κατά τη διάρκεια των χρηματιστηριακών κύκλων, όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που παραμένουν αναλλοίωτα.
Τι αλλάζουν; Αλλάζουν οι συνθήκες, το μακροοικονομικό περιβάλλον, τα επενδυτικά προϊόντα, τα χρηματιστηριακά εργαλεία, ο τρόπος των συναλλαγών και της εκκαθάρισης, οι χρηματιστηριακοί παίκτες, οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές και άλλα πολλά.
Τι παραμένει αναλλοίωτο; Το πρώτο πράγμα που παραμένει αναλλοίωτο στις αγορές, είναι ο κύκλος των συναισθημάτων των επενδυτών. Και το δεύτερο, είναι η κλασσική αλληλουχία των γεγονότων, που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, με την ίδια θρησκευτική ευλάβεια.
Η διακύμανση των συναισθημάτων των επενδυτών σε σχέση με τις εναλλαγές της πορείας των χρηματιστηρίων, είναι αυτό που λέμε «χαραγμένη στη πέτρα». Η αισιοδοξία των επενδυτών δίνει τη θέση της στον ενθουσιασμό, στην ευφορία στην απληστία, στην ανησυχία, στην άρνηση, στον φόβο, στην απόγνωση, στον πανικό, στην μετάνοια, στη απελπισία, στην ελπίδα, στην ανακούφιση στον αισιοδοξία και πάμε πάλι από την αρχή. Μέσα από αυτόν τον κύκλο, μπορεί εύκολα να διακρίνει ο έμπειρος επενδυτής, το σημείο της ανάληψης της μέγιστης επενδυτικής ευκαιρίας και του μέγιστου επενδυτικού ρίσκου. Αλλά και ο πλέον άπειρος επενδυτής, αν διδαχθεί από τα λάθη των άλλων, που είναι και η πλέον ασφαλής μέθοδος εκμάθησης, μπορεί να βρει πότε είναι οι εποχές για αγορές και πότε οι εποχές για ρευστοποιήσεις. Με δυο λόγια, η παλέτα με τα συναισθήματα των επενδυτών, θα μπορούσε να παρομοιάζεται με την κίνηση ενός εκκρεμούς ανάμεσα στον φόβο και στην απληστία.
Όσον αφορά την κλασική αλληλουχία των γεγονότων, ας ανατρέξουμε λίγο στη δική μας φούσκα του 1999 και ας αναζητήσουμε τα βασικά χρηματιστηριακά χαρακτηριστικά της.
Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε από την μεγαλύτερη είσοδο εταιρειών στα χρηματιστήριο μέσω δημοσίων εγγραφών, αλλά και αγορών εταιρειών κελυφών. Όλες αυτές οι εισαγωγές, εξαγορές και συγχωνεύσεις πραγματοποιούντο σε υψηλότατες τιμές, που ουδεμία σχέση είχαν με τις κλασικές μεθοδολογίες αποτίμησης που όλοι γνωρίζουμε. Και όλοι οι επενδυτές έτρεχαν να αγοράσουν μετοχές πριν εισαχθούν στο χρηματιστήριο ή να προεγγραφούν αντικαθιστώντας τα μετρητά με εγγυητικές επιστολές.
Ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό της φούσκας του 1999, ήταν το περίφημο split των μετοχών. Οι μετοχές έσπαγαν στα δυο, στα τέσσερα ακόμα και στα δέκα, λόγω αναπροσαρμογής των παγίων στοιχείων, λόγω κεφαλαιοποίησης των αποθεματικών ή λόγω μείωσης της ονομαστικής τιμής των μετοχών. Και έτσι οι επενδυτές λάμβαναν «δωρεάν» μετοχές, οι οποίες συνέχιζαν να καλπάζουν και το πάρτι συνεχίζονταν με τις τιμές των μετοχών να «ελαφραίνουν» και να γίνονται κομφετί.
Οι επενδυτές εστίαζαν σε πολύ συγκεκριμένους κλάδους, όπως ήταν τότε για παράδειγμα οι εκδόσεις και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως ο ΔΟΛ, το Αlter και άλλα, δίνοντας τους μυθικές αποτιμήσεις, πέρα από κάθε όριο της φαντασίας μας.
Το χρηματιστήριο ήταν γεμάτο από σενάρια για εξαγορές και συγχωνεύσεις, που κάποια εκ των οποίων λάμβαναν σάρκα και οστά και κάποια άλλα – τα περισσότερα - αποτελούσαν προϊόντα φαντασίας και κερδοσκοπίας με κλασικό παράδειγμα αυτό της δήθεν εξαγοράς της ιταλικής εταιρείας ενδυμάτων Benetton, από την Fanco.
Πάμε στη Νέα Υόρκη του 2020. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά τα Χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης παρουσιάζουν μια εικόνα που μοιάζει αρκετά με την αντίστοιχη του Χρηματιστηρίου Αθηνών το 1999.
Οι είσοδοι εταιρειών στα χρηματιστήρια έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και πραγματοποιούνται ή μέσω δημοσίων εγγραφών τύπου IPOs ή μέσω εξαγορών τύπου SPACs. Οι αποτιμήσεις αυτών των εταιρειών και κυρίως των λεγόμενων Μονόκερων, βρίσκονται σε δυσθεώρητα επίπεδα, με τους πολλαπλασιαστές τους και τους δείκτες τους, να προσμετρούν μόνο την αύξηση του κύκλου εργασιών τους και όχι και την αμφίβολη κερδοφορία τους.
Οι επενδυτές εστιάζουν κυρίως σε δυο κλάδους. Σε αυτόν των φαρμακευτικών εταιρειών και σε αυτόν της ψηφιακής τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται με εντελώς στρεβλή εικόνα της αγοράς. Η συμμετοχή εταιρειών όπως είναι η Amazon, η Apple, η Google, η Facebook, η Netflix και η Microsoft, υπερβαίνει σε αξία το 50% του δείκτη του Nasdaq. Αυτό από μόνο του, δημιουργεί μια δυσαρμονία σε σχέση με την πορεία των υπολοίπων μετοχών.
Τα splits των μετοχών, που για πολλά χρόνια αποτελούσαν θέμα ταμπού και ήταν έξω από τη κυρίαρχη πρακτική των εισηγμένων εταιρειών στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιούνται βροχηδόν άνευ λόγου και αιτίας στις περισσότερες εταιρείες, για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους.
Παρ΄ όλο, που η Αθήνα του 1999 και η Νέα Υόρκη του 2020, έχουν ορισμένα κοινά βασικά χαρακτηριστικά, έχουν μια τεράστια διαφορά. Και αυτή συνίσταται στο γεγονός, ότι το 1999 στην Αθήνα οι επενδυτές αντί να τοποθετούν τα δικά τους κεφάλαια στις μετοχές, έκαναν χρήση του λεγόμενου «αέρα», ενώ στη Νέα Υόρκη τοποθετούνται λιμνάζοντα κεφάλαια σχεδόν μηδενικού κόστους που διψούν για αποδόσεις. Άλλωστε είναι αυτή η υπερβολική ρευστότητα που έχει ωθήσει τα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης σε αυτό το υπερδωδεκαετές ράλι.
Οι χρηματιστηριακές ιστορίες πάντα επαναλαμβάνονται. Μπορεί όχι πάντα με το ίδιο τελετουργικό, αλλά σίγουρα με τα ίδια αποτελέσματα.
*Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.