Στις 2 Μαρτίου αναμένονται τρεις ιδιαίτερης σημασίας δημοσιεύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το EuroActiv.
Η πρώτη αφορά τις μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες αναμένεται να παραμείνουν υψηλές και ασταθείς τουλάχιστον μέχρι το 2023, σηματοδοτώντας μια συνεχή πίεση στις επιχειρήσεις και στους καταναλωτές αλλά και στο δημοσιονομικό κόστος στήριξης των ευάλωτων ομάδων από τις χώρες της ΕΕ.
Κάτω από το βάρος των εκτιμήσεων αυτών όμως έχει ξεκινήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια πραγματικά μεγάλη κουβέντα με δύο σκέλη: Το πρώτο αφορά τους κανόνες που διέπουν την αγορά εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων –τη λεγόμενη αγορά άνθρακα της Ευρώπης- και το δεύτερο τις συνισταμένες της αποθήκευσης του φυσικού αερίου στη Γηραιά Ήπειρο.
Stop στα επενδυτικά funds από την αγορά των ρύπων
Στα πλαίσια της πράσινης μετάβασης και προκειμένου να ωθηθεί η βιομηχανία στη μείωση των εκπομπών ρύπων, καθιερώθηκε η εμπορία εκπομπών άνθρακα, με στόχο να επιτρέψει σε χώρες που διαθέτουν πλεόνασμα εκπομπών - δηλαδή εκπομπές για τις οποίες έχουν δικαιώματα αλλά δεν τις πραγματοποίησαν - να πωλούν την πλεονάζουσα ποσότητα σε χώρες που έχουν έλλειμμα εκπομπών.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο εμπόρευμα, τα δικαιώματα για εκπομπές ρύπων και τα συμβόλαια παραγώγων αντιπροσωπεύουν τις περισσότερες συναλλαγές.
Στην Ευρώπη λοιπόν τα εργοστάσια, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας και οι αεροπορικές εταιρείες αγοράζουν άδειες για την κάλυψη των παραπάνω εκπομπών από αυτές που δικαιούνται.
Ο όγκος των αδειών που κυκλοφορούν στην αγορά μειώνεται σταδιακά κάθε χρόνο, με στόχο να αναγκαστούν οι ρυπογόνες βιομηχανίες να μειώσουν τις εκπομπές τους.
Εδώ και μήνες όμως έχει πέσει στο τραπέζι το εξής ερώτημα: Με ποια λογική επενδυτικά κεφάλαια επιτρέπεται να επενδύουν σε δικαιώματα εκπομπών ρύπων, να τα πουλούν και γενικότερα να συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή αγορά εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων;
Οι δημόσιες διοικητικές άδειες παροχής δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων απευθύνονται στις βιομηχανίες, δεν έχει καμία λογική να αποτελούν άλλο ένα χρηματιστηριακό προϊόν για τους διαχειριστές των επενδυτικών κεφαλαίων.
Ειδικά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, όπου οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου οδηγούν ολοένα και περισσότερους ηλεκτροπαραγωγούς να στραφούν σε άνθρακα και άρα σε υψηλότερες εκπομπές ρύπων, η συμμετοχή κερδοσκοπικών κεφαλαίων στην αγορά του άνθρακα στην ουσία δίνει τη «χαριστική βολή» στην κάθετη αύξηση της ζήτησης για δικαιώματα ρύπων.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες πιστεύουν λοιπόν ότι αν δεν συμμετείχαν στην αγορά τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, οι άδειες στην αγορά άνθρακα της ΕΕ θα είχαν μεν αυξηθεί, αλλά δεν θα είχαν φθάσει στο ρεκόρ των 98,49 ευρώ ανά τόνο αυτόν τον μήνα, μετά από αύξηση κατά 150% το 2021.
