Η συσσώρευση δεινών σε μια κοινωνία, ομάδα ή άτομο -ενίοτε πέραν της υπευθυνότητας και των επιλογών τους- είναι ένα τραγικό γεγονός που συναντάται στο πέρασμα του χρόνου. Οι νόμοι της στατιστικής είναι αμείλικτοι και η αρνητική ευθυγράμμιση των πλανητών (για να χρησιμοποιήσω όρους αστρολογίας) αποτελεί θέμα χρόνου να συμβεί. Αν μάλιστα η συγκεκριμένη ομάδα επιβαρύνεται από μακροχρόνια συσσώρευση προβληματικών καταστάσεων, η επέλευση ενός τυχαίου, δυσάρεστου και απρόβλεπτου συμβάντος (ειδικά μεγάλης κλίμακος) αποτελεί ένα αρνητικό πολλαπλασιαστή που οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς.
Με έναν παραπλήσιο τρόπο εισέβαλε στη ζωή μας -στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως- η πανδημία του κορονοϊού. Να επισημάνουμε ότι η εμφάνιση της πανδημίας δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία» αλλά μια επαναλαμβανόμενη και εν πολλοίς αναμενόμενη φυσική εξέλιξη που επιταχύνθηκε από τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας και της παραμέλησης βασικών αρχών προφύλαξης. Η πανδημία, όπως και κάθε άλλο γεγονός παγκοσμίων διαστάσεων, ανέδειξε την πληθώρα των εγγενών προβλημάτων σε άτομα, ομάδες, κράτη και σε όλες τις εκφάνσεις της διεθνούς κοινότητας. Η κρίση αναμφίβολα θα παρέλθει, όπως συνέβη πολλάκις στο παρελθόν, αφήνοντας πίσω της θύματα, χαμένους αλλά και κερδισμένους.
Δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι η πανδημία κτύπησε την χώρα μας ακριβώς στο λυκαυγές της πολυπόθητης εξόδου της από τη υπερδεκαετή οικονομική (και όχι μόνο) κρίση. Παρά ταύτα και μέχρις στιγμής, η χώρα ανταπεξέρχεται με θαυμαστή επιτυχία στις συνέπειες του COVID-19 αναφορικά με τον αριθμό των θυμάτων συγκρινόμενη με την πλειονότητα των χωρών, πολλές εκ των οποίων με καλύτερα οργανωμένα συστήματα υγείας και υπέρτερες δυνατότητες. Η ανατροπή αυτή αποτελεί περίτρανη απόδειξη της σημασίας της συστηματικής εργασίας, του εξειδικευμένου προσωπικού, των ορθών και έγκαιρων πολιτικών αποφάσεων και εφαρμογής τους αλλά και στην αποδοχή τους από την κοινωνία. Η ευτυχής όμως τελική κατάληξη θα εξαρτηθεί και από την αντίστοιχη επιτυχημένη χρήση των οικονομικών εργαλείων στο πλαίσιο μιας κρατικής παρεμβατικής πολιτικής σε ισορροπία με τις διεθνείς εξελίξεις, τις δεσμεύσεις μας και τις αντοχές της ταλαιπωρημένης οικονομίας και κοινωνίας. Ευελπιστούμε ότι οι προσεκτικές πετυχημένες επιλογές και κινήσεις της χώρας θα συνεχιστούν απομακρύνοντας σταδιακά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Δυστυχώς όμως, παρά την πανδημία, οι επεκτατικές διαθέσεις της γειτονικής Τουρκίας παραμένουν έντονες και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα αμβλυνθούν από τις συνέπειες της διεθνούς κρίσεως. Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας που επιταχύνεται με την κρίση του κορονοϊού και σε συνδυασμό με την τελμάτωση στα μέτωπα Συρίας και Λιβύης, θα αναγκάσουν τον Πρόεδρο Erdogan να περιορίσει (έστω και προσωρινά) τις προκλητικές τουρκικές ενέργειες. Η αντίθετη πλευρά, με την οποία και συντάσσομαι, πρεσβεύει ότι η Τουρκία, για άλλη μια φορά, θα επιλέξει την ατραπό της όξυνσης θεωρώντας ότι η διεθνής αναταραχή είναι ευνοϊκή για τους σχεδιασμούς της. Καθώς ΗΠΑ και μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις φαίνεται να συγκλονίζονται από τον αριθμό των θυμάτων στις χώρες τους, καθίσταται μάλλον απαγορευτική η εκ μέρους τους ανάληψη δυναμικής εξωτερικής πολιτικής (χωρίς βεβαίως και να τρέφουμε αυταπάτες για ενεργό στήριξη μας σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης). Επιπλέον, η κατάρρευση των τιμών των υδρογονανθράκων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει τις πολυεθνικές εταιρείες σε αναστολή των ενεργειακών σχεδίων τους με αποτέλεσμα τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη να συνεχίσουν να αλωνίζουν την κυπριακή ΑΟΖ καταπατώντας τα «οικόπεδα» της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς καμία αντίδραση. Παρά τις ελπίδες των καλοπροαίρετων, η μη ύπαρξη ξένων ερευνητικών σκαφών δεν θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά μάλλον θα εντείνει τις ορέξεις και προκλήσεις της Άγκυρας. Σε αυτό το περιβάλλον, μια επιπρόσθετη όξυνση με την Ελλάδα, σύμφωνα με την έως τώρα ιδιοσυγκρασία του «σουλτάνου», μάλλον θα θεωρηθεί ως το επόμενο στάδιο της πολιτικής του πειθαναγκασμού. Μια ανάλογη όξυνση -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Προέδρου- θα αποπροσανατολίσει επίσης τον τουρκικό λαό από τα αυξανόμενα προβλήματα και θα τον συσπειρώσει υπό την ηγεσία του.
