Η επίσημη υιοθέτηση από τον ΣΥΡΙΖΑ της θέσης για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στην Ανατολική Μεσόγειο στο πλαίσιο μιας συνολικής στρατηγικής για οριοθέτηση ΑΟΖ με Λιβύη, Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο, έχει προφανώς ως κίνητρο να φέρει σε δύσκολη θέση την Κυβέρνηση. Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν περνάει φυσικά απαρατήρητο ότι στις δημοσκοπήσεις ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης αποσπά έναν μεγάλο ποσοστό αποδοχής της κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά τον χειρισμό των εθνικών θεμάτων και των ελληνοτουρκικών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι βάζοντας «δύσκολα» στην κυβέρνηση με την πρόταση για επέκταση στα 12 ν.μ., είτε θα έρθει εκ των υστέρων να υποστηρίξει ότι η κίνηση αυτή έγινε κατόπιν της δικής του πίεσης, είτε σε διαφορετική περίπτωση θα κατηγορεί την κυβέρνηση ότι αδρανεί και απεμπολεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας που προβλέπεται από το Δίκαιο της Θάλασσας , θα επέκτεινε την κυριαρχία της χώρας και θα ενίσχυε την ελληνική διαπραγματευτική θέση σε μελλοντικές οριοθετήσεις.
Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων νοτίως της Κρήτης, ανατολικά της Κρήτης, ανατολικά της Ρόδου και Καρπάθου και νοτίως του Καστελόριζου(καθώς στις άλλες κατευθύνσεις θα ισχύει λόγω απόστασης η μέση γραμμή) σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ θα «απελευθερώσει» την Ελλάδα ώστε να ζητήσει αμέσως μετά συνομιλίες με την Λιβύη, την Αίγυπτο, την Τουρκία και την Κύπρο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Και έχοντας ταράξει τα νερά η Ελλάδα με την παρέμβαση των Αμερικανών την οποία ευελπιστούν ότι θα υπάρξει, οι χώρες της περιοχής θα προσέλθουν πρόθυμα σε συνομιλίες για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους.
Αυτό βεβαίως είναι ένα αισιόδοξο σενάριο που έχει πολλά «αν». Αν θα αντιδράσει η Τουρκία, αν θα δεχθούν οι Λίβυοι τις συνομιλίες ,αν θα υπάρχει κυβέρνηση στην Λιβύη εξουσιοδοτημένη για τέτοιες συνομιλίες, αν η Αίγυπτος πράγματι επιθυμεί μια οριοθέτηση με την Ελλάδα ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, εάν η Τουρκία θα δεχθεί να συνομιλήσει με την Κυπριακή Δημοκρατία (την οποία δεν αναγνωρίζει ούτε φυσικά αποδέχεται το δικαίωμα της να ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χωρίς να έχει λόγο και το ψευδοκράτος).
Και φυσικά παραμένει σημαντικό ερώτημα για το εάν η Τουρκία είναι διατεθειμένη και με ποιο αντάλλαγμα να πάρει πίσω το Τουρκολυβικό Μνημόνιο. Όμως και για την οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα υπάρχει το τεράστιο πρόβλημα να εξηγήσει στην ελληνική κοινή γνώμη ότι συζητά για μια λύση η οποία το πιθανότερο θα καταλήξει σε αναγνώριση περιορισμένης επήρειας τουλάχιστον για το Καστελόριζο, κάτι για το οποίο καμιά κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν έχει προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη, με βάση τη νομολογία που υπάρχει, και την ισχύουσα αρχή της αναλογικότητας.
Το γεγονός ότι και στη συμφωνία μερικής οριοθέτησης Ελλάαδας-Αιγύπτου δεν υπήρξε πλήρης επήρεια ακόμη και της Κρήτης και εκτιμήθηκε αναγκαία η παραχώρηση αυτή προς τους Αιγυπτίους, λόγω της ανάγκης άμεσης απάντησης στο τετελεσμένο του Τουρκολιβυκού, είναι κάτι που δεν έγινε ευρέως.
Το ίδιο βεβαίως απροετοίμαστη είναι και η τουρκική κοινή γνώμη η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μπολιαστεί με την ιδέα της Γαλάζιας Πατρίδας και θα είναι επίσης δύσκολο στον κ. Ερντογάν να εμφανισθεί ότι αποδέχεται δημόσια διαπραγμάτευση σε αυτό που θα φαίνεται ως σημαντικός περιορισμός της έκτασης της, προς όφελος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Τι θα σημάνει η επέκταση στα 12 ν.μ.
Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων εκτός Αιγαίου, προτείνεται προφανώς υπό το βάρος της πίεσης που υπάρχει από το casus belli της Τουρκίας το οποίο ονομαστικά αφορά το Αιγαίο. Βεβαίως η Τουρκία όταν διαπραγματεύονταν στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών επεδίωκε τον διαχωρισμό του Αιγαίου από την Ανατολική Μεσόγειο (ώστε να αποφύγει παραχωρήσεις στο Αιγαίο έναντι των κερδών που θα είχε στην Ανατολική Μεσόγειο), αλλά σε ό,τι αφορά το casus belli τα τελευταία χρόνια το έχει επεκτείνει στην άσκηση συνολικά του δικαιώματος αυτού από την Ελλάδα σε περιοχές που υπάρχουν δικά της συμφέροντα.
Για την Αθήνα η οποία από το 1995 έχει αποφύγει να ασκήσει το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων (εκτός της επέκτασης πριν δυο χρόνια των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο) είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ξεκινήσει καμιά συζήτηση με τη Λιβύη, την Αίγυπτο ή την Τουρκία για οριοθέτηση στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε με την Τουρκία στο Αιγαίο χωρίς να έχει προηγηθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων.
