Του Νίκου Μελέτη
Βαριά υποθήκη ενέγραψε για την Ελλάδα η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία σήμερα συμπληρώνει έναν χρόνο ζωής από τη δημοσιοποίηση των συνομολογημένων όρων της. Μια Συμφωνία η οποία δίχασε τον ελληνικό λαό, σπατάλησε κρίσιμη δυναμική και πολιτικό κεφάλαιο για την Ελλάδα σε μια εξαιρετικά δύσκολη καμπή για τη χώρα κατά την έξοδο από τα μνημόνια, έγινε δεκτή με χαρά και ικανοποίηση από τον διεθνή παράγοντα, πέτυχε την αλλαγή της επίσημης ονομασίας του κράτους, άφησε όμως ανοικτούς λογαριασμούς με την Ιστορία και την καθημερινότητα της συμβίωσης των δύο κρατών και των δύο λαών.
Στις Πρέσπες, στους Ψαράδες, στις 17 Ιουνίου 2018 οι κ. Κοτζιάς και Δημητρόφ έβαζαν την υπογραφή τους υπό το βλέμμα των ηγετών των δύο χωρών, Ζ. Ζάεφ και Αλ. Τσίπρα, σε μια Συμφωνία αμφιλεγόμενη, στην οποία είχαν καταλήξει οι δύο πλευρές έπειτα από μια προβληματική διαπραγμάτευση, η οποία ξεκίνησε και καθοδηγήθηκε σε όλη τη διάρκειά της από τη δέσμευση ότι θα καταλήξει, με κάθε τρόπο και τίμημα, σε λύση.
Για τον Ζ. Ζάεφ η συγκρότηση και η επιβίωση της κυβέρνησής του οφείλονταν στην ισχυρή στήριξη της Δύσης και του αλβανικού παράγοντα, που είχαν ως προϋπόθεση όμως την επίτευξη Συμφωνίας με την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει και η ευρωατλαντική πορεία της χώρας.
Από την πλευρά της Αθήνας, η διαπραγμάτευση του Σκοπιανού και η αναζήτηση λύσης ακολούθησε άλλες διαδρομές και είχε άλλες παραμέτρους:
Τη δέσμευση της κυβέρνησης τόσο στη γερμανική κυβέρνηση και στην Α. Μέρκελ όσο και στην Ουάσινγκτον και στον Ντ. Τραμπ, ότι η Αθήνα θα επιλύσει τη διαφορά και ότι θα πρέπει η συνεισφορά της αυτή, που λειτουργεί υπέρ της σταθερότητας και αποτρέπει τη ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια, να αναγνωρισθεί και να ανταμειφθεί.
Την πεποίθηση ότι η επίλυση της διαφοράς με όποιον τρόπο θα ήταν τελικά θετική για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς βάσει μιας μαρξιστικής προσέγγισης η συμβίωση των δύο χωρών και το ευρωπαϊκό πλαίσιο τελικά θα αμβλύνουν και θα εξαφανίσουν στο μέλλον τις εκκρεμότητες που αφήνει στα θέματα ταυτότητας, που ήταν και ο πυρήνας της διαφοράς.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών ο Ν. Κοτζιάς θεώρησε, χωρίς να λογαριάζει τον «ξενοδόχο», ότι έδινε την ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα να κάνει την υπέρβαση, να απαλλαγεί από τον Π. Καμμένο και τους ΑΝΕΛ και να διαμορφώσει νωρίς, πριν από τις εκλογές ένα «προοδευτικό μέτωπο». Τελικά, ο ίδιος βρέθηκε εκτός κυβέρνησης πριν από τον κ. Καμμένο.
Εξάλλου η Αριστερά, και συγκεκριμένα ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν πίστεψε την υπόθεση της ονομασίας της γειτονικής χώρας και με κορυφαία στελέχη της κυβέρνησής του να πιστεύουν και να έχουν αγωνισθεί για το δικαίωμα της χώρας να ονομάζεται «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ήταν προφανές ότι η οποιαδήποτε λύση θα θεωρούνταν... θρίαμβος.
Αποδεχόμενη ότι αρκεί ο απλός διαχωρισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από τη σλαβική ταυτότητα, η κυβέρνηση αποδέχθηκε σειρά παραχωρήσεων προς την άλλη πλευρά, αλλοιώνοντας τελικά την ισορροπία της Συμφωνίας.
Ο «Μακεδονισμός», ο «Μακεδονικός αλυτρωτισμός», μόνο στην περίοδο Γκρούεφσκι στηρίχθηκε στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής ταυτότητας της αρχαίας Μακεδονίας, ενώ αντιθέτως ταυτίσθηκε με τον σλαβικό εθνικισμό και την προσπάθεια που ακολούθησε μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για ενοποίηση του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας...
Ένα όνομα και μια πλαστή ταυτότητα
Η Συμφωνία των Πρεσπών (και αυτό είναι το σημαντικότερο, αν όχι και μοναδικό θετικό σημείο της) κατοχύρωσε την αλλαγή ονομασίας του κράτους και όλων των επίσημων θεσμών, εισήγαγε έστω και με προβληματικό τρόπο τις αναγκαίες αλλαγές στο Σύνταγμα της χώρας, ώστε αυτές να είναι θεσμικά κατοχυρωμένες, όμως προσέφερε για τη δεδομένη και αυτονόητη δέσμευση που υπήρχε για την ΠΓΔΜ ήδη από το 1993 και το 1995, δηλαδή για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής ονομασίας για τη χώρα, δυσανάλογα ανταλλάγματα.
