Τι φέρνει στις αγορές ο νέος «τσάρος» της αμερικανικής οικονομίας
AP Photo/Matt Kelley, File
AP Photo/Matt Kelley, File

Τι φέρνει στις αγορές ο νέος «τσάρος» της αμερικανικής οικονομίας

Η αποστολή του είναι σαφώς πολύ δύσκολη και η πολιτική του εμπειρία σαφώς πολύ μικρή. Ένας δισεκατομμυριούχος hedge fund manager, ο Σκοτ Μπέσεντ, επελέγη να γίνει ο νέος «τσάρος» της αμερικανικής οικονομίας. Καλείται να οδηγήσει τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου σε ανάκαμψη, με τρεις βασικούς στόχους. Ο πρώτος είναι να επανέλθει η ανάπτυξη του αμερικανικού ΑΕΠ στο 3%, ο δεύτερος να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και ο τρίτος να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή πετρελαίου κατά 3 εκατ. βαρέλια ημερησίως (γι’ αυτό στις ΗΠΑ αποκαλούν τη στρατηγική του «3/3/3»).

Όμως, πριν απ’ όλα αυτά, ο Μπέσεντ πρέπει να καταφέρει κάτι που είναι ίσως ακόμα πιο δύσκολο. Να συντηρήσει το καλό κλίμα στις αγορές ή και να το βελτιώσει, όπως εξάλλου έχει υποσχεθεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Οι εκτιμήσεις των ειδικών τοποθετούν τον S&P 500 μεταξύ 6.500 και 7.000 μονάδων στο τέλος του 2025, που συνεπάγεται περιθώριο ανόδου 8,9%-17,2% από το κλείσιμο της Παρασκευής 22/11. Όχι και άσχημα, αν αναλογιστεί κανείς, ότι φέτος ο κορυφαίος δείκτης της Wall Street κερδίζει περίπου 25%, έχοντας προσθέσει 5,8 τρισ. δολάρια σε χρηματιστηριακή αξία, ενώ προέρχεται από μία ακόμη εξαιρετική χρονιά, το 2023 με κέρδη της τάξης του 24,2%.

Η πτώση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων και η παράλληλη υποχώρηση του δολαρίου ήταν οι πρώτες «αντιδράσεις» στο άκουσμα του Μπέσεντ, μία πρώτη γεύση του πώς βλέπουν οι αγορές την επιλογή του 62χρονου. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ υποχώρησε έως το 4,26% (κάτω από το 4,3% για πρώτη φορά από την ημέρα των εκλογών), ενώ το ευρώ ενισχύθηκε έως και άνω του 1% έναντι του δολαρίου. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος «τσάρος» της αμερικανικής οικονομίας θεωρείται πιο φιλικός για τις αγορές σε σύγκριση με κάποια πιο… αντισυμβατική επιλογή που φοβόντουσαν οι επενδυτές.

Το θέμα είναι, αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί πολιτικά και να εφαρμόσει με αποτελεσματικό τρόπο τις προτάσεις Τραμπ, των οποίων φυσικά δηλώνει υπέρμαχος. Να πούμε, σε αυτό το σημείο, ότι σε γενικές γραμμές οι αγορές ανησυχούν ότι οι πολιτικές, που έχει υποσχεθεί ο Τραμπ θα ενισχύσουν τόσο τον πληθωρισμό όσο και το έλλειμμα, με επίκεντρο τις περικοπές φόρων και τους δασμούς. 

Ο πρώην συνεργάτης του Τζορτζ Σόρος έχει ταχθεί με τον πλέον «ηχηρό» τρόπο – με πρόσφατο άρθρο του στη Wall Street Journal – υπέρ της φορολογικής μεταρρύθμισης και της μερικής απορρύθμισης της αγοράς, ζητώντας την κατάργηση κρατικών επιδομάτων, την εφαρμογή πιο χαλαρών ρυθμιστικών κανόνων και την αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου, η οποία σήμερα εκτιμάται στα 13 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Ταυτόχρονα, ο Μπέσεντ τάσσεται υπέρ της επιβολής δασμών, που είναι το πιο χαρακτηριστικό εργαλείο που έχει δεσμευτεί να χρησιμοποιήσει ο Τραμπ. Ωστόσο, αναλυτές της Oxford Economics πιστεύουν ότι είναι ο άνθρωπος που δεν θα υπερβάλλει με τους δασμούς και θα ακολουθήσει μία όσο το δυνατόν πιο ήπια στρατηγική.

