«Η μεγάλη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει ο αγροδιατροφικός τομέας είναι ότι μέχρι το 2050 που ο πληθυσμός της γης -βάσει όλων των μελετών- θα είναι 10 δισ., πρέπει να πράξει 50% παραπάνω τροφής, καλλιεργώντας τα ίδια στρέμματα. Κι αυτό για να διατηρήσουμε τη δυνατότητα της ανθρωπότητας να τρέφεται σωστά», ανέφερε ο Βάσσος Ευθυμιάδης, διευθύνων σύμβουλος της «Κ.Ν Ευθυμιάδης», σε μια συζήτηση που διοργανώθηκε στο ΕΤΒΑVIPEStudio, το τηλεοπτικό στούντιο που στήθηκε εντός της ΒΙ.ΠΕ Θεσσαλονίκης στη Σίνδο από την ΕΤΒΑ ΒΙ.ΠΕ. ΑΕ και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ).
Θέμα της συζήτησης ήταν «Η καινοτομία στα αγροτικά προϊόντα». Συνομιλήτρια του κ. Ευθυμιάδη ήταν η Σοφία Τσέτου, εμπορική διευθύντρια της εταιρείας «CACTUS» και οικοδεσπότες τους η δημοσιογράφος του ΑΠΕ-ΜΠΕ Άννυ Ταπάσκου και ο υπεύθυνος Επικοινωνίας της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ, Γιώργος Αλοίμονος.
Η «Κ.Ν.Ευθυμιάδης» ασχολείται με αγροτικά εφόδια, με φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό, με τρόφιμα και υπηρεσίες, ενώ η «CACTUS» είναι διαφημιστική εταιρεία που προσφέρει στις υπηρεσίες Marketing, Development και Design.
Λύση το πολλαπλασιαστικό υλικό
Κατά τον κ. Ευθυμιάδη, λύση στις νέες διατροφικές ανάγκες μπορεί να δοθεί από την αξιοποίηση του φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού. «Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πολύ μεγάλες αυξήσεις του πολλαπλασιαστικού υλικού. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό θα αναφέρω το παράδειγμα του βαμβακιού», σημείωσε και εξήγησε: «Πριν από 30 χρόνια η στρεμματική απόδοση στο προϊόν ήταν 200-250 κιλά ενώ σήμερα, με τις όποιες βελτιώσεις, έχει διπλασιαστεί φθάνοντας περίπου στα 500 κιλά». Αυτό με απλά λόγια σημαίνει περισσότερο βαμβάκι, περισσότεροι σπόροι, περισσότερο πολλαπλασιαστικό υλικό.
Στην ερώτηση «αν από τη διαδικασία του πολλαπλασιαστή υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων;» ο κ. Ευθυμιάδης απάντησε: «Πιστεύω πως δεν υπάρχουν. Όταν πριν από περίπου 20 χρόνια ξεκίνησε το θέμα των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων, ναι υπήρχαν τέτοιου είδους ανησυχίες. Κατά τη γνώμη μου αυτό έγινε γιατί ένα ευρωπαϊκό μπλοκ θεωρούσε φθηνότερο το να σταματήσει τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα από το να κάνει έρευνα γύρω από το κεφάλαιο αυτό. Όμως, για να μην είμαι άδικος πρέπει να αναγνωρίσω ότι πριν από 20 χρόνια δεν υπήρχαν μακροπρόθεσμες μελέτες που να αποδείκνυαν αν υπάρχει πρόβλημα ή όχι. Σήμερα, λοιπόν, το ερώτημα αυτό είναι για μένα λίγο άσκοπο. Κι αυτό γιατί εκτός Ευρώπης, το 95% των μεγάλων καλλιεργειών σόγιας, καλαμποκιού και βαμβακιού προέρχεται έτσι κι αλλιώς από σπόρους γενετικά τροποποιημένους. Κι αυτό συμβαίνει τουλάχιστον εδώ και δέκα χρόνια».
Η φύση λειτουργεί με μετάλλαξη
Με φόντο τα μεταλλαγμένα προϊόντα και με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται τα τελευταία χρόνια για… αρχαίους σπόρους που καλλιεργούνται και αξιοποιούνται στην παρασκευή πιο υγιεινών προϊόντων, ο κ. Ευθυμιάδης εξέφρασε επιφυλάξεις τονίζοντας πως αυτό είναι περισσότερο υπόθεση μάρκετινγκ και λιγότερο ουσίας. «Την άποψη κάποιων ότι κάθε τι αρχαίο είναι πιο γνήσιο, πιο ανόθευτο και άρα καλύτερο, επιτρέψτε μου να μην την ενστερνίζομαι. Και το λέω αυτό με την έννοια ότι η φύση λειτουργεί με μετάλλαξη. Γι αυτό και η αρνητική αντιμετώπιση που βλέπαμε παλαιότερα για τα μεταλλαγμένα ήταν λάθος. Βλέπετε, στη φύση συμβαίνουν συνέχεια μεταλλάξεις. Μην πάμε μακριά: Όλοι εμείς είμαστε η μετάλλαξη των γονιών μας. Δεν υπεστήκαμε γενετική τροποποίηση. Όλοι οι φυσικοί οργανισμοί έτσι μετεξελίσσονται», επεσήμανε.
