Την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου έχει προγραμματιστεί ο πλειστηριασμός για το ακίνητο της οδού Γουέμπστερ κάτω από την Ακρόπολη, σε τιμή έκπληξη! Το θρυλικό ατελιέ και η ιστορία του, με τις εμβληματικές «Καθαροδευτέρες» όπου έδινε το «παρών» όλη η καλλιτεχνική Αθήνα, σώζει στη συλλογική μνήμη έναν κορυφαίο εκπρόσωπο της γενιάς του ’30.
Στο έργο του ύμνησε την παλιά, αστική Αθήνα. Ο Σπύρος Βασιλείου, ο μπάρμπα - Σπύρος όπως έμεινε κοσμαγάπητος, μπόρεσε να κλείσει μια εποχή στη ζωγραφική του. Η νοσταλγία για αυτό που φεύγει έγινε πράξη αισθητική και η παλιά σιδερένια σκάλα, το ακροκέραμο ή το νεοκλασικό γκρεμίδι απέκτησαν με την υπογραφή του υπόσταση στη νεοελληνική τέχνη. Για τον σπουδαίο καλλιτέχνη, ζωή και ζωγραφική πράξη συντονίζονταν σε μία αδιαίρετη πορεία όπως μαρτυρούσε το σπίτι – εργαστήριό του στην ποδιά της Ακρόπολης. Το περίφημο ατελιέ στην οδό Γουέμπστερ 5 γνώρισε κάποτε μεγάλες δόξες, καθώς περνούσαν από εκεί μορφές από την καλλιτεχνική σκηνή της πρωτεύουσας. Οι νεότεροι το γνωρίσαμε ως μουσείο με εκπαιδευτικές δράσεις για τη ζωγραφική του καλλιτέχνη κι άλλων μεγάλων της γενιάς του ’30. Δυστυχώς, το ίδρυμα χτυπήθηκε από την οικονομική κρίση και σήμερα γράφεται ο επίλογος για το εργαστήριο που γέννησε τα έργα του δημιουργού. Την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου έχει προγραμματιστεί ο πλειστηριασμός για το ιστορικό ακίνητο, με τιμή εκκίνησης 533.681 ευρώ.
Με καινούργια φρεσκοβαμμένη πρόσοψη, «πρόκειται για τυπική παλαιά τριώροφη οικοδομή κατοικιών της Αθήνας» αναφέρεται στην έκθεση του πλειστηριασμού όπου «το σύνολο της οικοδομής είναι σε πολύ καλή κατάσταση και επαρκώς συντηρημένο». Συγκεκριμένα, έχει συνολική επιφάνεια 229,54 τ,μ. και αποτελείται από τον πρώτο όροφο, επιφάνειας 117,34 τ.μ., από χολ, όπου και η κλίμακα ανόδου προς τον β΄ όροφο, 4 δωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Στον δεύτερο όροφο, επιφάνειας 112,20 τ.μ. από ένα δωμάτιο, έναν ενιαίο χώρο χαρακτηριζόμενο ως πατάρι, κουζίνα και λουτρό.
Τελευταία φορά που το μουσείο Σπύρου Βασιλείου δέχτηκε κόσμο, ήταν στα τέλη Φεβρουαρίου του 2016. Έκλεισε τις πόρτες του στο κοινό, όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει το 2004: γιορτάζοντας τα Κούλουμα του μπάρμπα Σπύρου, για τα οποία μιλούσε όλη η Αθήνα. Όταν ζούσε ο ζωγράφος («έφυγε» το 1985 σε ηλικία 82 χρόνων) περνούσε από το φιλόξενο σπίτι της οδού Γουέμπστερ, κόσμος από τον χώρο της τέχνης, αλλά και της πολιτικής, για να γιορτάσουν την Καθαροδευτέρα με θέα την Ακρόπολη.
