Οι αστοχίες και αποτυχίες της κυβέρνησης στο θέμα των παρακολουθήσεων δεν είναι το μόνο στο οποίο θα μετρηθεί στις επόμενες εκλογές.
Η υπόθεση αυτή είναι προφανές ότι πλήττει τον πυρήνα της διακυβέρνησης Μητσοτάκης που ήταν ο φιλελευθερισμός και η νέα αντίληψη διακυβέρνησης.
Η κυβέρνηση επαναπαύθηκε σε αρχικές δημοσκοπήσεις που έδειχναν χαμηλά ποσοστά επηρεασμού της κοινής γνώμης από το θέμα των παρακολουθήσεων και υποτίμησε τις εκλογικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει.
Όμως τα αναπάντητα ερωτήματα που έχουν μείνει και η αυξανομένη πίεση από την αντιπολίτευση και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει αυτόν τον ρόλο της δημοσίευσης με ρυθμό του βασανιστηρίου της σταγόνας, υλικού που πιθανότατα προέρχεται από το υλικό των παρακολουθήσεων, πληγώνουν την εικόνα της κυβέρνησης σε ένα κρίσιμο εκλογικό κοινό.
Κεντρώους και κεντροαριστερούς που συντάχθηκαν με τη ΝΔ του Κ.Μητσοτάκη από απέχθεια προς την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και με την προσδοκία ότι ο «εκσυγχρονισμός» του Κ.Σημίτη, η «επανίδρυση» του κράτους του Κ.Καραμανλή, το «πάμε μπροστά» του Γ.Παπανδρέου θα αποκτούσαν ουσιαστικό περιεχόμενο.
Όμως δεν είναι μόνο οι παρακολουθήσεις που παγώνουν αυτούς τους ψηφοφόρους.
Είναι ότι ένα πρόγραμμα βαθιά μεταρρυθμιστικό που είχε στη φιλοσοφία του τον τελικό στόχο της οριστικής εξάλειψης του Πελατειακού κράτους που αποτελεί τη μήτρα όλων των δεινών, έμεινε στη μέση.
Η κυβέρνηση έχοντας δώσει πολύ καλά στοιχεία στη διαχείριση απανωτών κρίσεων φαίνεται ότι μετά το πλήγμα των παρακολουθήσεων ξέμεινε από «καύσιμα» και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που προκαλεί η κρίση την επαναφέρουν στα παλιά.
Και παρά τις προσπάθειες του Κ. Πιερρακάκη να κάνει τα «θαύματα» στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, φαίνεται ότι επιστρέφουμε στη γνωστή εποχή του «Τσοβόλα δως τα όλα», η εν πάση περιπτώσει «όσα απέμειναν στο ταμείο».
Μια κυβέρνηση η οποία έχει τις ευαισθησίες της για το περιβάλλον και τον δημόσιο χώρο έρχεται τώρα να ανακοινώσει ένα νέο σχέδιο νομιμοποίησης αυθαίρετων ακόμη και των λεγόμενων «μεγάλων αυθαίρετων», την τακτοποίηση των δασικών αυθαιρέτων, τις παρεκκλίσεις δόμησης εκτός σχεδίου. Ρυθμίσεις που κλείνουν το μάτι σε μια εν δυνάμει εκλογική πελατεία που βλέπει ότι οι παρανομίες πάντα δικαιώνονται σε αυτόν τον τόπο.
Στα Πανεπιστήμια η αποτυχία της κυβέρνησης ήταν τόσο με την ανασυγκρότηση τους όσο και με το μέγα θέμα της φύλαξης τους και την αποκατάσταση της ευνομίας που είναι αναγκαία για την ακαδημαϊκή λειτουργία.
Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και πρωτίστως των εκπαιδευτικών έμεινε κενό χαρτί με αποτέλεσμα βεβαίως η πρωτοβάθμια και κυρίως η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να μένουν όμηροι της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας που εξασφαλίζει την ασυλία όλων εκείνων που αδιαφορούν για το ύψιστο λειτούργημα που τους έχει εμπιστευθεί η Πολιτεία. Με τις ελληνικές οικογένειες να συνεχίζουν να είναι έρμαια της παραπαιδείας που η προετοιμασία για την εισαγωγή μέσω Πανελληνίων σε ένα ΑΕΙ στοιχίζει το ίδιο αν όχι και περισσότερο από τα ετήσια δίδακτρα σε ένα κανονικό Πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
Η Δικαιοσύνη συνεχίζει να παραμένει ο μεγάλος Γολγοθάς για κάθε Πολίτη που θα εμπλακεί στα γρανάζια της υπονομεύοντας συγχρόνως και την προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Τα σοβαρά βήματα που έχουν γίνει για την καθημερινή ασφάλεια του Πολίτη αμφισβητούνται από τα συνεχή κρούσματα αυθαιρεσίας και έλλειψης επαγγελματισμού από τις αστυνομικές δυνάμεις.
Περισσότερο από όλα είναι όμως η εξοικείωση των πολιτών στη λογική του επιδόματος. Αυτής που ίσως ήταν αναγκαία στη διάρκεια της πανδημίας για λίγους, αλλά έγινε τελικά ο κανόνας για τους πολλούς. Μια τακτική η οποία ουδέποτε απέδωσε εκλογικά οφέλη. Όσα κι αν μοιράζεις πριν τις εκλογές θα φαίνονται πάντοτε λίγα σε σχέση με τις ανάγκες του καθενός και αντί για ευγνωμοσύνη και εκλογική στήριξη προκαλούν μάλλον θυμό και αισθήματα τιμωρητικά.
Και είναι πραγματικά θλιβερή εικόνα, ο καθημερινός διαγκωνισμός υπουργών στα τηλεοπτικά παράθυρα να επιδίδονται σε μια πλειοδοσία παροχών που σαν αποτέλεσμα έχουν απλώς να μη δίνει κανείς σημασία στις υποσχέσεις και εξαγγελίες τους και αντιθέτως να διώχνουν μακριά τους, εκείνους τους ψηφοφόρους πίστεψαν ότι κάτι θα άλλαζε μετά τις εκλογές του 2019.
Δεν αρκεί μόνο η διαχείριση των κρίσεων, η σύγκριση με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν. Δεν είναι μόνο τα μικρά ρουσφέτια και οι παροχές.
Είναι η μεγάλη εικόνα που δεν περιορίζεται μόνο στους καλούς δείκτες και αριθμούς. Και σε αυτή είναι που θα κρίνει την κυβέρνηση η μικρή μεν, αλλά κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων που πίστεψαν στον πραγματικό εκσυγχρονισμό και στο θάψιμο του Πελατειακού κράτους.