Πολλοί αναλυτές επικαλούνται μάλιστα το παράδειγμα των ΗΠΑ, οι οποίες φαίνεται ότι ασπάζονται την κοινή λογική όσον αφορά τις προϋποθέσεις βάση των οποίων μπορεί να συμμετέχει κανείς στις αγορές εμπορίας ρύπων. Πολλές πολιτείες έχουν αρνηθεί την ίδρυση αγορών εμπορίας και έναντι αυτών έχουν προωθήσει αυστηρούς κανόνες περιορισμού των εκλύσεων Co2 και την επιβολή φόρου εκπομπών ρύπων στις βιομηχανίες.
Σύμφωνα με προσχέδιο εγγράφου που δημοσίευσε πριν δύο ημέρες το Reuters, η ΕΕ αποφάσισε να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις αρκετών κυβερνήσεων όσον αφορά τον περιορισμό της συμμετοχής των χρηματοοικονομικών κερδοσκοπικών κεφαλαίων στην συγκεκριμμένη αγορά και εξετάζει το ενδεχόμενο να καταστήσει διαθέσιμες περισσότερες πληροφορίες για τις συναλλαγές στην αγορά άνθρακα.
Μάλιστα ο επικεφαλής νομοθέτης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρότεινε αυτή την εβδομάδα κανόνες με σκοπό να καταστήσουν τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων πιο διαφανή.
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι η ρυθμιστική αρχή κινητών αξιών της ΕΕ- ESMA- δημοσίευσε τον Νοέμβριο μια προκαταρκτική έρευνα σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία χειραγώγησης στην αγορά. Εντούτοις η τελική έκθεση αναμένεται τον επόμενο μήνα και βάση αυτής η Επιτροπή θα αξιολογήσει εντός του 2022 εάν ορισμένες εμπορικές συμπεριφορές θα απαιτούσαν περαιτέρω ρυθμιστικές ενέργειες.
Περί αποθήκευσης του φυσικού αερίου
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 2 Μαρτίου θα προτείνει επιπλέον μέτρα προκειμένου να καταστήσει το ενεργειακό σύστημα της Ευρώπης πιο ανθεκτικό ενόψει των κλυδωνισμών της προσφοράς, πόσο μάλλον μετά τις χθεσινές εξελίξεις με τη ρωσο-ουκρανική κρίση, που ανοίγουν κατά κάποιον τρόπο τους ασκούς του Αιόλου για την ΕΕ που εισάγει το 40% του φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με το προσχέδιο που αποκάλυψε το Reuters, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαιτήσει οι ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου να είναι γεμάτες πριν από κάθε χειμώνα, προκειμένου να μην υπάρχει πρόβλημα με τα αποθέματα και να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίζουμε τις διαταραχές εφοδιασμού.
Πιο συγκεκριμένα η Επιτροπή προτείνει μια νομική απαίτηση για τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο αποθήκευσης έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
Ο λόγος που η Επιτροπή θέτει αυτόν τον όρο σαν νομική απαίτηση είναι η κοινή εκτίμηση ότι οι εταιρείες επιλέγουν τον χρόνο αγοράς του φυσικού αερίου βάση των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά και πολλές φορές αναβάλλουν τις αγορές τους, αν εκτιμούν ότι οι τιμές θα είναι μικρότερες στο μέλλον. Αν όμως οι τιμές παραμένουν υψηλές, τότε η τακτική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αποθήκες κάτω από την πληρότητα, ακόμα και λίγο πριν την έλευση του χειμώνα.
Σύμφωνα λοιπόν με το Reuters η πιο πιθανή πρόταση της ΕΕ είναι να ορίσει κάποια ελάχιστα επίπεδα αποθήκευσης που θα πρέπει να τηρούν έως τον Σεπτέμβριο οι εταιρείες που διαθέτουν εγκαταστάσεις αποθήκευσης. Πιθανότατα μάλιστα να τεθεί επί τάπητος και η συμμετοχή των κυβερνήσεων στο επίπεδο των οικονομικών κινήτρων, κάτι που αδιαμφισβήτητα θα το αξιολογήσει η αγορά.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.