Ο ρόλος του Βερολίνου στα ελληνοτουρκικά θα ενισχυθεί. Η Γερμανία συνομιλεί σε σταθερή πλέον βάση με τις ΗΠΑ προκειμένου να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο μετά τις εκλογές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όχι όπως το 2020 για να αποσοβηθεί η εξέλιξη μιας κρίσης σε ένοπλη αντιπαράθεση, αλλά για να ξεκινήσουν τα δύο μέρη ένα διάλογο, εφόσον καταστεί εφικτό. Οι Αμερικανοί θεωρούν ότι η διαμεσολάβηση Μέρκελ το 2020 είχε θετικό αποτύπωμα και εμπιστεύονται περισσότερο τους Γερμανούς απ' ότι τους Γάλλους ως πιο αμερόληπτους και άρα πιο πιθανό να τους αποδεχτεί η Τουρκία.
Όσο για την κυβέρνηση Σολτς, μετά το «χαστούκι» που δέχτηκε στο ενεργειακό, αλλά και όταν επιχείρησε να εμφανισθεί ως ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης απέναντι στην Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία, πλέον βρίσκεται σε αναζήτηση πυξίδας στην εξωτερική της πολιτική. Το ενδιαφέρον της να παίξει κομβικό ρόλο στην Αν.Μεσόγειο έχει αναζωπυρωθεί, τόσο για ενεργειακούς, όσο και γεωστρατηγικούς λόγους. Διεκδικεί επομένως ενισχυμένο ρόλο μεσολαβητή, καθώς οι ΗΠΑ δεν θέλουν να εμπλακούν ευθέως σε ένα διάλογο για τα ελληνοτουρκικά, παρά θα επιλέξουν να διαμεσολαβήσουν, είτε στο σενάριο μιας σοβαρής κρίσης, είτε για να επιστεγάσουν την όποια συμφωνία, αποτέλεσμα ενός διαλόγου.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι αποδεκτός ένας τέτοιος ρόλος της Γερμανίας από Ελλάδα και Τουρκία. Καταρχήν, η Άγκυρα έχει διαμηνύσει ότι θέλει να διαπραγματευτεί απευθείας με την Ελλάδα, χωρίς την παρουσία τρίτου, ακόμη κι αν αυτός είναι το Βερολίνο. Όσο για την Αθήνα μένει να φανεί κατά πόσο θα ήθελε σε ένα τέτοιο ρόλο το Βερολίνο, που ακριβώς επειδή βρίσκεται ιστορικά εγγύτερα στην Τουρκία και έχει πολύ μεγάλα συμφέροντα, τα οποία έχουν μέχρι σήμερα λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας για την Άγκυρα, κατά το παρελθόν δεν είχε λειτουργήσει ως αμερόληπτος διαμεσολαβητής.
Εφόσον πάντως υποθέσουμε ότι η Τουρκία επιχειρήσει να ξαναμπεί σε ευρωπαϊκή τροχιά, όχι για να ενταχθεί στην ΕΕ, αλλά για να αποκτήσει μια ειδικού τύπου σχέση με τις Βρυξέλλες, η οποία θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Τελωνειακής Ένωσης, τότε σε αυτή την περίπτωση ο ρόλος της Γερμανίας, όπως και της Γαλλίας είναι πολύ σημαντικός. Η Τελωνειακή Ένωση θα επηρεάσει τόσο τον Γάλλο αγρότη, όσο και τον Γερμανό παραγωγό. Αν επομένως η Ελλάδα θέλει να την αξιοποιήσει ως εργαλείο απέναντι στην Τουρκία, προκειμένου αυτή να πειστεί να ξεκινήσει ένα κανονικό διάλογο με την Ελλάδα χωρίς ανάμεσα στα άλλα να προτάσσει τις γνωστές θέσεις για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών και αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, τότε προφανώς θα πρέπει να πείσουμε το Παρίσι και το Βερολίνο ότι έχουν συμφέρον από κάτι τέτοιο. Και να βάλουν νερό στο κρασί τους σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Τελωνειακής Ένωσης, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως «καρότο» προς τη Τουρκία, προκειμένου να υπάρξει ως «μαστίγιο», η επιβολή δηλαδή ενός αυστηρού πλαισίου στην Άγκυρα για διαπραγμάτευση με την Αθήνα, όπως και ενός χρονοδιαγράμματος, τα οποία η ίδια δεν επιθυμεί.
Στην πράξη η Αθήνα θέλει από το Βερολίνο να προτάξει τη σταθεροποίηση της Αν. Μεσογείου, η οποία περνά αναπόφευκτα από την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έναντι των στενών του οικονομικών του συμφερόντων, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεαστούν από την επικαιροποίηση της Τελωνειακή Ένωσης με την Τουρκία.