Με τη διπλή προσπάθεια της Τουρκίας να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή στη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη, εμβαθύνοντας συγχρόνως de facto τις σχέσεις με την Ε.Ε. και τη διατήρηση και επέκταση ενός αναβαθμισμένου ρόλου στη Ν. Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες η Αθήνα και η Λευκωσία.
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται στις διατλαντικές σχέσεις, μετά το ρήγμα που έχει επιφέρει η πολιτική Τραμπ και οι επιλογές της νέας αμερικανικής κυβέρνησης όσον αφορά το ουκρανικό αλλά και την ασφάλεια της Ευρώπης, έχουν υποχρεώσει τις ευρωπαϊκές χώρες να αναζητήσουν λύσεις, οι οποίες, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, είναι προφανές ότι δεν είναι ούτε εύκολα επιτεύξιμες ούτε αφορούν τις άμεσες προκλήσεις.
Η διαπίστωση όλων είναι ότι σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη καμπή του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, όπου διαμορφώνεται μια νέα τάξη πραγμάτων, η Ευρώπη βρέθηκε απροετοίμαστη, ώστε να μπορέσει να αναζητήσει και να εξασφαλίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της ανήκει, κινδυνεύοντας έτσι να συνθλιβεί μεταξύ των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας.Το πρώτο βήμα που αποφασίζουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι η στρατιωτική ενίσχυση των ευρωπαϊκών δυνάμεων με ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ώστε να υπάρξει ισχυρή αποτροπή και να λειτουργήσει, έστω και χωρίς ακόμη τη συμβολή των ΗΠΑ, μια στοιχειώδης ομπρέλα ασφαλείας στην Ευρώπη. Συγχρόνως, προωθείται η δημιουργία μιας ευρύτερης συνεννόησης σε έναν μηχανισμό τύπου «ΝΑΤΟ πλην ΗΠΑ» για την αντιμετώπιση του ουκρανικού ζητήματος.
Σε αυτή τη διαδικασία, η Τουρκία, η οποία αγωνιά ακόμη αναμένοντας δείγματα γραφής από τον Ν.Τραμπ σε ό,τι αφορά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, βρίσκει τη μεγάλη ευκαιρία να παρακάμψει όλους τους πολιτικούς, διπλωματικούς, οικονομικούς αλλά και ταυτοτικούς περιορισμούς που υπήρχαν για την ένταξή της, επιδιώκοντας, με τους δικούς της όρους, να συμβάλει στη διαμόρφωση της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης. Στόχος της είναι να επιβάλει μια ειδική σχέση αλά καρτ με την Ε.Ε.
Η προσφορά της Τουρκίας συνίσταται στη γεωστρατηγική της θέση, στη διαθεσιμότητα σημαντικών στρατιωτικών δυνάμεων, αλλά και στην αλματώδη ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της, την οποία έχει οικοδομήσει συστηματικά τα τελευταία 25 χρόνια. Συγχρόνως, μέσω συμπράξεων και εξαγορών -προς το παρόν κυρίως με ιταλικές αμυντικές βιομηχανίες- καθώς και συνεργασιών με την Ισπανία και την πώληση αμυντικού υλικού σε τουλάχιστον επτά ευρωπαϊκές χώρες, διεκδικεί μερίδιο από το μεγάλο πακέτο των 800 δισ. ευρώ που εξήγγειλε η Κομισιόν για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Ένα μερίδιο που θα της δώσει τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων (150 δισ.), αλλά και την αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών των κρατών-μελών (650 δισ.).
Η Άγκυρα υπολογίζει ότι, μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση έναντι της Ε.Ε. και έτσι θα ασκήσει πίεση ώστε να παρακαμφθούν τα όποια βέτο προβάλλουν η Ελλάδα, η Κύπρος αλλά και ενστάσεις από άλλες χώρες. Στόχος της δεν είναι, φυσικά, η πλήρης ένταξη στην Ε.Ε. (για την οποία, παρά τα λεγόμενα, η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται πραγματικά), αλλά η ικανοποίηση βασικών επιδιώξεών της, όπως η αναθεώρηση της Τελωνειακής Ένωσης, η απελευθέρωση των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες και η συμμετοχή της στη λήψη αποφάσεων για κρίσιμα ζητήματα της ευρωπαϊκής στρατηγικής άμυνας και ασφάλειας. Και η εδραίωση της ως η περιφερειακή δύναμη που αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής -Δύσης.
Αθήνα και Λευκωσία έχουν να αντιμετωπίσουν μια ιδιαίτερα δύσκολα διαχειρίσιμη κατάσταση, καθώς στις διαδικασίες που εξελίσσονται εκτός του αυστηρού ευρωπαϊκού πλαισίου, όπως το «ΝΑΤΟ πλην ΗΠΑ», δεν έχουν δικαίωμα βέτο. Άλλωστε, στις πρόσφατες συναντήσεις και επικοινωνίες των χωρών που συμμετέχουν στην άτυπη «Συμμαχία των Πρόθυμων», δεν κλήθηκαν ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχει και παραμένει πάντα το όπλο του βέτο, το οποίο όμως θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί, όταν απέναντί του θα βρίσκεται η ασφυκτική πίεση των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών που θέλουν την Τουρκία στο νέο γεωπολιτικό παιχνίδι για το Ουκρανικό.
