Photo by Pool / Pool / Getty Images / Ideal Image
Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Συχνές οι αναφορές στη μετατόπιση του κέντρου βάρους των διεθνών εξελίξεων από τον ευρωατλαντικό χώρο στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού. Παράλληλα η Κίνα εμφανίζεται ως η νέα ανερχόμενη υπερδύναμη (πολιτική - οικονομική και στρατιωτική) που αναμένεται σύντομα να εξοβελίσει τις ΗΠΑ από την πρωτοκαθεδρία που η τελευταία διατηρεί από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (αρχές της δεκαετίας του 1990) και μετά. Μια αμφιλεγόμενη αλλά μάλλον υπαρκτή πρωτοκαθεδρία, βασιζόμενη σε μια αξιοσέβαστη δυνατότητα παγκόσμιας προβολής στρατιωτικής ισχύος, υποστηριζόμενη από έντονη παρουσία στο διεθνή στίβο και τους διεθνείς θεσμούς αλλά και στην οικονομική επικράτηση μέσω της δύναμης του δολαρίου ως παγκοσμίου νομίσματος.
Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, η πολυπληθής Κίνα, παρά την πρόσφατη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, εμφανίζεται ως η υποψήφια μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομία, με όρους Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Παράλληλα, αποτελεί και το μεγαλύτερο πιστωτή της μοναδικής υπερδύναμης, δημιουργώντας μια περίεργη, αλλά όχι πρωτόγνωρη, σχέση αλληλεξάρτησης. Αρκετοί αναλυτές διαβλέπουν σε αυτήν ακριβώς τη ραγδαία οικονομική μεγέθυνση τη διαδικασία εμφάνισης του αντίπαλου δέους στην αμερικανική «μονοκρατορία» και τη γέννηση μιας νέας υπερδύναμης. Για να υποστηρίξουν τη θέση τους αυτή, αντλούν ιστορικά επιχειρήματα κυρίως από τη διαδικασία ανάδειξης των ΗΠΑ. Συγχρόνως επισημαίνουν τη μείωση της αμερικανικής οικονομικής ισχύος, τη σχετική αποδυνάμωση που έχουν επιφέρει οι παγκόσμιες δεσμεύσεις και εμπλοκές της Ουάσινγκτον, ταυτόχρονα με την ανάδειξη αριθμού ανταγωνιστικών υποψήφιων περιφερειακών ηγετικών δυνάμεων.
Τι εμποδίζει το Πεκίνο
Ενίοτε όμως η απλή συσχέτιση των τρεχουσών εξελίξεων με το παρελθόν είναι παραπλανητική καθόσον η δυναμική των γεγονότων ανατρέπει πλήρως τα παρελθοντικά συμπεράσματα και οδηγεί σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Ειδικά μάλιστα στην περίπτωση της Κίνας, η οικονομική μεγέθυνση της, παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση και της στρατιωτικής ισχύος, δεν φαίνεται ότι επί του παρόντος θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της χώρας ως υπερδύναμης με την πλήρη σημασία του όρου. Πρέπει να επισημάνουμε ότι το Πεκίνο είναι σήμερα αντιμέτωπο από μια σειρά προκλήσεων, όπως η επιβράδυνση της οικονομίας, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού, οι αυξανόμενες ανισότητες, η διαφθορά και η μη συμπόρευση του οικονομικού φιλελευθερισμού με αντίστοιχα μέτρα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Ακόμη, ο αυξανόμενος διεθνής οικονομικός ανταγωνισμός και η ανάπτυξη και άλλων περιφερειακών οικονομιών οδηγούν σε σταδιακή μείωση του ρυθμού εισδοχής και αποδοχής των κινεζικών ξένων επενδύσεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο και αγορές.
