Μετά τον Ντράγκι και λίγο παλαιότερα τους Μακρόν και Κουρτς, έχουμε έναν ακόμη ευρωπαίο πολιτικό σε κυβερνητική θέση που λέει τα πράγματα με το όνομά τους για την Τουρκία.
Σε αντίθεση με την ανεκδιήγητη επίσκεψη των Μισέλ και φον ντερ Λάιεν μόλις λίγα εικοσιτετράωρα πριν. Αυτό θα μείνει τελικά στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη από τη συνάντηση της 15ης Απριλίου.
Και δεν είναι λίγο. Η Τουρκία προσπαθεί με κάθε τρόπο να απομονώσει τα ελληνοτουρκικά από το πολυμερές επίπεδο τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως εξηγώ από καιρό, η Τουρκία χρειάζεται τις συνομιλίες, αλλά με τους δικούς της όρους. Αυτό το πολύ γνώριμο (και για τους μη αιθεροβάμονες απολύτως αναμενόμενο) είδαμε και την 15η Απριλίου, με τη διαφορά ότι η ελληνική αντίδραση το ανέδειξε και το διατυμπάνισε.
Και το έπραξε πέρα από το καθιερωμένο διπλωματικό πλαίσιο, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται οι Ηρακλείς της αρτηριοσκληρωτικής πεπατημένης.
Διότι οι συναντήσεις είναι καταρχήν θετικές, έχουν υπάρξει πολλές σε όλα τα επίπεδα και στο παρελθόν, αλλά δεν συνιστούν εκβάσεις. Συνιστούν μόνο βήματα προς κάποιους στόχους. Έτσι θα πρέπει και να αξιολογούνται.
Η Τουρκία επιχειρεί αυτή τη στιγμή να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο ΝΑΤΟ και, βέβαια, να παρουσιάσει ένα ευρωπαϊκό πρόσωπο στην ΕΕ. Μάλιστα όσοι επαναλαμβάνουν ως «ανάλυση» το αυτονόητο (ότι η θέση της Άγκυρας γίνεται πιο δύσκολη όσο αυξάνει η ένταση μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας), ξεχνούν ότι αντίστοιχα ενισχύεται δυνητικά και ο ρόλος της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ. Και προσπαθεί να δείξει ότι οι όποιες διαφορές στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίζονται με συνομιλίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, όλες οι κινήσεις μας θα κριθούν εκ του αποτελέσματος: Η τόσο «στριμωγμένη» (όπως διαλαλούν κάποιοι) Τουρκία τι θα δώσει σε αυτήν τη συγκυρία;
Σε ποιο πεδίο από τα τόσα που έχει ανοίξει η επιθετικά αναθεωρητική πολιτική της, θα κάνει πίσω; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα και όχι εάν θα συνεχίσουν άμεσα οι διερευνητικές συνομιλίες. Άλλωστε την 15η Απριλίου, ημέρα των συναντήσεων, το Μπαρμπαρός είχε βγει από το λιμάνι και έπλεε σε διεθνή ύδατα στο κέντρο του Αιγαίου.
Τρεις γενικότερες συμπερασματικές επισημάνσεις με αφορμή την 15η Απριλίου θα πρέπει, νομίζω, να μας απασχολήσουν το επόμενο διάστημα. Πρώτον, οι δίαυλοι επικοινωνίας προφανώς πρέπει να μένουν πάντα ανοικτοί.
Όμως υψηλότερου πολιτικού επιπέδου συναντήσεις έχουν νόημα μόνον όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι έχουμε φτάσει σε ένα νέο επίπεδο των σχέσεων. Γι' αυτό και επέμενα εξ αρχής ότι θα έπρεπε κάποιοι να αφήσουν στην άκρη τις πρώιμες και γι' αυτό ανόητες θριαμβολογίες.
Δεύτερον, οι επικοινωνιακές διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής είναι ίσως αναπόφευκτες, θα πρέπει όμως να μένουν κατά το δυνατόν σε υποδεέστερη θέση. Αυτό ισχύει για κάθε χώρα, για κάθε κυβέρνηση και για κάθε αντιπολίτευση. Δυο λέξεις – κλειδιά θα πρέπει αν ισχύουν: Προετοιμασία και συντονισμός. Σε κάθε επίπεδο.
Τέλος, θα πρέπει να αφήσουμε πίσω τις «αναλύσεις» που επαναλαμβάνουν με διάφορους τρόπους και με ελαφρώς διαφορετικά σε κάθε περίσταση επιχειρήματα το χιλιοειπωμένο και ανόητο, «τι θέλετε επιτέλους, πόλεμο»;
Με πόλεμο – ευθέως – απειλεί η Τουρκία. Στόχος της Ελλάδας είναι η βιώσιμη ειρήνη χωρίς υποχωρήσεις στα αναθεωρητικά σχέδια της γείτονος και χωρίς φινλανδοποίηση.
Ο συνδυασμός ειρηνικής στοχοπροσήλωσης και αμυντικής προετοιμασίας, στον οποίο θα πρέπει να διαπρέψει η Ελλάδα, μόνον ως ορθολογική πατριωτική στάση θα μπορεί να χαρακτηριστεί, τώρα και στο μέλλον.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη