Τα μέταλλα και τα εμπορεύματα ξεφεύγουν από την σφιχτή αγκαλιά της Κίνας

Τα μέταλλα και τα εμπορεύματα ξεφεύγουν από την σφιχτή αγκαλιά της Κίνας

Από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, έχουμε μάθει πως οι τιμές των περισσότερων μετάλλων, πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ανάλογα με την κατάσταση της κινεζικής οικονομίας και τις διαθέσεις των κινεζικών αρχών.

Η δυναμική εμφάνιση της Κίνας στη διεθνή οικονομία, η σταδιακή μεταφορά της παραγωγικής βάσης των περισσότερων δυτικών εταιρειών στο κινεζικό έδαφος και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της, είχαν σαν φυσική συνέπεια την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της παγκόσμιας ζήτησης για βιομηχανικά μέταλλα, ενεργειακές πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα, από την Κίνα. Αυτή η εξάρτηση έγινε ακόμα πιο μεγάλη λόγω της σχετικής στασιμότητας των δυτικών οικονομιών και του πολύ χαμηλού επιπέδου νέων επενδύσεων σε έργα υποδομής, στις περισσότερες δυτικές χώρες.

Η περσινή ανάκαμψη της τιμής όλων σχεδόν των βιομηχανικών μετάλλων, των ενεργειακών πρώτων υλών, ακόμα και των αγροτικών προϊόντων, δικαίως αποδόθηκε στην Κίνα και τη γρήγορη επιστροφή της οικονομίας της σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, μετά τους εφιαλτικούς πρώτους μήνες του 2020. Φαίνεται λογικό να υποθέσει κάποιος πως η συνέχιση της ανόδου των τιμών και τους πρώτους μήνες του 2021 οφείλεται και πάλι στη ζήτηση από τη μεγάλη Ασιατική δύναμη. Οι ίδιοι οι Κινέζοι φαίνεται πως το πιστεύουν, ή μάλλον πιστεύουν πως η μεγάλη άνοδος των τιμών και τα ιστορικά υψηλά που σημειώνουν πολλά προϊόντα, κυρίως μέταλλα, οφείλεται στον συνδυασμό της δικής τους ζήτησης με τις κερδοσκοπικές διαθέσεις των αγορών. Έτσι, εδώ και μερικές εβδομάδες έχουν αρχίσει μία προσπάθεια να αποθερμάνουν τις αγορές εμπορευμάτων και να ρίξουν τις τιμές. Για να το πετύχουν χρησιμοποιούν δύο παραδοσιακές μεθόδους: τον εκφοβισμό των «κακών κερδοσκόπων» και την προτροπή προς τα εργοστάσια να ρίξουν λίγο τους ρυθμούς τους. Όπως είδαμε όμως πολύ πρόσφατα μέχρι στιγμής οι προσπάθειές τους δεν φαίνεται να στέφονται με επιτυχία.

Η απροθυμία των αγορών να πέσουν όσο θα ήθελαν (ή όσο εμείς νομίζουμε πως θα ήθελαν) οι Κινέζοι, και γενικότερα οι συντονισμένες προσπάθειές τους να ρίξουν τις τιμές των διαφόρων προϊόντων, έχουν προκαλέσει μία διχογνωμία στους χρηματιστηριακούς αναλυτές. Μερικοί εξ’ αυτών πιστεύουν πως αργά ή γρήγορα οι αγορές θα υποκύψουν στις κινεζικές διαθέσεις, ενώ άλλοι θεωρούν πως η Κίνα υπερεκτιμά τις δυνάμεις της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιφυλακτικών αναλυτών είδαμε σε πολύ πρόσφατο άρθρο του Barron’s. Αναλυτής της BCA Research, γνωστής και παλαιάς εταιρείας χρηματιστηριακών και οικονομικών μελετών με έδρα το Μόντρεαλ του Καναδά, υποστήριξε πως οι «ταύροι» των αγορών εμπορευμάτων είναι πολύ πιθανόν να υποστούν σημαντικές ζημιές, καθώς οι τιμές θα πέσουν σημαντικά μετά τις κινεζικές παρεμβάσεις. Ο ίδιος υποστηρίζει πως η ζήτηση για μέταλλα ακόμα εξαρτάται απόλυτα από την Κίνα.

