Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Ο επηρεασμός της βούλησης των αντιπάλων αποτελεί το βασικότερο στόχο κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων σε θερμές ή μη συγκρούσεις. Οι προσπάθειες επηρεασμού ανάγονται σε βάθος αιώνων και είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των μέσων επικοινωνιών που εκτόξευσαν τη γενικευμένη χρήση τους σε ειρήνη, κρίση ή πόλεμο.
Μέσα, τεχνικές και θεωρίες επινοήθηκαν και εξειδικευμένοι όροι όπως ψυχολογικές επιχειρήσεις, πληροφοριακός πόλεμος, στρατηγική επικοινωνία (ενδεικτική αναφορά) εμφανίστηκαν υποσχόμενες την επίτευξη των στόχων μας. Οι παραπάνω μεθοδεύσεις, κατά περίπτωση, απευθύνονται στο ημέτερο ακροατήριο, στους αντιπάλους, πραγματικούς ή ενδεχόμενους και στο διεθνές περιβάλλον, περισσότερο ή λιγότερο φιλικό με εμάς. Διακρίνονται φυσικά και υποομάδες σε κάθε κατηγορία όπως κυβέρνηση, λαός, ένοπλες δυνάμεις αλλά και περισσότερο συγκεκριμενοποιημένη ή ακόμη και εξατομικευμένη στόχευση.
Προφανές είναι ότι κάθε ακροατήριο πρέπει να είναι αποδέκτης συγκεκριμένου μηνύματος που να ανταποκρίνεται στις δικές του αντιλήψεις, χαρακτηριστικά, χρονικές περιόδους και πολλούς άλλους παράγοντες για να έχει πιθανότητες επιτυχίας η ενέργεια μας. Η σημερινή όμως διάχυση της πληροφορίας και των μηνυμάτων καθιστούν αδύνατο τον περιορισμό του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται μια συγκεκριμένη προσπάθεια. Κατά συνέπεια οι συντάκτες των μηνυμάτων πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στην προετοιμασία τους, το χρόνο εκτόξευσης, το ύφος και βασικά τα χαρακτηριστικά αυτά να αποτελούν μέρος μιας ολοκληρωμένης επικοινωνιακής στρατηγικής εντεταγμένης στην υψηλή στρατηγική του κράτους και όχι ευκαιριακές ή εν θερμώ εκφράσεις.
Με αυτές τις επισημάνσεις ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις πρόσφατες ελληνοτουρκικές δηλώσεις. Η τουρκική πλευρά, συνεπής στη στρατηγική υψηλών τόνων, με παράλληλη στόχευση στο εσωτερικό (τουρκικό) και εξωτερικό (ελληνικό) ακροατήριο, παραθέτει εμπρηστικές δηλώσεις και προειδοποιήσεις προς τη χώρα μας. Θα ήταν ολέθριο σφάλμα να θεωρήσουμε ότι η Άγκυρα με τις δηλώσεις αυτές αποβλέπει μόνο στην εξυπηρέτηση εσωτερικών κομματικών στόχων και στη δημιουργία εντυπώσεων. Η Άγκυρα φροντίζει συνεχώς, προς πολλές κατευθύνσεις, να επαναδιατυπώνει τις διεκδικήσεις της και να δημιουργεί το αναγκαίο περιβάλλον για τυχόν δυναμική διεκδίκηση τους.
Η τακτική αυτή δεν υιοθετήθηκε πρόσφατα ούτε αποτελεί επινόηση του καθεστώτος Ερντογκάν. Η Τουρκία συνοδεύει την εκτόξευση των εμπρηστικών αυτών δηλώσεων με έμπρακτες ενέργειες, κυρίως στρατιωτικού χαρακτήρα, ελεγχόμενου (αλλά όχι ανύπαρκτου) κινδύνου. ΟΙ τελευταίες, εφαρμοζόμενες σε βάθος δεκαετιών και συνοδευόμενες με ορισμένες δηλώσεις (causes belli) έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν σκιές σε θέματα εθνικής κυριαρχίας και αμφισβήτησης της ελληνικής ενάσκησης λειτουργικών δικαιωμάτων σε συγκεκριμένους χώρους.
