Ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα καταφέρουν να συμφωνήσουν στην έκδοση «κορονο-ομολόγου» ή θα επιμείνουν στη χρήση των δανείων του ESM, η Ευρωζώνη – όπως ίσως και ολόκληρος ο πλανήτης – δεν θα είναι πια η ίδια μετά το τέλος της πανδημίας. Αν, ωστόσο, δεν συμφωνήσουν σε μία κοινή λύση τα βασικά σενάρια είναι δύο. Το δυσμενές προβλέπει τη διάλυση της σε εύλογο χρονικό διάστημα και το βασικό την επιβίωσή της αλλά με ένα τραύμα που πάρα πολύ δύσκολα θα επουλωθεί και είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα ξαναβγεί στην επιφάνεια.
Σήμερα εκτιμάται πως μόνο η Ευρωζώνη (και όχι ολόκληρη η Ε.Ε.) θα χρειαστεί πάνω από 1,2 τρισ. ευρώ, για να καλύψει τη χαμένη οικονομική παραγωγή, με δεδομένο ότι η ύφεση για το σύνολο του 2020 υπολογίζεται σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις στο -6%. Η Ιταλία θα χρειαστεί περίπου 140 δισ. ευρώ μόνο για τη συρρίκνωση του ΑΕΠ χωρίς να συνυπολογίζονται τα κεφάλαια που θα χρειαστεί το σύστημα Υγείας. Ο «λογαριασμός» για τη Γερμανία θα ανέλθει τουλάχιστον σε 250 δισ. ευρώ, αλλά είναι η χώρα που μπορεί να ανοίξει τα ταμεία και να λύσει το πρόβλημα χωρίς βοήθεια.
Αυτές οι εκτιμήσεις είναι πολύ πιθανό να αναθεωρηθούν ξανά προς τα κάτω, καθώς ακόμη και οι πιο έμπειροι οικονομολόγοι και αναλυτές βρίσκονται αντιμέτωποι με μία πρωτόγνωρη κατάσταση απόλυτης οικονομικής παύσης και δεν έχουν δει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Τα πρώτα στοιχεία – όπως του PMI – που βλέπουν το φως της δημοσιότητας προκαλούν τρόμο. Διότι ενώ δείχνουν τη χειρότερη οικονομική κατάρρευση του τελευταίου αιώνα, απέχουμε ακόμη αρκετές εβδομάδες από την κορύφωση της πανδημίας, που σημαίνει ότι τα στοιχεία που θα δούμε στη συνέχεια – και κυρίως τα στοιχεία για το ΑΕΠ β’ τριμήνου - θα είναι ακόμη πιο τρομακτικά.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι βιώνουμε μία καταστροφή βιβλικών διαστάσεων, τα απαιτούμενα χρήματα δεν υπάρχουν και χώρες όπως η Ιταλία δεν μπορούν να τα αντλήσουν με φυσιολογικό επιτόκιο. Όμως η Άνγκελα Μέρκελ υποστηρίζει ότι ο ESM είναι το κατάλληλο εργαλείο για την αντιμετώπιση της κρίσης, όταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το μέγεθός του θα αποδειχθεί πάρα πολύ μικρό. Οι Ολλανδοί πρωτοστατούν του κινήματος κατά του «κορονο-ομολόγου» με τον πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε να λέει ότι δεν συμφωνούν σε κανένα μέτρο αμοιβαιοποίησης των κινδύνων και προφανώς ούτε σε κοινό ομόλογο.
Ποια είναι η επόμενη ημέρα; Αν δεν υπάρξει συμφωνία και οι Γερμανοί επιμείνουν σε light μνημόνια τότε το πιθανότερο σενάριο είναι να δούμε πολύ σημαντικές αλλαγές. «Η έλλειψη αλληλεγγύης δύσκολα θα ξεχαστεί», όπως έγραψε χθες η Oxford Economics και οι λαϊκιστές ηγέτες θα επανέλθουν δριμύτεροι. Η κυβέρνηση στην Ιταλία πολύ δύσκολα θα μείνει ενωμένη και αλώβητη και ο Ματέο Σαλβίνι περιμένει… στη γωνία να αναλάβει την εξουσία και να βγάλει τη χώρα από το ευρώ, ξεκινώντας το… ξήλωμα του πουλόβερ.
Δεν είναι όμως μόνο η Ιταλία που δεν θα ξεχάσει τη συμπεριφορά του γερμανικού λόμπι, αφού την επιστολή για την ανάγκη έκδοσης ευρωομολόγου υπογράφουν 9 ηγέτες μεταξύ των οποίων ο Γάλλος πρόεδρος, ο Ισπανός πρωθυπουργός και ο Έλληνας ομόλογός του.
Το ερώτημα είναι «πρέπει να εκδοθεί ευρωομόλογο»; Σε πρόσφατο άρθρο τους στην ιστοσελίδα VOX του CEPR, ο Ιταλός οικονομολόγος και επισκέπτης καθηγητής του LSE, Λορέντζο Κοντόνιο, και ο Ολλανδός καθηγητής του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, Πολ Φαν ντε Νορντ, τρέχουν ένα οντέλο προσομοίωσης και εξετάζουν δύο σενάρια για την ευρωπαϊκή οικονομία, ένα με τη χρήση ευρωομολόγου και ένα χωρίς. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ύφεση θα είναι πολύ πιο ήπια αν εκδοθεί ευρωομόλογο και ότι θα ωφεληθούν τόσο οι χώρες του πυρήνα όσο και οι χώρες της περιφέρειας.
Χωρίς ευρωομόλογο: Η ύφεση στην περιφέρεια της Ευρωζώνης θα είναι διπλάσια των χωρών του πυρήνα (-8% έναντι -4%). Αυτό θα συμβεί γιατί θα καταρρεύσει ο τραπεζικός δανεισμός και παράλληλα θα αυξηθεί το κρατικό χρέος και οι αποδόσεις των ομολόγων. Η νομισματική πολιτική θα σημαντικό αντίκτυπο αλλά δεν θα είναι ικανή να αποτρέψει μια βαθιά οικονομική ύφεση.
Με ευρωομόλογο: Στον αντίποδα, αν συμφωνηθεί η έκδοση ευρωομολόγου και η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να αγοράζει τα ευρωομόλογα στη δευτερογενή αγορά (όπως συμβαίνει σήμερα με τα κρατικά ομόλογα), ο τραπεζικός δανεισμός στην Ευρωζώνη θα συρρικνωθεί αλλά δεν θα καταρρεύσει και τα μέτρα στήριξης της οικονομίας θα δώσουν σημαντική ώθηση στη ζήτηση, ενώ η αύξηση του χρέους των χωρών της περιφέρειας θα περιοριστεί. Η ύφεση θα είναι πολύ πιο ήπια (μικρότερη του 5%) και η δημοσιονομική πολιτική κάθε χώρας θα κάνει τη δουλειά της χωρίς να πρέπει να αντιμετωπίσει την τεράστια αύξηση του χρέους και την χρεοκοπία των τραπεζών.