Ασφαλώς το κλίμα μέσα στο οποίο ξεκινούν οι διερευνητικές είναι αρνητικό, ίσως το χειρότερο δυνατό από το 2002, από τότε δηλαδή που άρχισε η σχετική διαδικασία.
Ασφαλώς όμως πρέπει να ξεκινήσουν. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να τις επιζητά για σειρά λόγων. Καταρχάς, γιατί αυτή που δεν θέλει να οδηγηθούμε σε ένα διάλογο με όρους και προϋποθέσεις είναι η Τουρκία. Βασική της επιδίωξη είναι μια συζήτηση σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό της τεχνικής επιτροπής των διερευνητικών και μια διαπραγμάτευση άνευ όρων και εφ’ όλης της ύλης. Εκεί θα είναι δύσκολο για την Ελλάδα να αρνηθεί να συζητήσει, αφού θα είναι εκτεθειμένη στον διεθνή παράγοντα. Και σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία, είτε θα επιβάλει τις απόψεις της, είτε θα κατηγορήσει με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ότι σε περίπτωση αποτυχίας των διερευνητικών, την Ελλάδα, ότι εκείνη ευθύνεται για το αδιέξοδο. Ένα ιδανικό πεδίο για το blame game που γνωρίζει τόσο καλά η Άγκυρα.
Αντίθετα, στις διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες είναι εμπιστευτικού αλλά μη δεσμευτικού χαρακτήρα, ναι μεν δεν υπάρχει προσδιορισμός των θέσεων, ωστόσο το θετικό της συζήτησης σε επίπεδο επιτροπών, είναι ότι θα ορίσουν την ατζέντα του διαλόγου, εφόσον οδηγηθούμε τελικά σε αυτόν. Είναι ακριβώς αυτό που δεν επιθυμεί η Τουρκία, ένα διάλογο με καθορισμένη ατζέντα.
Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο πρέπει να ξεκινήσουν οι διερευνητικές είναι ότι με την έναρξή τους η Ελλάδα κερδίζει χρόνο για δύο λόγους. Αφενός γιατί θέλει να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τα πολλά και διαφορετικά επίπεδα των συνεπειών της πανδημίας, από το υγειονομικό μέχρι το κοινωνικό και το οικονομικό, αφετέρου για να έχει το χρονικό περιθώριο να ενδυναμωθεί εξοπλιστικά, άρα και διαπραγματευτικά απέναντι στην Άγκυρα, η οποία κακά τα ψέματα, καταλαβαίνει από χώρες οι οποίες έχουν στρατιωτική ισχύ.
Ωστόσο, η στρατιωτική ισχύς δεν είναι αυτή που θα δώσει σε ένα κράτος τη λύση απέναντι στο οποιοδήποτε άλλο. Είναι καθοριστική ως διπλωματικό ατού, για να υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Ασφαλώς λοιπόν και πρέπει να προχωρήσουμε τάχιστα στον έξυπνο εξοπλισμό μας, ωστόσο στο τέλος της ημέρας, ο διάλογος είναι αυτός που θα δώσει τη λύση.
Κάποιοι θα αντιτάξουν ότι οι διερευνητικές επαφές «ακυρώνουν» τις όποιες κυρώσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιβληθούν στην Τουρκία για όσο διάστημα θα διεξάγονται συνομιλίες. Ταυτόχρονα όμως και για όσο θα διαρκούν οι διερευνητικές, θα εκλείψουν και προκλήσεις τύπου Oruc Reis, το οποίο για 82 ημέρες «αλώνιζε» στην Ανατολική Μεσόγειο και διεξήγαγε έρευνες σε μη οριοθετημένη περιοχή, την οποία εμείς θεωρούμε δική μας υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Έπειτα, εφόσον η Τουρκία, αποχωρώντας από τις διερευνητικές, επιστρέψει στις πρακτικές της περιόδου Αυγούστου-Νοεμβρίου 2020, τότε και πάλι θα επανέλθουν στο τραπέζι οι κυρώσεις ή ακόμη και άλλου είδους συνέπειες. Το μεγάλο πρόβλημα της γείτονος αυτή την στιγμή είναι ότι το «ξεπάγωμα» των σχέσεων της με την ΕΕ, το οποίο ο Ερντογάν θέλει για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, περνά μέσα από την Αθήνα. Η Τουρκία δεν μπορεί για την ώρα να υπερβεί αυτό το εμπόδιο.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι οι κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία, ήταν εξαρχής μια ατελέσφορη επιδίωξη και κακώς η ελληνική πλευρά εγκλωβίστηκε για τόσο μεγάλο διάστημα σε αυτή τη λογική. Το καλό της μέχρι τώρα στρατηγικής ήταν ότι αυτή έφερε την Ελλάδα πιο κοντά με χώρες, όπως η Γαλλία και η Αυστρία, των οποίων ο προβληματισμός είναι κοινός απέναντι στην Τουρκία.