Πολλές αμφιβολίες δημιουργούνται για την ανταπάντηση των τουρκικών δηλώσεων, στο ίδιο τόνο και ύφος, εκ μέρους των Αθηνών, ειδικά τη συγκεκριμένη περίοδο κατά την οποία η Άγκυρα αντιμετωπίζει μια μη θετική «κατανόηση» των θέσεων της από τις δυτικές δυνάμεις. Δεν αναφέρω τη λέξη απομόνωση γιατί θεωρώ, παρά τις προσδοκίες μας, ότι είναι πρακτικά δύσκολη η υλοποίηση της, δεδομένης της γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής αξίας της Τουρκίας. Για οικονομία χώρου δεν υπεισέρχομαι και στο καίριο ζήτημα του ελληνικού οφέλους από ένα εξοβελισμό της Τουρκίας από τη Δύση και τη μετατροπή της σε ένα αναθεωρητικό ισλαμικό κράτος με ηγεμονικές φιλοδοξίες.
Συνεχής αναπαραγωγή της ελληνοτουρκικής έντασης με παρακολούθηση του ύφους και συχνότητας των τουρκικών δηλώσεων δεν είναι παραγωγική καθώς επί της ουσίας δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κανένα από τους στόχους που εκτέθηκαν στην πρώτη παράγραφο του άρθρου. Απεναντίας δίνουν την ευκαιρία στον αντίπαλο να επανέρχεται όχι μόνο με ακόμη περισσότερο εμπρηστικές δηλώσεις αλλά κυρίως με σκόπιμα και προσεκτικά κλιμακούμενες ενέργειες καταγράφοντας τις δικές μας αντιδράσεις σε κάθε επίπεδο.
Πιθανόν η Άγκυρα να αποσκοπεί και στη δημιουργία ενός θερμού επεισοδίου μικρής κλίμακας και οι φραστικές εξάρσεις να υποβοηθούν στη δημιουργία ανάλογου περιβάλλοντος. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι είθισται οι υπουργοί αμύνης να αντιδρούν λεκτικά σε περισσότερο έντονο ύφος από τα λοιπά εντεταλμένα όργανα της πολιτείας μεταφέροντας το αναγκαίο μήνυμα της αποφασιστικότητας. Η καθημερινή όμως μετά υπερβολής μετάδοση του μηνύματος υπονομεύει την αξία του ενώ δίνει ευκαιρία στον αντίπαλο με συγκεκριμένες ενέργειες χαμηλού ρίσκου να υπονομεύσει την αξιοπιστία μας κινούμενος σε οριακές ζώνες της γενικότερης αντιπαράθεσης.
Να μη ξεφεύγει της προσοχής μας ότι κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου τα μηνύματα των δυτικών ηγετών προς τη Μόσχα διαπνέονταν από την αναγκαία αποφασιστικότητα αλλά ενίοτε εμπεριείχαν και την αμφιβολία της επιλογής του τρόπου αντίδρασης. Η προσπάθεια παρακολούθησης της τουρκικής φραστικής επιθετικότητας εκ μέρους του Έλληνα Υπουργού Αμύνης κατά τη γνώμη μου δεν είναι επωφελής. Ο ελληνικός λαός και οι ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν υστέρημα φρονήματος. Το τελευταίο φροντίζουν να εξυψώνουν οι τουρκικές δηλώσεις και ενέργειες που πολλάκις αδυνατούν να ερμηνεύσουν τη ψυχοσύνθεση του λαού μας. Δεν θέλω να αναφερθώ ότι παρόμοιες δηλώσεις του Υπουργού Αμύνης μας δημιουργούν την εντύπωση ότι αποβλέπουν σε κομματικές και εκλογικές σκοπιμότητες.
