Του Νίκου Μελέτη
Η συζήτηση για το πώς έγινε η διαπραγμάτευση της Συμφωνίας των Πρεσπών δίνει την εντύπωση πλέον ότι προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο δογματικός στόχος και η προειλημμένη απόφαση για επίτευξη λύσης, η Ελλάδα εκτός των άλλων αποδέχθηκε ως τετελεσμένα που προσφέρθηκαν στην άλλη πλευρά, μια σειρά ζητήματα τα οποία είχαν τεθεί στο παρελθόν από τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις και είχαν απορριφθεί από την σκοπιανή πλευρά.
Έτσι με αφοπλιστική ειλικρίνεια ακούγεται διαρκώς το τελευταίο διάστημα από όσους διαπραγματεύτηκαν την Συμφωνία των Πρεσπών το επιχείρημα ότι στο τάδε η στο δείνα ζήτημα δεν μπορούσε να αλλάξει αυτό που ίσχυε εδώ και χρόνια.
Σε μια ομολογία δηλαδή ότι στην διαπραγμάτευση απλώς κυριάρχησε η λογική ότι τα «δικά τους, δικά τους και τα δικά μας.. στη μέση», καθώς εκ των πραγμάτων η διαφορά για το όνομα ήταν ακριβώς να αλλάξει και να ανατρέψει τα όσα είχαν επιχειρηθεί να επιβληθούν ντε φάκτο.
Το ότι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν εκτιμήσει την διάσταση της αναφοράς «μακεδονικής γλώσσας» σε μια Διάσκεψη του ΟΗΕ δεν σημαίνει ότι είχε κλείσει το ζήτημα. Με την ίδια λογική επειδή δεν είχε αποτραπεί το 1944 η δημιουργία «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» εντός της Γιουγκοσλαβίας και επειδή το 1991 πρόλαβε να κηρύξει την ανεξαρτησία της η «Δημοκρατία της Μακεδονίας», θα έπρεπε να είχε αναγνωρισθεί η χώρα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και δεν θα υπήρχε λόγος διαπραγμάτευσης.
Δυστυχώς με τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί η παραχώρηση σημαντικών ανταλλαγμάτων στην κυβέρνηση Ζάεφ και στην πΓΔΜ, προκειμένου να συναινέσει στην βασική υποχρέωση που είχε αναλάβει ήδη από το 1993 έναντι του ΣΑ του ΟΗΕ για αλλαγή του συνταγματικού ονόματος της, που προφανώς προϋπέθετε και την υιοθέτηση του στο Σύνταγμα της χώρας. Εξάλλου οι πρώτες συνταγματικές αλλαγές στην χώρα είχαν επιβληθεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 και συνεπώς οι νυν συνταγματικές αλλαγές που είναι «κουτσές» δεν αποτελούν και πρωτοφανές επίτευγμα, όπως επιχειρήθηκε να παρουσιασθεί.
Αυτή η λογική αφορά μια σειρά κρίσιμα ζητήματα, που επιχειρήθηκε να εμφανισθούν ως θέσφατα και δεδομένα που δεν μπορεί να αλλάξουν, ώστε η αποτίμηση της Συμφωνίας να γίνει για όλα τα άλλα, πέραν αυτών.
Και αυτό αφορά την γλώσσα, τις συντμήσεις, την εθνικότητα, τα ιστορικά σύμβολα, τα τοπωνύμια και την αποδοχή φυσικά του σλαβικού πυρήνα του Μακεδονισμού.
Το βασικό επιχείρημα για την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης «Μακεδονικής» γλώσσας είναι ότι αυτή είχε αναγνωρισθεί από τον ΟΗΕ το 1977 στην Διάσκεψη των Αθηνών για την τυποποίηση γεωγραφικών ονομάτων. Προφανώς υπήρξε ολιγωρία της τότε κυβέρνησης που δεν έβαλε αστερίσκο στην συγκεκριμένη αναφορά σε ύπαρξη και της «μακεδονικής» γλώσσας στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας. Όμως ο ΟΗΕ δεν αναγνωρίζει γλώσσες και αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι υποστήριξαν το αντίθετο. Η αναφορά σε «μακεδονική» γλώσσα στην υπηρεσία UNTERM του ΟΗΕ γίνεται με μονομερή δήλωση της χώρας στην οποία δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης βέτο.
Το γεγονός ότι δεν είχε αναγνωρισθεί η «μακεδονική» γλώσσα επιβεβαιώνεται από το ότι σε όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η γλώσσα αποτελούσε ένα από τα βασικά ζητήματα της διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να δοθεί ένα σοβαρό «δώρο» στην σκοπιανή πλευρά, υπήρξε το εφεύρημα της αναφοράς ότι ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλάβικων γλωσσών. (λες και υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο περί σλαβικής γλώσσας).
Όμως με ιδιαίτερη ευκολία έγινε δεκτό το τετελεσμένο που επέβαλε η σκοπιανή πλευρά, με την υποχώρηση από την πάγια θέση του να συνδεθεί η γλώσσα με το νέο όνομα του κράτους ή στη χειρότερη των περιπτώσεων να ονομασθεί αμετάφραστο «makedonski» ώστε να αποδίδεται από την ίδια την ονομασία της γλώσσας ο σλαβικός χαρακτήρας της και να αποφεύγεται η σύγχυση που σκοπίμως δημιουργείται με το «Macedonian». Η αλλαγή της ονομασίας της γλώσσας στον ΟΗΕ θα γίνονταν βάσει της συμφωνίας, κατόπιν αιτήματος των Σκοπίων.
