Τι αλλάζει στα deals εξαγορών
Shutterstock
Shutterstock
Δικαστική απόφαση

Τι αλλάζει στα deals εξαγορών

Ο πασίγνωστος αμερικανός συγγραφέας Στίβεν Κινγκ απασχόλησε το προηγούμενο τριήμερο την παγκόσμια κοινή γνώμη και τον διεθνή Τύπο ύστερα από την ανταλλαγή αναρτήσεων που είχε στο Twitter με τον νέο ισχυρό άνδρα της επιχείρησης με αντικείμενο τα σχέδια του Έλον Μασκ για το νέο του απόκτημα. Την ίδια ώρα όμως, ο πολύ επιτυχημένος συγγραφέας είναι ένας από τους πολλούς πρωταγωνιστές μίας υπόθεσης που μπορεί να φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίον θα αντιμετωπίζονται στο μέλλον από τις αντιμονοπωλιακές αρχές οι επιχειρηματικές συμφωνίες που περιλαμβάνουν εξαγορές εταιρειών και συγχωνεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων. 

Την τελευταία μέρα του Οκτωβρίου εκδόθηκε η απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου της περιοχής της Κολούμπια (η περιφέρεια στην οποία ανήκει η πόλη της Ουάσινγκτον), η οποία έκανε δεκτή την αγωγή που είχε καταθέσει το ομοσπονδιακό υπουργείο δικαιοσύνης με σκοπό να εμποδίσει την ολοκλήρωση μίας μεγάλης επιχειρηματικής κίνησης. Η κίνηση αυτή είναι η εξαγορά του αμερικανικού εκδοτικού οίκου Simon and Schuster από την ανταγωνίστριά του Penguin Random House. Η Penguin Random House είναι η μεγαλύτερη εκδοτική επιχείρηση στις ΗΠΑ και ανήκει στη μεγάλη γερμανική εταιρεία Bertelsmann ενώ η Simon and Schuster η τέταρτη σε μέγεθος και ανήκει στην Paramount Global.

Το τίμημα που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών είναι 2,18 δισεκατομμύρια δολάρια. Από την πολύ γενική περιγραφή της υπόθεσης είναι φανερό πως η ένωση των δύο εταιρειών θα έκανε τη θέση της Penguin Random House ακόμα πιο ισχυρή στην αγορά, φέρνοντάς την σε ακόμα πιο πλεονεκτική θέση απέναντι στον ανταγωνισμό και δημιουργώντας μονοπωλιακές καταστάσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός από το πλήγμα στις ανταγωνιστικές εταιρείες υπάρχει πάντα ο φόβος πως το τελικό αποτέλεσμα της εξαγοράς θα είναι οι αυξημένες τιμές για τους καταναλωτές, τους αναγνώστες των βιβλίων στην προκείμενη περίπτωση. 

Θα περίμενε κανείς λοιπόν πως η δικαστής Φλόρενς Παν διάβασε τις σχετικές ενστάσεις του ομοσπονδιακού υπουργείου δικαιοσύνης σχετικά με την ζημία που μπορεί να προκληθεί στους ανταγωνιστές και τους καταναλωτές και συμφώνησε με αυτές. Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική: η γραμμή που ακολούθησαν οι δικηγόροι του υπουργείου δεν είχε καμία σχέση με αυτά που προαναφέραμε. Αντίθετα, το υπουργείο υποστήριξε πως η σχεδιαζόμενη εξαγορά θα μειώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εκδοτικών επιχειρήσεων κατά τη συνεργασία τους με τους συγγραφείς. Δηλαδή, οι συγγραφείς θα χάσουν μέρος της διαπραγματευτικής τους δύναμης, θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση και στο τέλος θα δουν τις αμοιβές τους να μειώνονται.

Το υπουργείο δεν υποστήριξε μόνο αυτό, αλλά και πως η μείωση της δύναμης των συγγραφέων θα έχει ως παράπλευρη αρνητική συνέπεια την χειροτέρευση της ποιότητας των βιβλίων και τη μειωμένη ποικιλία, καθώς οι εκδοτικές επιχειρήσεις μπορεί να προτιμήσουν τον εύκολο δρόμο της προώθησης ευυπόληπτων βιβλίων ευρείας απήχησης. Για να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας, το νομικό επιτελείο του υπουργείου εστίασε στις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η εξαγορά πάνω σε συγγραφείς που συνήθως αμείβονται με πάνω από 250.000 δολάρια για κάθε βιβλίο τους. Στα πλαίσια αυτά αποφάσισε να καλέσει ως μάρτυρα τον Στίβεν Κινγκ, ο οποίος ανήκει σε αυτή την κατηγορία των συγγραφέων και είχε ήδη εκφράσει την αντίθεσή του στην συγκεκριμένη εξαγορά. Ο Κινγκ δέχθηκε να καταθέσει και, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, πρέπει να έπεισε την δικαστή Παν για την ορθότητα των ισχυρισμών του υπουργείου δικαιοσύνης.

Το ακριβές σκεπτικό της δικαστού δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό αφού η απόφαση δεν έχει δημοσιοποιηθεί, καθώς μέσα σε αυτήν περιλαμβάνονται και πληροφορίες σχετικές με τις δύο επιχειρήσεις που δεν πρέπει να γίνουν γνωστές στο ευρύ κοινό. Ούτως ή άλλως όμως, αυτό που μετρά είναι η απόφαση. Αυτό υποστήριξε και ο αναπληρωτής υπουργός δικαιοσύνης Τζόναθαν Κάντερ, ο οποίος χαιρέτισε την απόφαση και την χαρακτήρισε ως μία νίκη των συγγραφέων, των αναγνωστών και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Πρόσθεσε μάλιστα πως η προτεινόμενη ένωση των δύο επιχειρήσεων θα είχε ως αποτέλεσμα την ελάττωση του ανταγωνισμού, τη μείωση των αμοιβών των συγγραφέων, τη χειροτέρευση της ποιότητας των βιβλίων και των διακινούμενων ιδεών και εν τέλει την υπονόμευση της ποιότητας της δημοκρατίας. Η χαρά του Κάντερ είναι βέβαια δικαιολογημένη αλλά πρέπει να επισημάνουμε πως η Penguin Random House μπορεί να προσβάλει την απόφαση ασκώντας έφεση η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της απόφασης. 