Σε κάθε περίπτωση, μέγιστη προσοχή πρέπει να υπάρχει στην αποφυγή φραστικών υπερβολών τις οποίες ο αντίπαλος, έχοντας την πρωτοβουλία, θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί με ενέργειες που ένεκα της ιδιαιτερότητας τους δεν θα συναντήσουν την δηλωθείσα αποφασιστική αντιμετώπιση και ως εκ τούτου θα υπονομεύσουν την αποτρεπτική μας ικανότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο πρόσφατο παρελθόν, σε ορισμένες περιπτώσεις (ουκ ολίγες), η χώρα μας αναγκάστηκε να υποχωρήσει από εκφρασθείσες θέσεις.
Οι αναδιπλώσεις αυτές στοίχισαν στη χώρα μας απώλεια αποτρεπτικής ισχύος ίσως ακόμη μεγαλύτερης και από ένα ατυχές αποτέλεσμα μιας μικρής κλίμακας στρατιωτικής σύγκρουσης που ενδεχομένως όμως να καταδείκνυε την αποφασιστικότητα μας να οδηγήσουμε την αντιπαράθεση εκτός ορίων σε περίπτωση υπέρβασης ορισμένων γραμμών εκ μέρους της Άγκυρας. Παρά την εκτίμηση μου ότι την παρούσα χρονική συγκυρία είναι σκόπιμη (και μάλλον εκ μέρους αμφοτέρων των πλευρών) η αποφυγή ενός θερμού επεισοδίου, θεωρώ ότι η φοβική εκ μέρους μας θεώρηση ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε μια αναγκαστική εμπλοκή μας σε διαπραγματεύσεις, εφ' όλης της ύλης, είναι αυτοπαγιδευτική και επικίνδυνα περιοριστική γεγονός που εκμεταλλεύεται ο επιμελώς προετοιμασμένος και διαβασμένος Τούρκος.
Συμπερασματικά, η διατήρηση υψηλών τόνων εκτιμώ ότι, για πλήθος λόγων, δεν συμφέρει την Ελλάδα. Σε αντίθεση η διατήρηση υψηλής ετοιμότητας και αποτελεσματικότητας των ενόπλων δυνάμεων είναι αναγκαία. Για την επίτευξη όμως της τελευταίας δεν αρκούν πολιτικές δηλώσεις αποφασιστικότητας αλλά απαιτείται μακροχρόνια στόχευση, συνέπεια, συνέργεια, συστηματική εργασία και το απαραίτητο πολύμορφο κόστος. Στο σημείο αυτό είμαι αναγκασμένος να αναφερθώ στο διευρυνόμενο χάσμα στόχων και μέσων της ελληνικής υψηλής στρατηγικής δηλαδή στην καθημερινή διεύρυνση της ανισορροπίας της σχετικής ελληνοτουρκικής στρατιωτικής ισχύος σε βάρος μας.
Μια αμυντική υστέρηση που χρονολογείται πριν την έναρξη της βαθύτατης οικονομικής κρίσης και έχει επισημανθεί σε όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας από όλες τις στρατιωτικές ηγεσίες, ίσως όχι -αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος- με την επιβαλλόμενη ένταση που θα έπρεπε. Ενδεχόμενα οι πολιτικές ηγεσίες έχοντας καλύτερη πληροφόρηση να θεωρούν ότι εξωτερικές εξισορροπήσεις και διεργασίες σε διαφορετικές μορφές εξασφαλίζουν αποτελεσματικά τα συμφέροντα μας. Μακάρι να έχουν δίκαιο, καίτοι η ανάγνωση της ιστορίας δεν με πείθει και ομολογώ ότι με ανησυχεί και η προ ημερών, προφανής διατύπωση (αλλά αγνώστου για μένα στόχευσης), του συνήθως ολιγομίλητου Α/ΓΕΕΘΑ ότι «αν χρειαστεί θα πολεμήσουμε μόνοι μας ».
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα). Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου. Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ). Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).