Οι συντμήσεις ΜΚ, MKD που διατηρήθηκαν και παραπέμπουν σε «Μακεδονία» ακούσθηκε το επιχείρημα ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν καθώς πριν μερικά χρόνια δεν εμφανίσθηκε Έλληνας αντιπρόσωπος στην αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ. Όμως σε αυτή την διαδικασία και πάλι δεν υπάρχει δικαίωμα βέτο και απλώς θα καταγράφονταν η ένσταση. Η αλλαγή τους μπορεί να γίνει ,μόνο με την σύμφωνη γνώμη της ενδιαφερόμενης χώρας και φυσικά είναι θέμα που συνδέεται ευθέως με το όνομα της χώρας και επομένως και το ζήτημα αυτό αποτελούσε μέρος των συνομιλιών πριν εγκαταλειφθεί στην διαπραγμάτευση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Σε ό,τι αφορά στην Εθνικότητα, ακούσθηκε το επιχείρημα ότι «καταφέραμε» να προστεθεί στο «μακεδονική» που μέχρι τώρα υπήρχε και το «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας», θεωρώντας πρακτικά ότι το «μακεδονική» είναι κεκτημένο της άλλης πλευράς. Όμως η εθνικότητα αποτελούσε και αυτή βασικό σημείο της διαπραγμάτευσης όλα τα προηγούμενα χρόνια και υπήρχε σταθερή ελληνική θέση για σύνδεση της με το νέο όνομα του κράτους και όχι φυσικά διατήρηση του «μακεδονική».
Ακόμη και για τα αγάλματα που τοποθετήθηκαν στο πλαίσιο του εξαρχαϊσμού από τον κ. Γκρούεφσκι και προσβάλλουν εκτός της αισθητικής , και τις ευαισθησίες των Ελλήνων , η Συμφωνία των Πρεσπών, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν δεκάδες δηλώσεις του ίδιου του κ. Ζαεφ για την πρόθεση του να απομακρύνει τα αγάλματα, ήρθε να διασφαλίσει την ..παραμονή τους στην πλατεία και στο κέντρο των Σκοπίων ώστε να συνεχίσει να διατηρείται η σύγχυση σχετικά με το για ποια «Μακεδονία» μιλάμε… Το ότι πιθανόν θα μπουν μικρές επιγραφές που θα δηλώνουν ότι τα συγκεκριμένα αγάλματα συνδέονται με τον Ελληνικό Πολιτισμό, είναι προφανές ότι πρόκειται περί κοροϊδίας και ευτελισμού ενός σημαντικού θέματος.
Το ξέπλυμα του «μακεδονικού αλυτρωτισμού» με τον διαχωρισμό της «κακής» σύνδεσης του με την Αρχαία Μακεδονία από την «αγνή» σλαβική προέλευση του είναι ίσως η χειρότερη υπηρεσία που προσφέρει η Συμφωνία των Πρεσπών. Και σε αυτό ακριβώς το εφεύρημα στηρίχθηκε και η αποδοχή από την ελληνική πλευρά της πρότασης για ονομασία «Μακεδονία του Ίλιντεν» από την οποία υπαναχώρησε λόγω της κατακραυγής που ακολούθησε στο εσωτερικό.
Σε ό,τι αφορά στο «επίτευγμα» της Συνταγματικής Αναθεώρησης, που σύμφωνα με τον κ. Κοτζιά όταν το έθεσε στον κ. Ντιμιτρόφ εκείνος του απάντησε ότι δεν μπορεί να ανοίξουν θέματα που τα είχαν ξεχάσει οι προηγούμενοι για 21 χρόνια, πράγματι ο κ. Κοτζιάς περιέγραψε ένα δύσκολο σκέλος της διαπραγμάτευσης στο οποίο δεν είχαν επιμείνει ρητά οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Όμως πάντοτε, η συζήτηση γίνονταν για την αλλαγή της «συνταγματικής» ονομασίας της χώρας και είναι ερωτηματικό το πως θα γίνονταν αυτή εάν δεν υπήρχε και συνταγματική τροποποίηση, κάτι που ήταν αναγκαίο εξάλλου προκειμένου να υπάρξει erga omnes χρήση της (με την εξαίρεση φυσικά της περιόδου που εντελώς λανθασμένα γίνονταν συζήτηση για erga omnes στη... διεθνή χρήση). Όμως και αυτές ακόμη οι συνταγματικές αλλαγές που έγιναν τώρα από τα Σκόπια είναι προβληματικές …
Είναι εντυπωσιακό πάντως το πώς η δύσκολη διαφορά με την πΓΔΜ με ευκολία αποδίδεται... σε αδράνειες, αμέλειες ή λάθη στην διαπραγμάτευση των προηγουμένων κυβερνήσεων, ή παραλείψεις από το 1944 και μετά, που υιοθετήθηκαν όμως από την Αθήνα ως... κεκτημένα της άλλης πλευράς, περιορίζοντας έτσι εις βάρος της Ελλάδας το πεδίο της διαπραγμάτευσης, στερώντας την δυνατότητα διεύρυνσης των ελληνικών διεκδικήσεων στο διπλωματικό τραπέζι και δικαιολογώντας τελικά ένα προβληματικό αποτέλεσμα.