Αφήνοντας στην άκρη την πιθανή έφεση και το οποιοδήποτε αποτέλεσμά της, θα ασχοληθούμε και με μία πτυχή αυτής της υπόθεσης που κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισημάνουμε πως αυτή η δικαστική απόφαση δίνει μία πολύτιμη ανάσα στην αντιμονοπωλιακή πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν η οποία μέχρι τώρα δεν είχε πάει καθόλου καλά, με αποκορύφωμα την δικαστική ήττα της επιτροπής ανταγωνισμού (FCC) και της φιλόδοξης προέδρου της Λίνα Καν στην υπόθεση της εξαγοράς της Grail από την Illumina. Ίσως δε να φανεί και χρήσιμη στις εκλογές που θα γίνουν την επόμενη Τρίτη. Εκτός όμως από αυτό εμείς θα εστιάσουμε σε ένα σημείο των δηλώσεων του αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης. Ο Κάντερ είπε επίσης πως «Η απόφαση της δικαστού Παν είναι μία νίκη των εργαζομένων, υπό μία ευρύτερη έννοια. Επαναβεβαιώνει πως οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι προστατεύουν τον ανταγωνισμό για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τους εργαζόμενους».

Η δήλωση αυτή είναι κάπως αόριστη αλλά υποθέτουμε πως σημαίνει πως το υπουργείο δικαιοσύνης και η επιτροπή ανταγωνισμού φιλοδοξούν να διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους σε περιπτώσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων και να περιλάβουν σε αυτές και την προστασία των δικαιωμάτων και των απολαβών των εργαζομένων. Αυτό δεν αποτελούσε προτεραιότητά τους μέχρι πρότινος, καθώς επικεντρώνονταν σε άλλες συνέπειες των εξαγορών και των συγχωνεύσεων, ιδίως στην μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών του υπό εξέταση κλάδου δραστηριοποίησης και την εξ αυτού προκαλούμενη αύξηση του κόστους των προϊόντων και των υπηρεσιών για τους καταναλωτές. Αυτό βέβαια ακούγεται λίγο παράξενο όταν σκεφθούμε πως στην υπόθεση που αναφέραμε παραπάνω το υπουργείο επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε μία ομάδα συγγραφέων που αποτελεί μόνο το 2% του συνόλου των συγγραφέων αλλά σίγουρα μπορεί να αποτελέσει μία βάση για ακόμα πιο φιλόδοξες και τολμηρές προσπάθειες του υπουργείου και της FCC.

Αν η απόφαση της δικαστού Παν δεν ακυρωθεί στην περίπτωση που οι ηττημένοι ασκήσουν έφεση, μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ κομβικό σημείο στην εξέλιξη της αμερικανικής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και να αλλάξει εντελώς το τοπίο στον τομέα των εταιρικών εξαγορών και συγχωνεύσεων. Μιλώντας για αλλαγή, προφανώς αυτή θα είναι προς το χειρότερο για όσες επιχειρήσεις έχουν στο νου τους τέτοιες συμφωνίες αν το υπουργείο δικαιοσύνης και η FCC καταφέρουν να βάλουν μέσα στο οπλοστάσιό τους και τα δικαιώματα των εργαζομένων (με την ευρεία έννοια) όταν εξετάζουν τα υπέρ και τα κατά μίας εταιρικής συμφωνίας. Αν σκεφθούμε πως οι περισσότερες τέτοιες συμφωνίες συνεπάγονται μεγάλο αριθμό απολύσεων και γενικότερες μεγάλες αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον των εργαζομένων στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, είναι βέβαιο πως η διαδικασία εξέτασης και έγκρισης τους θα γίνει πολύ πιο δύσκολη. 

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως από αύριο το πρωί θα γίνει σχεδόν αδύνατη η οποιαδήποτε μεγάλη εξαγορά ή συγχώνευση. Σημαίνει όμως πως στην περίπτωση που αυτή η απόφαση δεν ανατραπεί κατά την εκδίκαση μίας πιθανής έφεσης, οι αντιμονοπωλιακές αρχές των ΗΠΑ θα μπορούν να ταλαιπωρήσουν πολύ περισσότερο τους εμπλεκόμενους σε τέτοιου τύπου επιχειρηματικές συμφωνίες, τουλάχιστον για δύο ακόμα χρόνια μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2024, καθώς τυχόν εκλογή ρεπουμπλικανού προέδρου σίγουρα θα άλλαζε την κατάσταση.

Επίσης, είναι αρκετά πιθανό να δούμε και τις ευρωπαϊκές αρχές να εμπνέονται από την προχθεσινή δικαστική απόφαση. Όπως και να κοιτάξουμε το πράγμα, η επιλογή του υπουργείου δικαιοσύνης των ΗΠΑ να προτάξει τα δικαιώματα των εργαζομένων (έστω και αν αυτοί είναι κάπως προνομιούχοι) και η απόφαση της δικαστού Παν να συμφωνήσει με τους νομικούς ισχυρισμούς του υπουργείου δεν αποκλείεται να αποδειχθούν πολύ σημαντικές εξελίξεις με πολύπλευρες συνέπειες.