Σωστά θα επισημανθεί ότι μια παραπλήσια πολιτική θα θέσει σε περαιτέρω κινδύνους την ήδη αδύναμη τουρκική οικονομία που φαίνεται να οδηγείται σε αναγκαστική αναζήτηση διεθνούς βοήθειας (ΔΝΤ). Η επισήμανση αυτή παραγνωρίζει τις αντοχές της τουρκικής κοινωνίας σε συνθήκες πίεσης και στερήσεων αλλά και την ενδεχόμενη βεβαιότητα του Erdogan για επιτυχή εφαρμογή μιας χαμηλού ρίσκου (και κόστους) πολιτικής πειθαναγκασμού εναντίον της Ελλάδος με χρήση «υβριδικών» ενεργειών. Πράγματι η Τουρκία διαθέτει όχι μόνο την πρωτοβουλία αλλά και μια ευρεία γκάμα «όπλων» και μεθόδων που επιλεκτικά αυξάνουν την εναντίον μας πίεση και θέτουν πειστικά σε εμάς το δίλημμα μιας (ακόμη) υποχώρησης έναντι του ρίσκου μιας αβέβαιης κλιμάκωσης. Οι διαθέσιμοι τρόποι ελληνικής αντίδρασης, με γνώμονα την αποφυγή της σύρραξης, όσο επιτυχείς, ευφάνταστοι και καλά εκτελεσμένοι και αν είναι, έχουν ορισμένα όρια εφαρμογής και δυστυχώς η πρωτοβουλία του είδους και έντασης των προκλήσεων ανήκει στην άλλη πλευρά.
Πράγματι, πέραν ορισμένων ορίων, η ελληνική αυτοσυγκράτηση («στρατηγική ψυχραιμία») οδηγεί στην απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων και τα όρια αυτά και τις αντιδράσεις μας ιχνηλατεί η Άγκυρα καθημερινά. Η ιχνηλάτηση αυτή αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε ατύχημα ή στην αναπόφευκτη δυναμική αντίδραση μας σε προσχεδιασμένη -εκ μέρους της Άγκυρας- πρόκληση επεισοδίου. Αισιόδοξες εκτιμήσεις ότι θα είναι πάντα εφικτή και επιτυχής, η ψύχραιμη και σύναμμα δυναμική (όπως συνέβη πρόσφατα στον Έβρο) ελληνική αντίδραση -άνευ θερμής σύγκρουσης- είναι ουτοπικές. Πέραν της ορθής πολιτικής της αυτοσυγκράτησης εκτιμάται ότι η καλύτερη αποτρεπτική στρατηγική εξασφαλίζεται με την ετοιμότητα, ικανότητα και επίδειξη βούλησης δυναμικής ελληνικής αντίδρασης. Μιλάμε για μια αντίδραση η οποία και θα δημιουργήσει μείζονα και μακροχρόνια ανάφλεξη σε όλη την περιοχή με διεθνείς επιπτώσεις. Από τα πρώτα δε λεπτά αυτής της σύγκρουσης, ανεξαρτήτως μεγέθους και αποτελέσματος, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει (αμετάκλητα) την επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια, επιλύοντας τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνούς δικαίου την πλειονότητα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο αντίπαλος έχει εισέλθει σε μια φάση υπερεπέκτασης και παρά τις υπέρτερες στρατιωτικές δυνατότητες του, η διασπορά των δυνάμεων τις καθιστά ευάλωτες.
Η αποτρεπτική μας απειλή προϋποθέτει ορισμένες πραγματικές αμυντικές ικανότητες και ετοιμότητα (αμφότερα ορατά από τον αντίπαλο) αλλά κυρίως την αποφασιστικότητα εφαρμογής της (παράγοντας υποκείμενος σε λανθασμένη εκτίμηση εκ μέρους του αντιπάλου). Οι ικανότητες προϋποθέτουν τη διάθεση ικανών πιστώσεων για την άμυνα -σε πραγματικά χαλεπούς καιρούς- αλλά και την αύξηση των ατομικών μας υποχρεώσεων (αύξηση χρόνου στράτευσης). Η αποτρεπτική βούληση και αποφασιστικότητα είναι απόρροια πολλών παραγόντων αλλά οι πρόσφατες περιστάσεις μάλλον ενισχύουν την απόκτηση συγκρατημένης αυτοπεποίθησης που συνδυαστικά με προσεκτικά βήματα μπορούν να δώσουν το κατάλληλο μήνυμα στην άλλη πλευρά. Αναμφίβολα οι παραπάνω προτάσεις εμπεριέχουν όχι μόνο οικονομικό κόστος αλλά και το ρίσκο μιας μικρής ή μεγάλης σύγκρουσης (που προσωπικά θεωρώ υψηλής πιθανότητας). Μη διαβλέποντας όμως καμία άλλη εναλλακτική λύση (πλην μιας επαίσχυντης υποχώρησης και τελικής «φινλανδοποίησης») και καθώς ο χρόνος εξαντλείται γρήγορα, ας επικεντρωθούμε στην προετοιμασία να εξέλθουμε νικητές στα «σημεία» και με ισχυρά «χαρτιά» από την επικείμενη -αλλά όχι ακόμη αναπόφευκτη- σύγκρουση. Έργο πράγματι τιτάνιο στη σημερινή συγκυρία της συσσώρευσης όλων των δεινών.