Τι «ξημερώνει» για τα παλαιά κτίρια της χώρας
Shutterstock
Shutterstock

Τι «ξημερώνει» για τα παλαιά κτίρια της χώρας

Η κατάρρευση του μπαλκονιού ξενοδοχείου στη Λεωφόρο Συγγρού έχει ανοίξει τη συζήτηση για το ποιος είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος διαχείρισης και διατήρησης του γερασμένου κτιριακού αποθέματος της Αθήνας.

Κι αυτό δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος αριθμός κτιρίων στην Ελλάδα είναι γερασμένα, με έτος κατασκευής το 1950 στο κέντρο της Αθήνας και τις μετέπειτα δεκαετίες στα προάστια οπότε κορυφώθηκε το σύστημα της αντιπαροχής.

Υπολογίζεται ότι από το 1950 έως το 1980 κατασκευάστηκαν στην Αθήνα 35.000 πολυκατοικίες τουλάχιστον πέντε επιπέδων, την ώρα που πριν από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο συνολικός αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις 1.000.

Αντίστοιχη όμως, είναι η εικόνα που εμφανίζει το κτιριολογικό δυναμικό και άλλων μεγάλων πρωτευουσών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο Παρίσι τα περισσότερα κτίρια κατασκευάστηκαν από το 1851 έως το 1914!

Συνήθως, βασικός πονοκέφαλος των ιδιοκτητών είναι η ενεργειακή αναβάθμιση των παλιών ακινήτων που περιλαμβάνει, σε πρώτη φάση, την αλλαγή κουφωμάτων. Εξάλλου, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, σε ακίνητα, που υπόκεινται περισσότερο στις καιρικές - θερμοκρασιακές μεταβολές, οι παρεμβάσεις ενεργειακής εξοικονόμησης είναι επείγουσες.

Για παράδειγμα, η θερμομόνωση είναι απόλυτης προτεραιότητας σε μία μονοκατοικία, σε σχέση με ένα διαμέρισμα. Τι γίνεται όμως, με τη στατική ενίσχυση;

Σύμφωνα με την εταιρία HM Construction, κανένα κτίσμα, όσο καλά κι αν έχει κατασκευαστεί με τα ποιοτικότερα υλικά, δεν μπορεί να παραμείνει ασφαλές για πάντα. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα είναι συνεπώς απαραίτητος ο έλεγχός του με μια μελέτη στατικής επάρκειας.  

Η συγκεκριμένη διαδικασία γίνεται κυρίως για να διαπιστωθούν ενδεχόμενες ζημιές και επικίνδυνες καταπονήσεις του κτίσματος. Δεδομένης της σεισμικής δραστηριότητας στη χώρα μας, τα δομικά στοιχεία των κτιρίων καταπονούνται πέραν της φυσικής φθοράς του χρόνου.

Σκοπός μιας μελέτης στατικής επάρκειας είναι να διαγνωστεί η καταλληλόλητα του κτιρίου καθώς και κατά πόσο ο φέρον οργανισμός στην υφιστάμενη κατάσταση του κτιρίου είναι σε θέση να “αντέξει” την προσθήκη νέων ορόφων ή την αλλαγή χρήσης του.

Η συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιείται από μηχανικούς που κατόπιν αυτοψίας, εκτέλεσης επί τόπου δοκιμών αλλά και λείψεις δειγμάτων από τα δομικά στοιχεία της κατασκευής, εξετάζουν την ανθεκτικότητα των δομικών υλικών της και κατά πόσο αυτά έχουν φθαρεί και καταπονηθεί με την πάροδο των χρόνων.

Παράλληλα πραγματοποιούν εκτίμηση σχετικά με την ανθεκτικότητα που μπορούν να επιδείξουν τα εν λόγω υλικά τα επόμενα χρόνια.

Η μελέτη στατικής επάρκειας εκτός από τις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο, θα ήταν ωφέλιμο να πραγματοποιείται σε παλιά κτίσματα καθαρά για λόγους ασφαλείας.

Σε κάθε περίπτωση, με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας, είναι δυνατόν να εντοπιστεί στο μπετόν  πόσα σίδερα υπάρχουν και πού βρίσκονται. Μάλιστα, λέγεται ότι ένα κτίρια που δεν εμφανίζει στατικά προβλήματα, είναι δυνατόν να αντέξει για μισό αιώνα ακόμη, αρκεί να πραγματοποιηθούν κάποιες  επεμβάσεις.

Γι’ αυτό πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να υιοθετεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένα πρόγραμμα παρεμβάσεων και στατικής ενίσχυσης των κτιρίων, που θα είναι αντίστοιχο με το «εξοικονομώ».

Σίγουρα, εάν απαιτηθούν εργασίες στατικής ενίσχυσης, το κόστος γίνεται πολύ υψηλό με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητα η εξασφάλιση κοινοτικών κονδυλίων.