Εν συντομία, λοιπόν, οι αγορές πιστεύουν ότι ο Μπέσεντ αποτελεί μία επιλογή που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να μην οδηγήσει σε ακραίες πολιτικές, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο κίνδυνος αναθέρμανσης του πληθωρισμού, μία εξέλιξη που με τη σειρά της θα επιτρέψει στη Fed να συνεχίσει τις μειώσεις επιτοκίων.

Σε άρθρο του στο Fox News στις 15 Νοεμβρίου, ο Μπέσεντ χαρακτήρισε τους δασμούς «ένα εργαλείο διαπραγμάτευσης με τους εμπορικούς εταίρους», δίνοντας ελπίδες για αποφυγή ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Ίλον Μασκ, ως σύμβουλος πλέον του Τραμπ, δήλωσε στο X ότι η επιλογή Μπέσεντ είναι στη λογική του «business as usual» για την αμερικανική οικονομία.

Ο Μπέσεντ καλείται να διαχειριστεί μία οικονομία 28 τρισ. δολαρίων σε ΑΕΠ, με δημόσιο χρέος που ξεπέρασε, όπως έγινε πριν λίγες ημέρες γνωστό, τα 36 τρισ. δολάρια για πρώτη φορά στην ιστορία. Αν σε αυτά συνυπολογιστεί η επιρροή του εκάστοτε Αμερικανού ΥΠΟΙΚ σε Fed, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και η αξία των αμερικανικών μετοχών και των παραγώγων, τότε γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα άκρως νευραλγικό πόστο για την πορεία των παγκόσμιων αγορών, αλλά και για τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία.

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τον Μπέσεντ είναι η διαχείριση των ελλειμμάτων, καθώς αναμένεται να παραταθούν οι περικοπές φόρων που είχαν εφαρμοστεί το 2017 και να υιοθετηθούν νέες. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι το έλλειμμα θα κυμανθεί στο 6%-7% τα επόμενα χρόνια, προκαλώντας ένα ανοδικό σπιράλ που απειλεί με πιο υψηλά επιτόκια (αποδόσεις ομολόγων) και δυσκολίες στη μετακύλιση του χρέους. Αν ο Μπέσεντ πετύχει το «3/3/3» και ειδικά την ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 3% και τη μείωση του ελλείμματος στο 3%, θα γράψει ιστορία. 

Σύμφωνα με Αμερικανούς αναλυτές, η πραγματικότητα θα είναι πιο δύσκολη από τη θεωρία, ιδιαίτερα στην περίπτωση που γίνουν μαζικές απελάσεις μεταναστών που δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα έγγραφα και κλείσουν ακόμα περισσότερο τα σύνορα, καθώς η  αμερικανική οικονομία χάσει εργατικά χέρια. Ο ίδιος, πάντως, πιστεύει ότι μπορεί να ανατρέψει το σκηνικό, με την ανάπτυξη να αντισταθμίζει τις απώλειες και να δέχεται ώθηση από τις φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές που θα εφαρμοστούν. Ίδωμεν…

Ο Μπέσεντ έχει συνεργαστεί επί 13 χρόνια με τον Σόρος, την περίοδο 1991-2000, όταν αναδείχθηκε επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του fund και την περίοδο 2011-2015 ως επικεφαλής επενδύσεων (CIO). Θεωρείται, μάλιστα, ότι έπαιξε κομβικό ρόλο στη μεγάλη επίθεση του Σόρος κατά της βρετανικής στερλίνας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και κατά του ιαπωνικού γεν το 2011. Στη συνέχεια δημιούργησε το δικό του fund, Key Square Capital Management, το οποίο κατά τη διάρκεια του 2024 κατέγραψε διψήφιες αποδόσεις, καθώς πόνταρε τόσο στην άνοδο των αμερικανικών μετοχών όσο και στην άνοδο του δολαρίου, με τα Trump trades να αποφέρουν τα μεγαλύτερα κέρδη μέσα στον Νοέμβριο.