Αυτό το νέο σκηνικό, με την ισχυροποίηση της Τουρκίας στον τομέα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ενθαρρύνει φυσικά την Άγκυρα και την απομακρύνει από κάθε λογική συναίνεσης στην επίλυση ζητημάτων, όπως τα θέματα οριοθετήσεων με την Ελλάδα αλλά και το Κυπριακό. Και αυτή είναι μια νέα πραγματικότητα που δεν μπορούν να αγνοήσουν η Αθήνα και η Λευκωσία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάντως, τέθηκε από τις δύο πρωτεύουσες και υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η προσθήκη ότι η ευρωπαϊκή άμυνα θα αφορά όχι μόνο τα ανατολικά σύνορα, αλλά όλα τα σύνορα της Ευρώπης.Παράλληλα, έχει ήδη καταγραφεί έντονη αντίδραση από τη Γαλλία σχετικά με τη συμμετοχή μη ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών στο πακέτο των 800 δισ. ευρώ για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης.
Στα ελληνοτουρκικά, παρά τις κινήσεις αβροφροσύνης, όπως οι ανταλλαγές ευχών για τα γενέθλια των δύο ηγετών, είναι προφανές ότι έχει υπάρξει μια σοβαρή επιδείνωση. Η Τουρκία επιχειρεί να επιβάλει το «γκριζάρισμα» περιοχών άσκησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη και αμφίβολης αποτελεσματικότητας η διαρκώς αναβαλλόμενη συνάντηση κορυφής στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, που είχε αρχικά προγραμματιστεί για τις αρχές του 2025.
Σημείο αιχμής αποτελεί η προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλει, δια της απειλής βίας, τον αυτοπεριορισμό της Ελλάδας στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, όπως συνέβη στην υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Κρήτης. Οι έρευνες μετά το επεισόδιο της Κάσου τον Ιούλιο (όταν τουρκικά πολεμικά πλοία παρεμπόδισαν ερευνητικές δραστηριότητες εντός της ελληνικής οριοθετημένης ΑΟΖ, ανατολικά του Καστελόριζου) περιορίστηκαν εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Όταν επιχειρήθηκε να δοκιμαστούν οι προθέσεις της Άγκυρας με την έξοδο του ερευνητικού σκάφους εκτός χωρικών υδάτων, βόρεια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης, η Τουρκία προχώρησε ένα ακόμη βήμα. Εξέδωσε «απαγορευτικό» για τις έρευνες, ακόμη και στο κέντρο του Αιγαίου, σε διεθνή ύδατα, σε περιοχή που ανήκει δυνητικά στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, συνοδεύοντας την κίνηση αυτή με την αποστολή κορβέτας.
Ουσιαστικά, η Τουρκία απαιτεί από την Ελλάδα να περιοριστεί στα χωρικά της ύδατα για οποιαδήποτε έρευνα η εργασία, ακόμη κι αν αυτή αφορά έρευνες ή την τοποθέτηση υποβρύχιου καλωδίου, κάτι που, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν απαιτεί καν άδεια. Αποτέλεσμα αυτής της έντασης ήταν η αποχώρηση, μετά από μήνες αδράνειας, των δύο ιταλικών ερευνητικών σκαφών, που επέστρεψαν στη βάση τους στην Ιταλία. Οι ίδιες απειλές της Τουρκίας έχουν μέχρι στιγμής εμποδίσει την κατάθεση στην Ε.Ε. του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, καθώς και του Προεδρικού Διατάγματος για τα Θαλάσσια Πάρκα στο Αιγαίο.
Η παγίωση αυτής της κατάστασης θα δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις, θα υπονομεύσει την υλοποίηση του σημαντικού έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης και θα προκαλέσει ένα αρνητικό τετελεσμένο για τη χώρα μας.
Από την άλλη, όμως, είναι εξίσου αρνητική και η συζήτηση περί δήθεν επιδίωξης «διπλωματικής συνεννόησης» με την Τουρκία, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε ευθεία αναγνώριση λόγου στην Τουρκία για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας εντός της νόμιμα οριοθετημένης ΑΟΖ (βάσει της Ελληνοαιγυπτιακής Συμφωνίας), καθώς και έμμεση αναγνώριση τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή που η Άγκυρα θεωρεί τουρκική υφαλοκρηπίδα, βάσει του παράνομου Τουρκολιβυκού Μνημονίου.
Η Αθήνα, παράλληλα, παρακολουθεί τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, καθώς η Τουρκία επιχειρεί να ενισχύσει τον ρόλο της μέσω των εξελίξεων στη Συρία. Προς το παρόν, πάντως, η «επεκτατικότητα» της προσκρούει στο μεγάλο εμπόδιο του Ισραήλ, το οποίο έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί στα σύνορά του την εγκατάσταση τζιχαντιστών, έστω και υπό τον μανδύα των «κυβερνητικών» δυνάμεων της Συρίας, ούτε την αντικατάσταση του Ιράν από την Τουρκία ως «πατρώνα» της Δαμασκού.
Στο πλαίσιο αυτό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επιλογή για σύγκληση τριμερούς συνάντησης σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ την επόμενη Πέμπτη στην Αθήνα.