Η αλήθεια είναι οι τελευταίες ενθουσιώδεις αναλύσεις των διεθνών τραπεζικών, χρηματιστηριακών και επενδυτικών οίκων, είχαν προεξοφλήσει την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας, μέχρι το τέλος του 2021 και τον ερχομό της «επενδυτικής βαθμίδας» (investment grade) μέσα στο 2022. Η μη αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, τον περασμένο Νοέμβριο, ήρθε για να προσγειώσει απότομα τις υψηλές προσδοκίες. Η ενδιάμεση έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, της Τράπεζας της Ελλάδος, κινείται στα ίδια πλαίσια. Τι σημαίνει αυτό για την ελληνική κεφαλαιαγορά;
Στην καθημερινή χρηματιστηριακή αρθρογραφία καταγράφεται η απουσία ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος για την αγορά μετοχικών τίτλων. Και καθώς τα διαθέσιμα προς επένδυση κεφάλαια στο χρηματιστήριο φαίνεται ότι έχουν εξαντληθεί, διατυπώνονται ερωτήματα σχετικά με το ποια θα είναι πλέον τα γεγονότα που θα μπορούσαν προσελκύσουν νέα κεφάλαια από το εξωτερικό, στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Οι απαντήσεις είναι πολλές. Η ισχυρή ανάπτυξη, η απορρόφηση των κονδυλίων του NextGenerationEU, οι υψηλοί δείκτες κερδοφορίας των εισηγμένων εταιρειών, οι υπεραξίες που παρουσίασαν οι ισχυρότερες εταιρείες του χρηματιστηρίου μέσα στο 2021. Μα πάνω απ’ όλα, η επίτευξη της αξιολόγησης του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας, με «επενδυτική βαθμίδα», κάτι που θα επιτρέψει σε όλους τους επιφανείς επενδυτικούς οίκους ανά τον κόσμο, να προχωρήσουν σε χρηματιστηριακές τοποθετήσεις στη χώρα μας.
Διότι με βάση το καταστατικό τους και τους εσωτερικούς τους κανονισμούς, οι σημαντικότεροι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι, χρειάζονται την σφραγίδα της «επενδυτικής βαθμίδας» από τους οίκους αξιολόγησης, για να αρχίζουν να μελετούν το Χρηματιστήριο Αθηνών, σαν πιθανό στόχο τοποθέτησης των κεφαλαίων τους.
Σήμερα η Ελλάδα βαθμολογείται με Ba3 (Stable) από την Moody’s από το Νοέμβριο του 2020, με ΒΒ από την Fitch Ratings από τον Απρίλιο του 2020 και με BB (Positive) από της S&P Global Ratings από τον Απρίλιο του 2021.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που περιγράφονται στην ενδιάμεση έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η επόμενη αναβάθμιση κατά μια βαθμίδα θα έχει ολοκληρωθεί εντός του 2023, δηλαδή με Ba2 από τη Moody’s και με ΒΒ+ από την Fitch Ratings και της S&P Global Ratings. Και σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, ότι στις τρέχουσες αναλύσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης για το ελληνικό δημόσιο χρέος, συνυπολογίζεται η θετική επίδραση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. Ενός περιβάλλοντος, που μένει να αποδειχθεί αν θα διατηρηθεί και για πόσο καιρό.
Οπότε η απόκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας», φαίνεται πως αναβάλλεται για το 2024 και αυτό εφόσον έχουν επιταχυνθεί οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και έχει προχωρήσει η βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος της ελληνικής οικονομίας. Οι δείκτες με βάση τους οποίους βαθμολογείται και αξιολογείται το θεσμικό περιβάλλον, είναι το κράτος δικαίου (rule of law), η συμμετοχή και η λογοδοσία (voice and accountability), η πολιτική σταθερότητα και η απουσία βίας (political stability - no violence), η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης (government efficiency), ο έλεγχος της διαφθοράς (control of corruption) και η ποιότητα του θεσμικού πλαισίου (regulatory quality).
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η συνέχιση και εντατικοποίηση της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό τη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη του στόχου της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία, μαζί με την ταχύτερη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων του Δημοσίου, θα οδηγήσουν τελικά στην επίτευξη του στόχου της «επενδυτικής βαθμίδας».
Η επίτευξη της «επενδυτικής βαθμίδας» δηλαδή το Baa3 της Moody’s και το ΒΒΒ- της Fitch Ratings και της S&P Global Ratings, θα αποτελέσει μια σημαντικό και ουσιώδη εθνική επιτυχία, με δεδομένο ότι το 2015 η αξιολόγηση της Moody’s ήταν στο Caa3 (Stable), της Fitch στο CC και της S&P CCC- (negative).
Μέχρι τότε, οι στρόφιγγες των κεφαλαίων από το εξωτερικό θα είναι σχετικά κλειστές και οι εισροές ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων θα αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις, συγκεκριμένες στοχεύσεις και θα έχουν πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Με ό, τι σημαίνει αυτό, για το ύψος της ρευστότητας στο Χρηματιστήριο Αθηνών και τη δυνατότητα σημαντικής και σταθερής ανόδου των χρηματιστηριακών αξιών. Διότι ως γνωστόν «no money, no honey».