Η Ελλάδα για πρώτη φορά αναγνωρίζει αυτό που αποτέλεσε τον πυρήνα της διαφοράς, δηλαδή την ύπαρξη εθνικής οντότητας με συγκεκριμένη γλώσσα και ταυτότητα. Η «μακεδονική γλώσσα», ο «μακεδονικός λαός», το δικαίωμα ελεύθερης χρήσης του όρου «Μακεδονία - Μακεδόνας», η αναγνώριση του δικαιώματος χρήσης του όρου «Μακεδονικός-ή» για δραστηριότητες, η έγκριση από την Ελλάδα της αναφοράς στο αναθεωρημένο Σύνταγμα της χώρας στα «μέλη της διασποράς του μακεδονικού λαού» σε αντιδιαστολή με τους υπηκόους του κράτους στο εξωτερικό, αλλά κυρίως και η αναφορά της εθνικότητας ως «Μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας», ήταν στοιχεία της Συμφωνίας που ουσιαστικά καθιστούν άδειο κέλυφος την «επιτυχία» της Αθήνας για αλλαγή της ονομασίας της χώρας.
Εκκρεμότητες ουσίας
Δώδεκα μήνες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας και τέσσερις μήνες μετά που τέθηκε σε ισχύ, πολλές εκκρεμότητες παραμένουν: η Συμφωνία... διέσωσε τα αγάλματα στα Σκόπια, καθώς δεν απαιτήθηκε η απόσυρσή τους, αλλά συμφωνήθηκε η τοποθέτηση... ταμπελίτσας που θα αναφέρει ότι έχουν αναφορά στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ταμπελίτσες που φυσικά δεν έχουν τοποθετηθεί. Οι συνομιλίες για τα εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες μετά τις πρώτες πανηγυρικές συναντήσεις απονεκρώθηκαν, οι συναντήσεις για την αλλαγή των σχολικών βιβλίων έγιναν εν κρυπτώ, κανείς δεν γνωρίζει ποιες είναι οι αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί, εάν έχουν ζητηθεί αλλαγές και στα ελληνικά βιβλία, και κυρίως εάν υπάρχει τελική συμφωνία ή αν και την επόμενη χρονιά θα παραμείνουν τα ίδια βιβλία που βρίθουν αλυτρωτικών αναφορών.
Τα παράθυρα που αφήνει η Συμφωνία των Πρεσπών επιτρέπουν στη γειτονική χώρα να κάνει ευρύτατη χρήση του όρου «Μακεδονία -ικός», όταν π.χ. υπάρχει αναφορά σε «μακεδονική» οικονομία, τουρισμό, γεωργία, κτηνοτροφία, «μακεδονικό» χορό, θέατρο, μπάσκετ...
Αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολο να εμπεδωθεί και στην Ελλάδα και στην ελληνική κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι υπήρξε μια καθαρή Συμφωνία που λύνει οριστικά τη διαφορά με τη γειτονική χώρα. Και συντηρεί το αίσθημα ιστορικής αδικίας, το οποίο αποτελεί ένα διαρκές ψυχολογικό εμπόδιο υπέρβασης της διαφοράς.
Οι δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης ή ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι εξαιρετικά περιορισμένες και κάθε τέτοια απόφαση θα έχει σοβαρές συνέπειες, ενώ την ίδια ώρα η Βόρεια Μακεδονία θα απολαμβάνει ήδη τα πλεονεκτήματα της ένταξής της στο ΝΑΤΟ, θα δέχεται τη στήριξη του διεθνούς παράγοντα και συγχρόνως θα έχει στη φαρέτρα της τη, βάσει διεθνούς Συμφωνίας, δέσμευση της Ελλάδας να στηρίξει την ένταξή της σε κάθε διεθνή οργανισμό και φυσικά στην Ε.Ε.
Άλλα κίνητρα και άλλα κέντρα...
Στην Ελλάδα, όπως αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η Συμφωνία των Πρεσπών λειτούργησε ως καταλύτης, διευκολύνοντας την απλή δυσαρέσκεια να μετατραπεί σε ψήφο διαμαρτυρίας εναντίον της κυβέρνησης. Και λειτούργησε αποσαθρώνοντας το προφίλ της κυβέρνησης όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά σε όλη τη χώρα. Η καχυποψία για τη Συμφωνία των Πρεσπών, η υποψία ότι ήταν άλλα τα κίνητρα και άλλα κέντρα έσπρωξαν στη Συμφωνία, η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης ήταν η ίδια και στη Μακεδονία, και στη Θράκη, και στην Πελοπόννησο, και στη Στερεά Ελλάδα, και στην Κέρκυρα, και στο Καστελόριζο και στην Κρήτη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να είναι παρούσα και ενεργή στις εξελίξεις στα Βαλκάνια, όπου ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός είναι σε φάση αναζήτησης και η Βόρεια Μακεδονία μετά την ενίσχυση του αλβανικού παράγοντα στο εσωτερικό της χώρας δεν είναι στο απυρόβλητο.
Πλέον, η προσπάθεια δεν μπορεί να είναι άλλη από την όλο και πιο στενή και συστηματική παρακολούθηση της εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και η σύνδεσή της με όσο το δυνατόν πιο συσταλτικής ερμηνείας των «παράθυρων» που άφησε πίσω της η Συμφωνία για τη συντήρηση και προώθηση του Μακεδονισμού, με την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας, ώστε να αποτραπεί η σταδιακή διολίσθηση σε μορφή διπλής ονομασίας.
*Ταυτόχρονη δημοσίευση στον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί την Τετάρτη 12 Ιουνίου.