Ο ευρύτερος στόχος της μεταστάθμευσης και συγχώνευσης μονάδων στις Ένοπλες Δυνάμεις «είναι η δημιουργία ενός πιο ευέλικτου και καλύτερα εξοπλισμένου στρατού». Αυτό ανέφερε ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Ιωάννης Κεφαλογιάννης, σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Δημοκρατική Ρόδου» και τη δημοσιογράφο Νατάσα Παμπρή.
«Αυτό μεταφράζεται σε επίπεδο τακτικής στη δυνατότητα διεξαγωγής επιχειρήσεων όχι μόνο σε επίπεδο σχηματισμών αλλά κυρίως μικρότερων μηχανοκίνητων μονάδων», πρόσθεσε.
«Για να συμβεί αυτό απαιτούνται αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των μονάδων, στην αποστολή τους, στο είδος του εξοπλισμού που διαθέτουν. Συνεπάγεται, επίσης, έναν εξορθολογισμό της διαχείρισης του ανθρωπίνου δυναμικού, τόσο των μονίμων στελεχών όσο και των στρατεύσιμων, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο διακηρυγμένος στόχος της αύξησης του ποσοστού στελέχωσης των μονάδων στο 70%, ιδίως στα νησιά του Αιγαίου, σε καιρό ειρήνης», εξήγησε ο κ. Κεφαλογιάννης.
Για τα πολυδύναμα στρατόπεδα σημείωσε ότι εντός τους «ενσωματώνονται οργανικά μονάδες που έχουν διαφορετικά επιμέρους καθήκοντα και αποστολές, οι οποίες, όμως, στοχεύουν στην επίτευξη ενός κοινού στόχου, όπως για παράδειγμα η αμυντική θωράκιση ενός νησιού ή μιας συγκεκριμένης χερσαίας περιοχής».
«Τα πολυδύναμα στρατόπεδα», συνέχισε, «σε συνδυασμό με εκείνα που θα προκύψουν από τη συγχώνευση μονάδων του ίδιου όπλου, ή που διαθέτουν ίδια οπλικά συστήματα, θα συμβάλλουν αφενός στην εξοικονόμηση πόρων οι οποίοι θα διατεθούν στη βελτίωση των εγκαταστάσεων, αφετέρου, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, στην αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος της κάθε μονάδας».
Για τα στρατιωτικά νοσοκομεία, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας τόνισε ότι «προσφέρουν διαχρονικά υγειονομική περίθαλψη υψηλού επιπέδου», ενώ συμπλήρωσε: «Υπάρχουν, ωστόσο, παθογένειες που σχετίζονται τόσο με την οργάνωση και λειτουργία τους όσο και με τη διαχείριση του υγειονομικού προσωπικού που εργάζεται σε αυτά. Επιπλέον, η δεκαετής οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά τόσο την οικονομική λειτουργία όσο και την επαρκή στελέχωσή τους».
«Η αντιμετώπιση αυτών των παθογενειών έχει καταστεί πλέον επιτακτική, καθώς οι επιπτώσεις από τη μη ανάληψη δράσης αντανακλώνται στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τα χιλιάδες στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και τα μέλη των οικογενειών τους» επεσήμανε.
«Με το νέο θεσμικό πλαίσιο επιδιώκουμε να αναβαθμίσουμε τις προσφερόμενες υπηρεσίες και να παρέχουμε νέες προς το σύνολο των δικαιούχων - από τους στρατευσίμους και τα εν ενεργεία στελέχη μέχρι τους αποστράτους και όσους επιμελούνται Άτομα με Αναπηρία (ΑμεΑ)- εκσυγχρονίζοντας και προσαρμόζοντας τη λειτουργία των στρατιωτικών νοσοκομείων στις τρέχουσες και μελλοντικές τους ανάγκες», ξεκαθάρισε.
Για τα κίνητρα προς τους στρατιωτικούς ιατρούς, ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε ότι «μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες» και ανέλυσε: «Κίνητρα που έχουν να κάνουν με το καθηκοντολόγιο. Κίνητρα που σχετίζονται με την ιεραρχική και επιστημονική τους εξέλιξη. Κίνητρα, τέλος, οικονομικού χαρακτήρα».
«Στα πρώτα», όπως είπε, «εντάσσεται η απεμπλοκή των γιατρών από διοικητικά καθήκοντα, όπως π.χ. η διοίκηση ενός Τάγματος Υγειονομικού. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο, τα καθήκοντα αυτά θα μπορούν να τα ασκήσουν και στελέχη των λοιπών υγειονομικών ειδικοτήτων, για παράδειγμα φαρμακοποιοί, νοσηλευτές, επιστρέφοντας, έτσι, γιατρούς στην άσκηση των ιατρικών καθηκόντων τους».
«Με αυτόν τον τρόπο, δίνεται η δυνατότητα και στο λοιπό υγειονομικό προσωπικό να αποκτήσει χρήσιμη διοικητική εμπειρία», πρόσθεσε.
«Δεύτερον», σημείωσε, «μειώνεται ο χρόνος διοίκησης των ιατρών, μια κατάσταση που είχε ως αποτέλεσμα ένας αναισθησιολόγος, π.χ. να μετακινείται υποχρεωτικά σε ένα νησί, μακριά, δηλαδή, από τον φυσικό εργασιακό του χώρο που είναι το νοσοκομείο, για να ασκήσει διοίκηση. Πλέον, η άσκηση διοίκησης θα μπορεί να γίνεται μέσα στα στρατιωτικά νοσοκομεία».
«Τέλος, θεσπίζεται η δυνατότητα διακλαδικής αξιοποίησης του υγειονομικού προσωπικού που σήμερα δεν επιτρέπεται, με αποτέλεσμα να παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο να διαθέτουμε προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αλλά να μη μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε σε νοσοκομείο άλλου κλάδου», υπογράμμισε ο υφυπουργός.
«Ως προς τα επιστημονικά κίνητρα, μειώνεται ο χρόνος αναμονής για τη λήψη ειδικότητας των στρατιωτικών ιατρών και σε ορισμένες κρίσιμες ειδικότητες μηδενίζεται. Τέλος, ως προς τα οικονομικά κίνητρα θεσπίζεται η αποζημίωση των εφημεριών των στρατιωτικών ιατρών», τόνισε.
Όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται για την ενίσχυση των υγειονομικών υπηρεσιών σε ακριτικές περιοχές, ο κ. Κεφαλογιάννης είπε ότι υπάρχει «ένα σοβαρό ζήτημα υποστελέχωσης πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δομών υγείας του ΕΣΥ».
«Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις παραμεθόριες περιοχές τόσο της ηπειρωτικής όσο και της νησιωτικής χώρας, ιδίως στα μικρά νησιά. Δεν περισσεύει προσωπικό στις Ένοπλες Δυνάμεις, περισσεύει, ωστόσο, το αίσθημα ευθύνης των στελεχών μας απέναντι στους συμπολίτες μας, ιδιαίτερα των ακριτικών περιοχών, οι οποίοι πρέπει να απολαμβάνουν ισότιμα το έννομο αγαθό της εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης», υπογράμμισε.
«Ο ρόλος του υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε αυτές τις περιοχές είναι πολυδιάστατος. Η κοινωνική προσφορά των Ενόπλων Δυνάμεων προς τους ακρίτες μας είναι σήμερα ιδιαίτερα εμφανής όχι μόνο μέσα από την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας αλλά και τη συνδρομή τους στη βελτίωση ζωτικών υποδομών ή την πρόληψη και την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών», κατέληξε ο κ. Κεφαλογιάννης.