Εδώ και σαρανταοκτώ ώρες σοβεί εκ νέου μια σφοδρή -υπαρξιακή για την Αρμενική πλευρά-, στρατιωτική σύγκρουση με την προσχεδιασμένη και κατά τα φαινόμενα, καλά προετοιμασμένη εισβολή στρατιωτικών μονάδων του Αζερμπαϊτζάν στην ελεγχόμενη από τους Αρμενίους περιοχή του Αρτσάχ (Ναγκόρνο Καραμπάχ).
Συνήθως η εξαγωγή έστω και πρωτόλειων συμπερασμάτων, όσον αφορά τους Αντικειμενικούς στόχους (ΑΝΣΚ) των εμπλεκομένων, τις εμπεπλεγμένες δυνάμεις και την πρόοδο των επιχειρήσεων, καθίσταται δυνατή, αφού έχουν μεσολαβήσει αρκετές ώρες (ίσως και λίγες ημέρες).
Ακόμη πιο δυσχερής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης σχεδίου-στρατηγικής απεμπλοκής (exit strategy), αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ενώ τα μέρη παραμένουν τα ίδια από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκία σε πρώτο επίπεδο και Ρωσία σε δεύτερο), οι συνθήκες είναι αρκετά διαφορετικές.
Σαφέστατα, η Τουρκία, όπως φάνηκε ξεκάθαρα το προηγηθέν διάστημα, όχι μόνο στήριξε το καθεστώς Αλίγιεφ, πολιτικά και διπλωματικά, αλλά διοχέτευσε (και τις στιγμές που γράφεται το παρόν συνεχίζει) να παρέχει σοβαρότατη υλικοτεχνική και πληροφοριακή υποστήριξη στις επιχειρήσεις της αζερικής πλευράς.
Και το ερώτημα που τίθεται βεβαίως, δεν είναι τι στοχεύει να επιτύχει το Μπακού, αλλά τι επιδιώκει η ίδια η Άγκυρα. Τούτο, αφ’ ής στιγμής, γνωρίζει πολύ καλά τις «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας, ακόμη περισσότερο όταν, ταυτοχρόνως οι στοχεύσεις του καθεστώτος Ερντογάν, συγκρούονται σε μεγάλο βαθμό, με αυτές της Ρωσίας στη Συρία αλλά και στη Λιβύη.
Ο ισχυρισμός πως η τουρκική πλευρά ανοίγοντας κι άλλο μέτωπο αντιπαράθεσης με χώρες του περιγύρου της, κάνει ένα σχεδόν υποχρεωτικό «άλμα προς τα εμπρός» που ικανοποιεί και την εθισμένη πλέον εσωτερική κοινή γνώμη, ή τεχνηέντως επιχειρεί εν όψει συσσωρευμένων προβλημάτων να την αποπροσανατολίσει, μόνο μερικώς εξηγεί τόσο τον «χρονισμό-timing» όσο και την ουσία του εγχειρήματος αυτού.
Δεν θα απείχε πολύ από την πραγματικότητα, η σκέψη, πως η Ερντογανική Τουρκία, έχοντας διαπιστώσει τα όρια της «προσέγγισης» της με τη Μόσχα και αντιλαμβανόμενη τα αδιέξοδα στα οποία την οδήγησε, επιχειρεί μια (όχι και τόσο) «ηρωϊκή έξοδο» και μια αναστροφή με κατεύθυνση και πάλι το δυτικό στρατόπεδο, έχοντας πάντοτε το «μαξιλάρι ασφαλείας» που προσφέρεται από την Ατλαντική Συμμαχία.
Ο Ερντογάν πιθανότατα υπολογίζει πως η ρωσική πλευρά δεν πρόκειται να προσπαθήσει να αντιστρέψει -τουλάχιστον επί του παρόντος- τα επί του εδάφους κεκτημένα των Αζέρων, αλλά θα προσπαθήσει να σταθεροποιήσει την δεδομένη κατάσταση, χωρίς πολλά περισσότερα.
Από την άλλη, η ρωσική πλευρά, αν και γνωρίζει πολύ καλά πως η Άγκυρα δεν θα ωθήσει την κατάσταση στα άκρα, θα διατηρήσει το προφίλ του προστάτη της Δημοκρατίας της Αρμενίας, μη επιθυμώντας σε αυτό το στάδιο να έλθει σε πλήρη διάρρηξη των -προβληματικών- σχέσεων της με την τουρκική πλευρά.
Η Μόσχα, δεν θα ενεργοποιήσει ρήτρα μονομερούς ή συλλογικής (μέσω του CSTO) συνδρομής της Αρμενίας, όχι γιατί πιθανολογεί τη στη συνέχεια εμπλοκή του ΝΑΤΟ, αλλά γιατί υπολογίζει σε ικανό βαθμό το ενδεχομενο η γειτονική Γεωργία να αδράξει την ευκαιρία να ενταχθεί οριστικά πλέον στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Παρόμοιοι υπολογισμοί ισχύουν και στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου ο διαγκωνισμός των δυο «στρατοπέδων» (Δύσης και Ρωσίας) είναι πολύ έντονος.
Σαφέστατα στο σκεπτικό του τούρκου Προέδρου εξακολουθεί να βαρύνει και το -όπως το αντιλαμβάνεται- ρευστό περιβάλλον στις ΗΠΑ τουλάχιστον μέχρι και τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, μεσούντων των συγκρούσεων η κατάληξη σε πιο συγκεκριμένα συμπεράσματα, είναι μέχρι στιγμής παρακινδυνευμένη και σε κάθε περίπωση, το αποτέλεσμα τους δεν κρίνεται μόνο επί του πεδίου, αλλά και σε επίπεδο ευρύτερης στρατηγικής, όπου ο χρόνος δεν καταμετράται με όρους ωρών και ημερών, αλλά με «τοποθέτηση-positioning” σε μια μεγαλύτερη «σκακιέρα».
Αυτό που σίγουρα όμως εξάγεται σαν συμπέρασμα, από την πορεία των επιχειρήσεων, είναι το ότι ενώ η αρμενική πλευρά, με άνισους όρους, υπέστη όντως εδαφικές απώλειες (αποτέλεσμα της εντυπωσιακής σε μέγεθος προπαρασκευής των Αζέρων, που προμηθεύονται στρατιωτικά εξοπλισμό από πολλές πλευρές, δυστυχώς και από μέρη που αντιμετώπισαν το ζήτημα με αυστηρά κριτήρια κερδοφορίας, σε κάθε περίπτωση κοντόφθαλμα), παραδειγματίζει για μια ακόμη φορά εντυπωσιακά με την κινητοποίηση της, με το μοναδικό σθένος που χαρακτηρίζει τον Αρμενικό λαό. Και γνωρίζοντας το ιστορικό παρελθόν του τελευταίου, δεν θα αρκεσθεί σε μια απλή αποδοχή τετελεσμένων.
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.