Σε μια χρονιά που πήγε εξαιρετικά χρηματιστηριακά με συνεχή ρεκόρ στους δείκτες των μεγάλων χρηματιστηρίων, η εικόνα των δημοσίων προσφορών παγκοσμίως για εισαγωγές νέων εταιρειών (IPO) ήταν ικανοποιητική αλλά μοιρασμένη. Από το ετήσιo report της EY για τις δημόσιες προσφορές μετοχών προκύπτει ότι παρά τις γεωπολιτικές αναταράξεις και τις προεκλογικές αβεβαιότητες η μικρή υποχώρηση (-4%) στην άντληση των κεφαλαίων παγκοσμίως σε σχέση με πέρυσι αποδίδεται στη χαμηλότερη ροή κεφαλαίων στις Ασιατικές Αγορές (Ιαπωνία, Κίνα). Αναλυτικότερα:
Στην γεωγραφική ζώνη της Αμερικής (ΗΠΑ, Καναδάς και Μεξικό) είχαμε ισχυρή παραγωγή νέων εκδόσεων με 205 νέες εισαγωγές (σχεδόν το 17% παγκοσμίως) έναντι 150 πέρυσι εμφανίζοντας αύξηση 37%. Σε ό,τι αφορά όμως την άντληση κεφαλαίων η αύξηση διαμορφώνεται στο 45% καθώς οι 205 εταιρείες σήκωσαν 33,1 δισ. δολάρια από τους επενδυτές. Το τέταρτο τρίμηνο ήταν ιδιαιτέρως ισχυρό για την Αμερική με 68 νέες εισαγωγές εταιρείων και αύξηση 113% σε σχέση με πέρυσι το οποίο μεταφράστηκε σε εισροές κεφαλαίων 5,7 δισ. δολαρίων, ακριβώς τα διπλάσια σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο.
Για τις ΗΠΑ παρουσιάζει ενδιαφέρον και το γεγονός ότι το 55% των νέων εταιρειών προήλθε από το εξωτερικό. Προφανώς το καλό κλίμα μετά την εκλογή Τραμπ έχει παίξει το ρόλο του ενώ υπήρξε και επίσπευση κάποιων κινήσεων στην προεκλογική περίοδο προκειμένου οι επιχειρήσεις να εκμεταλευτούν το θετικό momentum των αγορών. Σημαντικό κίνητρο για τις επιχειρήσεις ήταν και οι υψηλοί δείκτες αποτίμησης που δημιουργούσαν άνεση στην διαμόρφωση των τιμών με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον S&P-500 (PE:28x) και τον δείκτη του Ινδικού Χρηματιστηρίου BSE Sensex (PE:23.2x)
Η Ασία ως σύνολο επηρεάστηκε από την Κίνα η οποία είχε τη μικρότερη δραστηριότητα νέων εισαγωγών εταιρειών στα χρηματιστήριά της κατά την τελευταία δεκαετία, εμφανίζοντας πτώση 35% στον αριθμό των νέων εισαγωγών (488 έναντι 755 το 2023) ενώ και τα κεφάλαια που αντλήθηκαν είναι μειωμένα κατά 51% στα 34,9 δισ. δολάρια έναντι 70,8 δισ. πέρυσι. Μεγάλος νικητής την περυσινή χρονιά ήταν οι αναδυόμενες αγορές με αύξηση 17% στις νέες εισαγωγές (522 νέες εταιρείες) και 64% στην άντληση κεφαλαίων φθάνοντας τα 53,2 δισ. δολάρια. Η νίκη των αναδυόμενων οφείλεται στην ισχυρή ανάπτυξη που παρουσίασε το χρηματιστήριο της Ινδίας το οποίο εμφάνισε τον υψηλότερο αριθμό νέων εισαγωγών εταιρειών κατά την τελευταία δεκαετία.
Το 2024, η Ινδία για πρώτη φορά ανέβηκε στην πρώτη θέση παγκοσμίως στις δημόσιες εγγραφές σε πλήθος εταιρειών (327), εισάγοντας σχεδόν διπλάσιες εταιρείες σε σχέση με τις ΗΠΑ και περισσότερες από δυόμισι φορές περισσότερες από την Ευρώπη. Σε αξίες οι ΗΠΑ (32 δισ. δολάρια) κράτησαν την πρώτη θέση με την Ινδία δεύτερη στα 19,9 δισ. δολάρια ενώ το χρηματιστήριο του Λονδίνου με μόλις 10 δημόσιες εγγραφές άντλησε κεφάλαια 0,9 δισ. δολαρίων. Στις αποδόσεις, ωστόσο, πρώτη είναι η Κίνα με μέση απόδοση των νέων εταιριών στο 124% με δεύτερη τη Μαλαισία 48% και τρίτη τις ΗΠΑ με 46%.
Iστορικά, η δραστηριότητα των IPO αυξάνεται κατά τα έτη που ακολουθούν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ελέγχει την πλειοψηφία. Το οικονομικό περιβάλλον γίνεται πιο σαφές μετά τις εκλογές όσον αφορά την πολιτική κατεύθυνση και οικονομικών πρωτοβουλιών, γεγονός που τείνει να σταθεροποιεί το κλίμα στην αγορά, δημιουργώντας ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για τις δημόσιες εγγραφές. Υπό τη δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ, η αυξημένη σαφήνεια της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής επέκτασης των διατάξεων του νόμου περί περικοπών φόρων και θέσεων εργασίας, η απορρύθμιση και η ενθάρρυνση της εγχώριας παραγωγής θα μπορούσαν να ενισχύσουν δραστηριότητα των IPO στις ΗΠΑ.
Τομείς όπως η ενέργεια, οι βιομηχανίες, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τεχνολογία, κρυπτονομίσματα, υγεία και βιοεπιστήμες θα μπορούσαν να είναι από τις ευνοημένες περιπτώσεις που θα ακολουθήσουν το δρόμο των οργανωμένων αγορών. Τέτοιες οικονομικές πολιτικές, σε συνδυασμό με μια εύρωστη χρηματιστηριακή αγορά, μπορούν επίσης να καταστήσουν τις αγορές των ΗΠΑ πιο ελκυστικές για τις ευρωπαϊκές εταιρείες που εξετάζουν το ενδεχόμενο διασυνοριακής εισαγωγής.
Από την άλλη πλευρά, η πορεία των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας θα μπορούσε επίσης να ωθήσει κινεζικές εταιρείες υψηλού προφίλ να επιδιώξουν δημόσιες εγγραφές σε εναλλακτικές αγορές, όπως το Χονγκ Κονγκ ή τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, για να μετριάσουν γεωπολιτικούς κινδύνους. Όπως και να έχει η ροή εταιρειών προς τις αγορές αναμένεται να συνεχιστεί καθώς οι συνθήκες ρευστότητας, το θετικό οικονομικό κλίμα και οι υψηλοί πολλαπλασιαστές κερδών υποστηρίζουν τις νέες εισαγωγές.