Αν και στη Μεσόγειο η επίδραση επί της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας θα είναι σχετικά μικρή (καθώς δεν αλλάζουν οι γραμμές βάσης) θα προστεθεί ένα σημαντικό τμήμα θαλάσσιας περιοχής (+6 ν.μ.) στην ελληνική κυριαρχία.
Όμως από μόνη της μια τέτοια κίνηση κάθε άλλο παρά λύνει αυτομάτως το πρόβλημα της ανατροπής του Τουρκολιβυκού Μνημονίου. Μονό στην περιοχή ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου-Καρπάθου θα υπάρξει «καπέλωμα» των εξωτερικών ορίων της μονομερώς ανακηρυχθείσας τουρκικής ΑΟΖ(βάσει του Τουρκολιβυκού) η οποία φθάνει στο όριο των 6 ν.μ. από τα νησιά στα οποία αυθαίρετα δεν αναγνωρίζει καθόλου επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες.
Πάντα υπάρχει βεβαίως ο κίνδυνος και στις παρούσες συνθήκες είναι πολύ πιθανό, η Τουρκία να αντιδράσει σπεύδοντας να αμφισβητήσει εμπράκτως την ελληνική κυριαρχία έξω από τα 6 ν.μ. και αυτό θα θέσει μια σημαντική πρόκληση για την Αθήνα, καθώς ήδη ο πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι για την Ελλάδα «κόκκινη γραμμή είναι η κυριαρχία της», όπου πλέον μετά από την επέκταση θα είναι τα 12 ν.μ..
Επίσης δεν είναι καθόλου σαφές πως θα αντιδρούσαν οι Αμερικανοί σε μια τέτοια απόφαση της Ελλάδας κι αν θεωρήσουν την επέκταση ως μονομερή κίνηση που ρίχνει ακόμη περισσότερο λάδι στη φωτιά, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η στήριξη που σήμερα προσφέρουν στη χώρα μας και επιστρέψουμε στη στάση Ποντίου Πιλάτου που υποστηρίζει η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Κλειδί η Λιβύη
Κλειδί για την όποια ελληνική κίνηση είναι η Λιβύη ,καθώς όταν υπάρξει αξιόπιστη και νομιμοποιημένη κυβέρνηση θα πρέπει να βολιδοσκοπηθεί για συνομιλίες με σκοπό την οριοθέτηση και εναλλακτικά για παραπομπή στην Χάγη .. Και πάλι τότε θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία ότι θα παραπεμφθεί η διαφορά στο Δικαστήριο που θα κρίνει και τις υπάρχουσες συμφωνίες όπως το τουρκολιβυκό Μνημόνιο.
Η προοπτική πάντως μιας περιφερειακής διαπραγμάτευσης είτε άμεση είτε έμμεση μεταξύ των χωρών της περιοχής (ο κ. Ερντογάν έχει προτείνει περιφερειακή διάσκεψη με τη συμμετοχή και του ψευδοκράτους) δεν είναι ορατή.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων τουλάχιστον νοτίως και ανατολικά της Κρήτης θα είναι ένα ισχυρό μήνυμα και μια ισχυρή απάντηση σε περίπτωση που η Τουρκία προχωρήσει στην ενεργοποίηση του Τουρκολιβυκού Μνημονίου και επιχειρήσει έρευνες με «μπροστινό» την Λιβύη σε περιοχές που επικαλύπτουν τη δυνητική μη οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα. Από μόνη της όμως δεν θα αποτρέψει το τουρκικό ερευνητικό ή το τουρκικό γεωτρύπανο να έρθει στα 12,5 ν.μ. από τις ακτές π.χ. της Γαύδου ή ανατολικά της Κρήτης, ούτε ακόμη στα 6,1 ν.μ. ανατολικά της Κρήτης εκεί που έχει παράνομα θέσει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Δύσκολες επιλογές
Οι επιλογές για την Αθήνα δεν είναι καθόλου εύκολες, απαιτείται σοβαρή προετοιμασία και συνεννόηση με τον διεθνή παράγοντα και κυρίως καλή επιλογή του τάιμινγκ για μια τέτοια απόφαση που δεν θα υποκύπτει όμως στον πειρασμό χειρισμών για εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και θα πρέπει να υπάρξει η ευρύτερη δυνατή συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων.
Τα σημερινά διλήμματα αποδεικνύουν πόσο λάθος έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις που δεν άσκησαν το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων σε ουδέτερο χρόνο οπότε και τα δεδομένα ήταν διαφορετικά και οι αντιδράσεις θα ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμες.
ΥΓ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάντως θα πρέπει να εξηγήσει, τους λόγους που ενώ ήταν κυβέρνηση και ενώ ο Ν.Κοτζιάς αποχωρώντας από το ΥΠΕΞ είχε προετοιμάσει τα Προεδρικά Διατάγματα για την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο και νότια της Πελοποννήσου και για το κλείσιμο των Κόλπων και τον καθορισμό ευθείων γραμμών βάσης, άφησε το σχέδιο αυτό στο ράφι. Και μάλιστα σε μια περίοδο που έφθαναν αρνητικά μηνύματα από τη σύμπλευση Τουρκίας - Λιβύης και αρκετούς μήνες πριν προλάβει η Τουρκία να επιχειρήσει τετελεσμένα με το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο.
Διότι δυστυχώς το θέμα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι προσφιλές σε κάθε κόμμα όταν είναι στην αντιπολίτευση, αλλά μένει στα χαρτιά όταν το ίδιο κόμμα αναλαμβάνει τις κυβερνητικές ευθύνες.