Η συνεργασία Τουρκίας - Κατάρ και η πραγματικότητα
Rafale

Η συνεργασία Τουρκίας - Κατάρ και η πραγματικότητα

Η Ελλάδα επί μια σχεδόν δεκαπενταετία ακολούθησε μια πολιτική ενός ιδιότυπου μονομερούς αφοπλισμού, καθώς η ελληνική ελίτ θεωρούσε ότι θα μπορούσε να επιτύχει τη διευθέτηση των μονομερών απαιτήσεων που θέτει η Τουρκία στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο, χωρίς να επενδύσει στη στρατιωτική ισχύ της Χώρας.

Η ανακοίνωση της τουρκικής στρατηγικής της Γαλάζιας Πατρίδας, η τουρκική υβριδική επίθεση εναντίον της Ελλάδος το Μάρτιο 2020 με τη χρησιμοποίηση παράνομων μεταναστευτικών ροών και οι τρίμηνες σεισμικές έρευνες της Τουρκίας με το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στην Αν. Μεσόγειο, παραβιάζοντας τμήματα της ελληνικής ΑΟΖ, κατέστησαν σαφές ότι το μοναδικό πράγμα που σέβεται η Τουρκία είναι η στρατιωτική ισχύς.

Έτσι η Ελληνική Κυβέρνηση προσχώρησε με ταχείς ρυθμούς στην υλοποίηση σειράς εξοπλιστικών προγραμμάτων, με πλέον εμβληματικά αυτά των γαλλικών αεροσκαφών Rafale και των φρεγατών FDI πιο γνωστών ως Belharra και των αμερικανικών «αοράτων» αεροσκαφών F-35. Είχε προηγηθεί από την προηγούμενη Κυβέρνηση το 2018, η αναβάθμιση 84 αεροσκαφών F-16 στον τύπο Viper, σε βάθος δεκαετίας. 

Οι εξοπλισμοί αυτοί έχουν ενοχλήσει σφόδρα την τουρκική πολιτική ηγεσία, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να «νουθετεί» τους Έλληνες για το άσκοπο αυτών.  Γενικώς οι εξοπλισμοί απαιτούν σημαντικό χρόνο υλοποίησης, επιτρέποντας στον αντίπαλο να αντιδράσει. Το οπλικό σύστημα   που έχει θορυβήσει τους τούρκους, είναι τα αεροσκάφη Rafale, τα οποία με ταχείς ρυθμούς φθάνουν στην Ελλάδα και καθίστανται βαθμιαία επιχειρησιακά, καθώς τους στοιχειώνει το παρελθόν.

Την 4 Ιουλίου 2020, «άγνωστα» αεροσκάφη προσέβαλαν την αεροπορική βάση Al-Watiya  στη Λιβύη η οποία είχε περιέλθει στις κυβερνητικές δυνάμεις, με την υποστήριξη της Τουρκίας.  Εκεί η τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είχαν αναπτύξει μεταξύ άλλων, αντιαεροπορικά συστήματα Hawk και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου KORAL, τα οποία εξουδετερωθήκαν από τις αεροπορικές προσβολές. Καμία χώρα δεν ανέλαβε την ευθύνη της επιθέσεως.

Από τα σενάρια  που διακινούνται το επικρατέστερο είναι ότι τα αεροσκάφη που χρησιμοποιήθηκαν ήταν Rafale, χωρίς ρητά να αναφέρεται η χώρα της προελεύσεώς τους (ύποπτες, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Γαλλία). Αυτή η αεροπορική προσβολή απέδειξε κενά και αδυναμίες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο σύστημα αεραμύνης τους, έναντι αεροσκαφών 4,5 γενιάς όπως είναι τα Rafale.

Κατόπιν αυτών, η Τουρκία για να αντιμετωπίσει τον διαγραφόμενο κίνδυνο, από τα ελληνικά Rafale, υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας στον τομέα της  εκπαιδεύσεως, με το Κατάρ με το οποίο έχει στενότατες σχέσεις και κοινή στρατηγική σε πολλά ζητήματα της Μ. Ανατολής. Με αυτή τη συμφωνία θα αναπτυχθούν προσωρινά σε τουρκικές βάσεις 36 αεροσκάφη και 250 στελέχη του Κατάρ, για την πραγματοποίηση συνεκπαιδεύσεων με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.