Ο Σπύρος Βασιλείου ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε γόνιμα τα βυζαντινά εκφραστικά μέσα στην υπηρεσία του λαϊκού στοιχείου. Δημιούργησε καθημερινά μοτίβα, όπως ο κόσμος του Μοναστηρακίου για να εκφράσει την ηθογραφία της εποχής με αληθινό παλμό, χρώμα αρμονικό και σίγουρο σχέδιο. «Τώρα που η κατεδάφιση της Αθήνας έσβησε το ευαίσθητο φεστόνι από τον αττικό ουρανό, όλοι τρέχουν όταν αρχίσει άλλο ένα γκρέμισμα ν΄ αγοράσουν κανένα ακροκέραμο, μια σιδεριά, ένα φουρούσι. Το ταπεινό κεραμεικό ανθέμιο πάει να γίνει σύμβολο της χαμένης αθηναϊκής ευαισθησίας», έγραφε στο αυτοβιογραφικό κείμενο «Φώτα και Σκιές». Ο ζωγράφος κινήθηκε πάνω στον άξονα του αιτήματος της επιστροφής στις ρίζες της ελληνικής τέχνης, προκειμένου να συναντήσει τάσεις των κινημάτων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τον τρόπο που προσλαμβάνονταν από την καλλιτεχνική ζωή στην Αθήνα. Τα έργα του, τα οποία απεικονίζουν το φυσικό και αστικό τοπίο καθώς και σκηνές της κοινωνικής ζωής, προσεγγίζουν και περιγράφουν την καθημερινότητα με λυρική και ονειρική διάθεση συνδυάζοντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και την παράδοση με τον νεωτερισμό. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος κατά τον οποίο στη ζωγραφική του αποτυπώνεται η εξέλιξη του αθηναϊκού τοπίου από τη μεσοπολεμική περίοδο στις δεκαετίες της αντιπαροχής.
Ο ίδιος γεννήθηκε στο Γαλαξίδι (1903) αλλά από το ιστορικό κέντρο ήταν η αγαπημένη γυναίκα του Κική, η οποία είχε γεννηθεί το 1917 στις παρυφές της Ακρόπολης και εκεί ζήσανε μαζί με τον Σπύρο (πρώτα στο νούμερο 6 και μετά στο 5) της οδού Γουέμπστερ. Είχαν παντρευτεί τον Απρίλη του 1941, την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Στα χρόνια της Κατοχής το χαρακτικό του έργο θα σημαδέψει την τέχνη της Αντίστασης. Εκτός από τα παράνομα έντυπα, εικονογραφεί ποιητικά και λογοτεχνικά κείμενα, εκδίδει χειρόγραφα βιβλία και πλήθος λιθογραφιών.
Μετά τον Εμφύλιο γίνεται μέλος της ομάδας «Στάθμη» (1949), συνδέεται στενά με τη διανόηση της γενιάς του ’30 και με προσωπικότητες από όλο το φάσμα των τεχνών. Η ζωγραφική του (τοπία, πορτρέτα, καθημερινές σκηνές και συνθέσεις με έντονα ελληνικό χρώμα) εμπνέεται άλλοτε από μορφές της λαϊκής παράδοσης, άλλοτε από ευρωπαϊκά πρότυπα και καταγράφει χαρακτηριστικές πλευρές της νεοελληνικής ζωής με γλαφυρότητα και ζωντάνια. Το ποιητικό και ταυτόχρονα οικείο ύφος του, με διακριτικά δάνεια από τον σουρεαλισμό ή την ποπ αρτ, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές.
Η πληθωρική του δραστηριότητα περιλαμβάνει ακόμα τη διδασκαλία σε διάφορες σχολές και σημαντικές συνεργασίες με δημόσιους και ιδιωτικούς καλλιτεχνικούς φορείς. Το 1960 τιμήθηκε με το βραβείο Guggenheim από το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Τέχνης (AICA). Παρουσίασε το έργο του σε δεκάδες ατομικές εκθέσεις και πάρα πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετείχε στη Μπιενάλε της Βενετίας (1964) και σε άλλες διεθνείς διοργανώσεις. Δύο αναδρομικές του εκθέσεις οργανώθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη (1975 και 1983) και το 2010 εκτέθηκε αναδρομικά το σκηνογραφικό του έργο στο Μουσείο Μπενάκη.
Η τιμή του ακινήτου φαίνεται δελεαστική τόσο για την τοποθεσία – απέναντι από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού – όσο και για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Ωστόσο, συνοδεύεται από «βάρη» με προσημειώσεις και υποθήκες που εκκρεμούν σε τράπεζες και Δημόσιο.