Αλίμονο όμως αν η Ελλάδα στοιχιζόταν πίσω από τις κυρώσεις και προσδοκούσε ότι αυτές θα της έδιναν την λύση. Είναι πασιφανές ότι οι κυρώσεις που θα θέλαμε εμείς να επιβληθούν στην Άγκυρα δεν πρόκειται να επιβληθούν, καθώς υπάρχουν κράτη-μέλη που δεν το θέλουν. Εφόσον η Ελλάδα επέλεγε να εγκλωβιστεί κι άλλο στη λογική των κυρώσεων, χωρίς καμία άλλη κίνηση, θα έχανε πολύτιμο χρόνο, χωρίς το παραμικρό κέρδος. Ενώ τώρα, αν ναυαγήσουν οι συνομιλίες και η Τουρκία αρχίσει και πάλι τις επιθετικές ενέργειες θα είναι δυσκολότερο για όσους εντός της ΕΕ τη στηρίζουν, να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της, ενώ η Αθήνα θα μπορεί με άλλον αέρα να επιδιώξει την επιβολή μέτρων, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι έχει εξαντληθεί το χαρτί των διαβουλεύσεων. Εδώ είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σε επίπεδο εντυπώσεων αλλά και ουσίας, το ποιος θα χρεωθεί την ευθύνη ίσως αποδειχθεί καθοριστικό.
Σε κάθε περίπτωση και εφόσον οι διερευνητικές δεν «περπατήσουν», τότε υπάρχει πάντα η προσφυγή στη Χάγη. Και εδώ η Αθήνα, στον βαθμό που θα κινηθεί έξυπνα και ευέλικτα, θα προσθέσει ένα ακόμη όπλο στη διπλωματική της φαρέτρα: Από τη στιγμή που περιθώριο συμφωνίας δεν θα υπάρχει (θα έχει φανεί ότι εξαντλήθηκε), η προσφυγή στη Χάγη (για καθορισμό ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας) θα εξελίσσεται σε μονόδρομο. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αυξάνουμε συνεχώς το κόστος για την Τουρκία, για όσο δηλαδή η κατάσταση θα παραμένει σε εκκρεμότητα, αλλά και να πείσουμε τους εταίρους μας ότι η Χάγη είναι το τέλος της διαδρομής.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτός που θέλει μια συμφωνία χωρίς τη σφραγίδα του δικαστηρίου της Χάγης ή μία διμερή διευθέτηση εκτός διεθνούς δικαίου και ειδικότερα του δικαίου της θάλασσας, είναι η Τουρκία. Δεν το θέλει, επειδή ξέρει ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα απωλέσει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζει ότι έχει. Αν λοιπόν η Ελλάδα δεν τα βρει με την Τουρκία και δεν προσφύγει στην Χάγη θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε ένα καθεστώς ομηρίας, όπου θα νομίζει ότι κάτι της ανήκει, χωρίς όμως τη σφραγίδα του δικαστηρίου και φυσικά δίχως συμφωνία με την Τουρκία.
* O Kωσταντίνος Φίλης είναι Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΔΙΣ και αναλυτής διεθνών θεμάτων του Ant1