Ειδικά για τον χαλκό, υποστηρίζει πως η ζήτηση για την μετάβαση στην πράσινη οικονομία και την ηλεκτροκίνηση είναι ακόμα πολύ μακριά, άποψη με την οποία συμφωνούν οι συνάδελφοί του στην αμερικανική T.Rowe Price. Παρόμοιες απόψεις εξέφρασαν και Κινέζοι αναλυτές της αγοράς χάλυβα, οι οποίοι πιστεύουν πως οι επενδυτές δεν έχουν καταλάβει ακόμα πόσο σοβαρά θα επιδράσουν οι κινεζικές πρωτοβουλίες πάνω στις αγορές μετάλλων και εμπορευμάτων.

Από την άλλη μεριά, οι πιο γνωστοί αισιόδοξοι αναλυτές των εμπορευματικών αγορών έρχονται από την Goldman Sachs και την Citigroup. Σε πολύ πρόσφατη έκθεσή της, η ομάδα της Goldman Sachs υποστηρίζει πως τα πράγματα έχουν πλέον αλλάξει, και η Κίνα δεν μπορεί να επηρεάσει για πολύ καιρό τις αγορές.

Η βασική της θέση είναι πως, σε αντίθεση με προηγούμενα επεισόδια μεγάλης ανόδου της τιμής των διαφόρων μετάλλων και εμπορευμάτων, αυτή τη φορά η μεγάλη ζήτηση που «κάνει την διαφορά» έρχεται, και θα έρχεται για πολύ καιρό ακόμα, από τον δυτικό κόσμο. Εκτιμούν πως αυτή την εποχή συντελείται μία μεγάλη στροφή στην παγκόσμια οικονομία, καθώς η κινεζική οικονομία είναι πλέον πιο ώριμη και δε χρειάζεται τόσο μεγάλες επενδύσεις, σε αντίθεση με τις δυτικές οικονομίες που, ύστερα από πολλά χρόνια, βγαίνουν από την εποχή της λιτότητας και περνούν στην εποχή της κρατικής ενίσχυσης της οικονομίας και των σχεδόν απαρχαιωμένων υποδομών.

Για τον λόγο αυτό, όχι μόνο πιστεύουν πως η προσπάθεια της Κίνας θα πέσει στο κενό, αλλά εκτιμούν πως η αρνητική αντίδραση των αγορών εμπορευμάτων δίνει στους επενδυτές μία καλή ευκαιρία εισόδου εν όψει της συνέχισης της ανόδου των τιμών τους για πολύ καιρό ακόμα. Παρόμοια είναι η άποψη και της αντίστοιχης ομάδας της Citigroup, η οποία υποστηρίζει πως οι ενέργειες της Κίνας δεν πρόκειται να αλλάξουν το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης για τα περισσότερα εμπορεύματα και ιδίως τα μέταλλα, τονίζοντας πως η ζήτηση υπερβαίνει σαφώς την προσφορά.

Υποστηρικτική των θέσεων της Goldman Sachs και της Citigroup, είναι και η άποψη ενός εκ των πλέον αρμοδίων, του διευθύνοντος συμβούλου της Freeport McMoRan (FCX NYSE), που είναι η μεγαλύτερη, εισηγμένη σε χρηματιστήριο, εταιρεία εξόρυξης χαλκού. Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg την προηγούμενη εβδομάδα, ο Richard Adkerson παραδέχθηκε πως οι κινεζικές παρεμβάσεις μπορεί να επηρεάσουν τις χρηματιστηριακές τιμές του χαλκού, αλλά εκτίμησε πως αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ.

Όπως τόνισε, η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά και αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει σύντομα, καθώς η μεν ζήτηση μεγαλώνει σταθερά και δεν προέρχεται πλέον μόνο από την Κίνα, η δε προσφορά είναι δύσκολο να αυξηθεί. Ακούγοντας και την άποψη του Adkerson, τείνουμε να συμφωνήσουμε με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις των δύο μεγάλων αμερικανικών τραπεζών. Παρατηρώντας δε πως η πολύ έντονη άνοδος των αγορών μετάλλων και εμπορευμάτων ξεκίνησε λίγο μετά την εκλογή του προέδρου Biden, μας έρχεται στο μυαλό μία παράφραση της πασίγνωστης δήλωσης ενός στενού συνεργάτη του πρώην προέδρου των Η.Π.Α Bill Clinton: «it is the western demand, stupid».

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως
τέτοιες.