Η αισιοδοξία των πρώτων ημερών μετά από την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ, εξασθένισε. Η βεβαιότητα για το εκλογικό αποτέλεσμα και η στήριξη των κορυφαίων παραγόντων της Wall Street προς το πρόσωπο του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου για το Λευκό Οίκο, έδωσαν τη θέση τους στην αβεβαιότητα και στην ανησυχία.
Η αβεβαιότητα και η ανησυχία έχουν διαχυθεί όχι μόνο στις αγορές, αλλά και στην ίδια την κοινωνία. Για άλλους λόγους ανησυχούν οι πολίτες και για άλλους λόγους ανησυχούν οι αγορές. Ωστόσο, ο κοινός αρνητικός παρονομαστής είναι ο ίδιος ο υποψήφιος -και σύμφωνα με όλα τα δεδομένα επόμενος- πρόεδρος, που χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα απρόβλεπτος και τοξικός.
Χαρακτηρίζεται ως ακραίος και τοξικός όσον αφορά το πολιτικό του προφίλ στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Και εντελώς απρόβλεπτος όσον αφορά τον διεθνή και οικονομικό προσανατολισμό της χώρας.
Υπάρχουν ευρήματα στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ, που αναστατώνουν το ήδη εύθραυστο πολιτικό τοπίο. Έτσι το 84% των Αμερικάνων πολιτών που ερωτήθηκαν, δήλωσαν ότι φοβούνται ότι θα εκδηλωθούν πράξεις βίας από τους εξτρεμιστές, μετά από τις προσεχείς προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 10% σε σχέση με την προηγούμενη δημοσκόπηση του περασμένου Μαΐου.
Ένα ποσοστό επικίνδυνα υψηλό, ειδικά όταν από το καλοκαίρι του 2023, σε δημοσκόπηση της «The American Values Survey», το 33% των Ρεπουμπλικάνων θεωρεί ότι «επειδή οι καταστάσεις βρίσκονται εκτός ελέγχου, οι πατριώτες ίσως χρειαστεί να κάνουν χρήση βίας για να σώσουν τη χώρα». Εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι το ίδιο πιστεύουν το 22% των Ανεξάρτητων και το 13% των Δημοκρατικών.
Το 31% των λευκών ευαγγελιστών προτεσταντών, το 24% των μαύρων προτεσταντών και το 24% των ισπανικής καταγωγής καθολικών, πιστεύουν ότι ίσως χρειαστεί χρήση βίας για τη σωτηρία της χώρας. Επιπλέον το 29% των Ρεπουμπλικάνων και το 14% των Δημοκρατικών ενστερνίζονται τα ακραία συνομωσιολογικά σενάρια του κινήματος QAnon.
Τέλος, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Wall Street Journal και του NBC News, το 80% των ερωτηθέντων Αμερικανών πολιτών εκτιμά ότι η τρέχουσα κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας τους, είναι εκτός ελέγχου, δηλαδή «out of control».
Και ενώ η πιθανότητα εκδήλωσης ενός σπιράλ αρνητικών γεγονότων και ανεξέλεγκτων καταστάσεων, απειλεί το εσωτερικό των ΗΠΑ, ήρθε και η σειρά των αγορών να ανησυχήσουν. Μέχρι τώρα στο τραπέζι με τα πιθανά σενάρια, υπήρχε η εκ νέου μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών που θα έδινε ένα ακόμα έναυσμα στα χρηματιστήρια. Που θα συνοδευόταν από τον κίνδυνο αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του Δημοσίου χρέους. Παράλληλα υπήρχε στο τραπέζι και η επιβολή νέων δασμών όχι μόνο πια απέναντι στην Κίνα, αλλά απέναντι και σε παραδοσιακά φιλικούς προς τις ΗΠΑ εταίρους, όπως είναι ο Καναδάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πυροδοτούσε εκ νέου τις πληθωριστικές πιέσεις, ανατρέποντας τα σχέδια της Fed για αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Αυτά ήταν λίγο πολύ γνωστά και οι χρηματιστηριακές αγορές τα είχαν απορροφήσει και ενσωματώσει στα αποτιμήσεις τους. Ωστόσο, το προχθεσινό διπλό κτύπημα στα χρηματιστήρια, δεν ήταν αναμενόμενο.
Το πρώτο κτύπημα αφορούσε τη μεταβολή της θέσης των ΗΠΑ απέναντι στην Ταϊβάν. Η Ταϊβάν ήταν πάντα το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι ΗΠΑ διαχρονικά υποστήριζαν την ανεξαρτησία της χώρας και την προστάτευαν απέναντι τις αυταρχικές ορέξεις των ηγετών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Οπότε οι δηλώσεις Τραμπ: «ξέρετε, δεν διαφέρουμε από μια ασφαλιστική εταιρεία, η Ταϊβάν δεν μας δίνει τίποτα» και: «η Ταϊβάν θα πρέπει να πληρώσει τις ΗΠΑ για την άμυνα», ουσιαστικά θέτουν το θέμα της απόσυρσης της έμμεσης εγγύησης ασφαλείας που παρέχει μέχρι σήμερα ο αμερικανικός στρατός στο νησί. Η συγκεκριμένη τεκτονικού μεγέθους αλλαγή του αμερικανικού αμυντικού δόγματος, θέτει σε αμφισβήτηση μια σειρά από θεωρήσεις και παραδοχές που φέρουν μεγάλα οικονομικά αποτυπώματα.
Το δεύτερο κτύπημα αφορούσε τη δήλωση περί «κλοπής της βιομηχανίας microchips από τις ΗΠΑ». Σαν αποτέλεσμα το παγκόσμιο οικοσύστημα των chips, διέκρινε μια νέα απειλή διατάραξης της εύρυθμης λειτουργίας εφοδιαστικής αλυσίδας chips, αφού ο Ταϊβανέζικος κατασκευαστής chips TSM, παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της Nvidia, της AMD, της Qualcomm, και της Broadcom.
Ειδικά σε μια περίοδο που τα chips, αποτελούν το Α και το Ω της ψηφιακής τεχνολογίας με έμφαση στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Οι βιαστικές και εν πολλοίς άτσαλες παρεμβάσεις Τραμπ, σε ένα τόσο ευαίσθητο και κρίσιμο τομέα, θέτουν σε αμφισβήτηση τη συνολική ψηφιακή πολιτική των ΗΠΑ, ειδικά όταν και οι σχέσεις με τη Σεούλ και τον άλλον γίγαντα των chips, δηλαδή τη Samsung, δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές.
Οι πολίτες στις ΗΠΑ ανησυχούν. Οι αγορές ανησυχούν και αυτές από την πλευρά τους. Ο απρόβλεπτος και θυμικός χαρακτήρας του Ντόναλντ Τραμπ, προκαλεί ακόμα και πριν από την είσοδο του στον Λευκό Οίκο, τις ισορροπίες της αμερικανικής κοινωνίας, των διεθνών σχέσεων και της ομαλότητας στις αγορές. Έτσι όλοι έχουν από έναν λόγο να ανησυχούν.