Το «διψασμένο» βαμβάκι
Η συζήτηση έφτασε κάποια στιγμή και στο βαμβάκι, καθώς μία από τις εταιρείες του Ομίλου Ευθυμιάδη ασχολείται με τη γενετική βελτίωση προϊόντων και κυρίως του βαμβακιού. Το ερώτημα που δέχτηκε ο κ. Ευθυμιάδης ήταν εάν σε μία εποχή που εκφράζονται έντονες ανησυχίες για έλλειψη νερού απαιτείται η αντικατάσταση του σημερινού φυσικού αλλά υδροβόρου βαμβακιού από συνθετικό, και ήταν αρνητικός: «Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτήν την άποψη. Νερό έχουμε και μάλιστα περισσότερο απ' όσο χρειαζόμαστε. Αυτό που δεν έχουμε είναι υποδομές για να το συγκεντρώσουμε». Αφού επαίνεσε την άριστη ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού, σχολίασε: «Το να λέμε ότι μας λείπε το νερό, ενώ έχουμε να επενδύσουμε σε φράγματα πολλά χρόνια, το βρίσκω φαιδρό». […] «Ο κόσμος έχει δίκιο που διαμαρτύρεται όταν το νερό ακριβαίνει. Και οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν δίκιο που λένε ότι το νερό αρχίζει και σπανίζει». […] «Γι αυτό, λοιπόν, λέω πως μία από τις μεσομακροπρόθεσμες επενδύσεις που θα μπορούσε να κάνει ένα κράτος σε σχέση και με την κλιματική κρίση είναι ακριβώς αυτό: Υποδομές για τη συγκέντρωση και αξιοποίηση των νερών».
Αγροτικά προϊόντα και καινοτομία
Μιας και το βασικό θέμα της συζήτησης ήταν «Η καινοτομία στα αγροτικά προϊόντα», ρωτήθηκε η κ. Τσέτου για το πώς θα μπορούσε μία εταιρεία σαν τη δική τους να συμβάλλει στη χρήση καινοτομίας προς όφελος της γεωργίας; «Η καινοτομία είναι κάτι που σίγουρα υπάρχει και θα υπάρχει. Αυτό που βλέπουμε εμείς και μπορούμε να συμβάλλουμε είναι, αρχικά, πώς μπορεί να επιτευχθεί η απλούστευση των διαδικασιών συγκέντρωσης των δεδομένων που απαιτούνται για να γίνουν σωστές μελέτες και αναλύσεις επί των διαφόρων θεμάτων. Αυτή η διαδικασία σήμερα απαιτεί πολύ χρόνο. Εμείς, κάνοντας χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και με την ανθρώπινη συμβολή επιδιώκουμε να φέρουμε πολύ πιο γρήγορα το αποτέλεσμα που χρειάζεται μία εταιρεία. Έχουμε τη δυνατότητα να συγκεντρώσουμε (από όλες τις εφαρμογές, τις πλατφόρμες και τους ανθρώπους μίας εταιρείας) όλα τα δεδομένα και να τα «ρίξουμε» μέσα στο μοντέλο που θα τα αναλύσει», απάντησε.
Τεχνητή νοημοσύνη και γεωργία
Σχετικά με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και αν μπορούμε να την αξιοποιήσουμε στον χώρο της ελληνικής γεωργίας, η κ. Τσέτου είπε πως «ναι, μπορούμε να την αξιοποιήσουμε» και ότι «Η Ελλάδα πάντα είχε μυαλά ικανά να εξελίσσουν τα δεδομένα και τις τεχνολογίες». Όμως, υπογράμμισε: «Τα μοντέλα, ναι, αναπτύσσονται. Το ζήτημα, πλέον, δεν είναι το αν και πώς μπορούμε να αναπτύξουμε τα μοντέλα αλλά το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά και πώς θα εφαρμοστούν μέσα στις εταιρείες και θα γίνουν μέρος της νοοτροπίας τους. Είναι πολύ σημαντικό να μπορούν οι υπάλληλοι να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο για να βελτιώσουν τη δουλειά τους αλλά να μην το φοβούνται. Σήμερα, γενικότερα, έχουμε φόβο με την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ) κυρίως για το αν αυτή θα αντικαταστήσει το εργατικό δυναμικό».
«Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι βέβαιο ότι μπορεί να μας βοηθήσει πάρα πολύ, όμως χωρίς το ανθρώπινο χέρι αυτό δε γίνεται», ανέφερε, από την πλευρά του ο κ. Ευθυμιάδης και συμπλήρωσε: «Αν και μπαίνω σε άλλων χωράφια, νομίζω ότι το κεφάλαιο της Τεχνητής Νοημοσύνης υποτιμάει πολύ τον ανθρώπινο παράγοντα. Εγώ δεν πιστεύω ότι δε θα φτάσουμε ή δεν πρέπει να φτάσουμε σε καιρούς που ένα μηχάνημα, δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση, να σου λέει τι να κάνεις. Εκεί που σίγουρα θα μπορούσε να βοηθήσει είναι στο να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν τα data που χρειάζονται π.χ. για τη διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για τη γεωργία στην Ελλάδα. Στο σκέλος αυτό θα μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να σε κατευθύνει πολύ καλύτερα αλλά δε θα μπορεί σε καμία περίπτωση να σου θέσει τις προτεραιότητές σου. Γιατί κακά τα ψέματα, οι κοινωνίες προχωράμε με προτεραιότητες. Προσωπικά πιστεύω πολύ στη διάδραση ανθρώπων και μηχανών αλλά δεν πιστεύω ότι οι μηχανές θα μας αντικαταστήσουν».