Πρώτον, η συμφωνία αυτή πρέπει να καταστεί σαφές ότι δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση συμφωνία συμμαχίας Τουρκίας – Κατάρ, με ενδεχόμενο αντίπαλο και την Ελλάδα. Δεύτερον, δεν προοιωνίζει αυτή καθεαυτή χρησιμοποίηση, πώληση ή  μεταφορά αεροσκαφών Rafale του Κατάρ  στην Τουρκία, καθώς μια τέτοια ενέργεια απαιτεί την έγκριση της Γαλλίας, καθόσον το πιστοποιητικό τελικού χρήστη (end user certificate) έχει εκδοθεί για το Κατάρ. Τρίτον, η Γαλλία δεν έχει αντιδράσει στην εκπαιδευτική ανάπτυξη των Rafale  στην Τουρκία  και πως θα μπορούσε άλλωστε αφού είναι μια χώρα του ΝΑΤΟ, ενώ δεν πρέπει να αποκλείονται και σκέψεις στο πίσω μέρος του μυαλού της, η Τουρκία να προχωρήσει στην προμήθεια Rafale, βλέποντας και εκ του σύνεγγυς τις δυνατότητες τους, αφού είναι γνωστό ότι έχει αποκλεισθεί από το πρόγραμμα του αμερικανικού F-35.

Φυσικά, το τελευταίο είναι ένα περίπλοκο ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τελεσφορήσει, χωρίς την συγκατάθεση ή την σιωπηρά ανοχή των ΗΠΑ. 

Από ελληνικής πλευράς η εκπαιδευτική αυτή συνεργασία γεννά κινδύνους για τα ελληνικά Rafale; Είναι πολύ δύσκολο από μια τέτοια συνεργασία αλλά και από μια πιο βαθειά τεχνική εξέταση του υλικού, από την Τουρκία, εφόσον αυτή επιτραπεί, να αποκαλυφθούν όλες οι κρίσιμες δυνατότητες του αεροσκάφους οι οποίες θα επιτρέψουν στην Τουρκία να αποκτήσει στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδος.

Αναμφισβήτητα, η συνεργασία θα αποκαλύψει κάποιες τεχνικές και τακτικές δυνατότητες στην τουρκική πλευρά, τις οποίες η ελληνική πλευρά πρέπει να έχει υπόψη, πλην όμως αυτές δεν είναι τέτοιες ώστε να προσφέρουν το στρατιωτικό πλεονέκτημα στην Άγκυρα. Το Rafale δεν θα χρησιμοποιηθεί για κλειστές εμπλοκές, όπως συμβαίνει τώρα στην ειρήνη με τα  F-16 στο Αιγαίο.  

Ως μια πλατφόρμα, με μεγάλες ικανότητες επιβιώσεως, εντοπισμού, προσδιορισμού και εμπλοκής στόχων, θα χρησιμοποιήσει τα υψηλών δυνατοτήτων οπλικά συστήματα που διαθέτει για την επίκαιρη και μετ’ ακριβείας  προσβολή τους, εξ αποστάσεως και υπό τις μέγιστες επιτρεπτές συνθήκες ασφάλειας.

Με βάση τα προαναφερθέντα, οι ενέργειες και η ρητορική της Τουρκίας δείχνουν ότι έχει αμυντικά κενά, η Ελλάδα κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, καθώς σταδιακά μπορεί εξισορροπήσει την διαφορά ισχύος η οποία είχε δημιουργηθεί, ώστε να οδηγηθεί υπό ευμενείς συνθήκες στο τραπέζι του διαλόγου τον οποίο επιδιώκει. Φυσικά, όλο αυτό είναι ένας μακρύς, επίπονος, ενίοτε  υψηλού κίνδυνου δρόμος,  το οποίο δεν θα επιτευχθεί μόνο με την προμήθεια οπλικών συστημάτων. Απαιτείται εναρμόνιση πολιτικής, στρατηγικής και επιχειρήσεων και πάνω από όλα εθνικό φρόνημα, κοινωνική υποστήριξη και πίστη στο δίκαιο του αγώνα, για την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.

* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