Ακόμα και πριν από τον σεισμό η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία φαίνονταν οριακή. Υπό την έννοια ότι οι δημοσκοπήσεις επέμεναν ότι για πρώτη φορά μπορούσε να χάσει ο Ταγίπ Ερντογάν.
Την ίδια στιγμή βεβαίως, εάν έπρεπε κάποιος να στοιχηματίσει θα στοιχημάτιζε υπέρ του παρά εναντίον του. Τώρα λοιπόν, μετά τον σεισμό, μετά την τραγωδία έχουμε μια τελείως άλλη κατάσταση. Οποιαδήποτε σταθερά υπήρχε πριν δεν φαίνεται να ισχύει ως προς τις πολιτικές εξελίξεις. Το μέγεθος της καταστροφής είναι τόσο μεγάλο που όλα θα εξαρτηθούν από τον χειρισμό της κρίσης.
Από το κατά πόσον η τουρκική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει την κρίση και δευτερευόντως να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική καταστροφή, η οποία είναι σε εξέλιξη και θα οξυνθεί ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα. Γιατί η ανάγκη για περιθάλψεις αφορά εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που δεν έχουν φαγητό, είναι τεράστια.
Ως προς τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο, και εδώ είναι εύλογο να περιμένει κανείς ότι υπό προϋποθέσεις και εάν η Τουρκία εκμεταλλευθεί το κύμα αλληλεγγύης το οποίο ξεδιπλώνεται αυτήν τη στιγμή, μπορούμε να δούμε την επιστροφή της Τουρκίας στη Δύση.
Αυτό είναι ένα σενάριο. Γιατί είναι μόνο η Δύση που μπορεί να προσφέρει βοήθεια όχι μόνο υλική, αλλά και πολιτική. Δεν είναι μόνο ζήτημα χρημάτων, γιατί χρήματα μπορεί να δώσουν και οι Σαουδάραβες και από το Κατάρ. Το ζήτημα είναι ότι το τραύμα στο συλλογικό, κοινωνικό και πολιτικό σώμα της Τουρκίας είναι τέτοιο που μόνο μέσω από την επανεμπλοκή της στον κόσμο μπορεί να επουλωθεί.
Η επιστροφή της Τουρκίας στη Δύση θα μπορούσε να είναι ένα σενάριο τέτοιο. Ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσουμε πως δύσκολα μπορεί αυτό να ανιχνευθεί επί της ουσίας. Μπορεί θεωρητικά η αλληλεγγύη να ξαναφέρνει την Τουρκία πιο κοντά στη Δύση, αλλά τα μεγάλα διλήμματα και οι στρατηγικές επιλογές θα παραμείνουν οι ίδιες και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μια ηγεσία Ερντογάν μπορεί να αλλάξει τον προσανατολισμό της.
Βραχυπρόθεσμα και σε επίπεδο κλίματος όλα θα είναι πολύ καλύτερα. Και στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον και στις σχέσεις με τις Βρυξέλλες και την Αθήνα. Δεν πιστεύει κανείς ότι υπό αυτές τις συνθήκες η Τουρκία θα συνεχίσει να αντιμάχεται την Ευρώπη. Να συνεχίσει δηλαδή ο κ. Ερντογάν την αντιδυτική του ρητορική.
Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτό δύσκολα θα μεταφραστεί σε αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού. Δύσκολα θα εγκαταλείψει η Τουρκία τις θέσεις της απέναντι στους Κούρδους της Συρίας και δύσκολα θα εγκαταλείψει τη συνεργασία με τη Ρωσία, όπως εξίσου δύσκολα θα μπορούσε υπό την παρούσα ηγεσία να ανακρούσει πρύμναν στη Λιβύη. Αυτό είναι ένα σενάριο που δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας. Πιστεύω ότι θα βελτιωθούν οι σχέσεις με τη Δύση, αλλά αυτό θα κρατήσει όσο καιρό δεν θα χρειάζεται να επιλέξει η Τουρκία. Αν έρθει η ώρα να επιλέξει, τότε ο προσανατολισμός της θα είναι ο ίδιος. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα άρει το βέτο της στη Φινλανδία.
Στα ελληνοτουρκικά δεν αποκλείεται να είμαστε μπροστά σε ένα παράθυρο ευκαιρίας. Χωρίς να αλλάζουν οι θέσεις της Άγκυρας επί της ουσίας, αλλά ενδεχομένως η ατμόσφαιρα να βοηθήσει πρώτα απ’ όλα να πέσουν οι τόνοι, να σταματήσουν οι απειλές, οι προσβολές και να «πέσει» η προσωποποίηση της αντιπαράθεσης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Δεν αποκλείεται να δούμε μια προσπάθεια ή να δούμε υπό προϋποθέσεις μια συνάντηση των δύο ηγετών στο περιθώριο μιας διεθνούς διάσκεψης. Και δεν αποκλείεται καθόλου ως αποτέλεσμα του καλύτερου κλίματος να ξαναρχίσουν οι διαδικασίες που αυτήν τη στιγμή είναι στον «πάγο». Δηλαδή δυτικές επαφές και πολιτικός διάλογος, ακόμα και αν δεν θα αλλάξουν οι τουρκικές θέσεις.
Άλλωστε οι επαφές και ο διάλογος, ακόμα και πριν τον σεισμό, ήταν η θέση των εταίρων μας. Σε ένα καθεστώς καλής ατμόσφαιρας θα προβάλει η ευκαιρία για επαναπροσέγγιση με την Τουρκία. Αυτό που χρειάζεται είναι να αξιολογήσουμε αν η στιγμή είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί μια πολιτική πρωτοβουλία εκ μέρους της Αθήνας. Ως επωδός της κινητοποίησης της μεγάλης και της αλληλεγγύης που δείχνει η Ελλάδα, τόσο σε κυβερνητικό, όσο και σε επίπεδο πολιτών.
Η άποψη μου είναι ότι όντως η Ελλάδα δεν έχει να χάσει απολύτως τίποτα εάν αναπτύξει μια πρωτοβουλία επαναπροσέγγισης. Όχι χωρίς όρους και προϋποθέσεις, αλλά για να αποκατασταθεί η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
*Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