Ενδεχομένως όμως η βασικότερη υστέρηση της Κίνας να επικεντρώνεται στο τεχνολογικό κενό που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ. Καίτοι το Πεκίνο εμφανίζεται ως η πρωταγωνίστρια χώρα σε εξαγωγές τεχνολογικών προϊόντων, εντούτοις οι εξαγωγές αυτές αφορούν κυρίως επαναεξαγωγές συναρμολογούμενων αγαθών (processing trade). Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την Ιαπωνία της δεκαετίας του 1970, η οποία δεν κατόρθωσε να μετουσιώσει πλήρως την αλματώδη βιομηχανική ανάπτυξη και τις εξαγωγές της σε τεχνολογική και οικονομική υπεροχή. Επιπλέον, οι ΗΠΑ διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη τεχνολογική καινοτομία στους περισσότερους κλάδους των επιστημών, γεγονός που αποδεικνύεται από τον αριθμό των κατοχυρωμένων ανά έτος ευρεσιτεχνιών αλλά και από τις διεθνείς βραβεύσεις και επιστημονικές αναγνωρίσεις.
Το αμερικανικό πλεονέκτημα
Επανερχόμενοι στη «σκληρή ισχύ», οι ΗΠΑ δαπανούν πολύ μεγαλύτερα ποσά για τις αμυντικές δαπάνες τους έναντι του Πεκίνου. Έχουν μάλιστα πετύχει, παρά το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, να χρηματοδοτούν τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες τους μέσω πωλήσεων των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου σε πλεονασματικές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας). Φυσικά το επίτευγμα αυτό εξηγείται από τον ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Η δε αμερικανική τεχνολογική πρωτοπορία, η βιομηχανική υποδομή αλλά και η στρατηγική κουλτούρα που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 75 χρόνια επιτρέπουν στη χώρα να μετατρέπει, σχετικά ανώδυνα, μέρους των πόρων της σε στρατιωτικές ικανότητες παγκόσμιας προβολής ισχύος. Οι αντίστοιχες ικανότητες υφίστανται, επί του παρόντος, αρκετά υποδεέστερες μόνο από τη Ρωσία, με την Κίνα να περιορίζεται σε προσπάθειες ενδυνάμωσης της στρατιωτικής παρουσίας της στις γειτνιάζουσες θαλάσσιες περιοχές.
Με μια πρόταση θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν επιτύχει να δημιουργήσουν τον οικονομικότερο και αποδοτικότερο μηχανισμό δημιουργίας και προβολής της στρατιωτικής ισχύος μέσα από ένα πλέγμα πολιτικών, οικονομικών, τεχνολογικών, βιομηχανικών και στρατηγικών επιτευγμάτων και θεσμών.
Κινδυνεύουν τελικά οι ΗΠΑ να χάσουν την πρωτιά;
Ορθά βέβαια, οι αναλυτές εστιάζουν στο κίνδυνο της μελλοντικής κινεζικής πρόκλησης έναντι της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Όπως μάλιστα αναφέρει και ο John Mearsheimer στο βιβλίο του «η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων»: «αυτό που κάνει μια μελλοντική κινεζική απειλή τόσο ανησυχητική είναι το ότι η Κίνα μπορεί να είναι πολύ πιο ισχυρή και επικίνδυνη από οποιονδήποτε δυνητικό ηγεμόνα αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ κατά τον 20ο αιώνα». Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και κάθε υπερδύναμη οφείλει να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να αποσοβήσει αυτόν τον κίνδυνο. Οι ΗΠΑ έχουν έντεχνα επιτύχει τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών εξοπλισμών τους από την ανισορροπία των οικονομικών σχέσεων (και) με το Πεκίνο. Συγχρόνως και σοφά ποιούντες, οι Αμερικανοί μάλλον υπερτονίζουν τον κίνδυνο της κινεζικού ανταγωνισμού, όπως άλλωστε είχαν κάνει και τη δεκαετία του 1960 με την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης. Η τακτική αυτή είναι μέρος της ευρύτερης στρατηγικής παρεμπόδισης μιας ανερχόμενης δύναμης να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας και σε επόμενο (ίσως και αναπόφευκτο) στάδιο ως παγκόσμιου δυνητικού ηγεμόνα. Επί του παρόντος και παρά τη φημολογία και τις ενδείξεις οικειοθελούς υποχώρησης, οι ΗΠΑ κατέχουν τα πρωτεία, χωρίς βέβαια να δύνανται να χαρακτηριστούν ως ο παγκόσμιος ηγεμόνας. Η διατήρηση όμως της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ αναμένεται να διαρκέσει στο ορατό μέλλον παρά την άνοδο άλλων δυνάμεων, ενώ ο μέγιστος κίνδυνος θα προέλθει από τυχόν αλόγιστες και αντιπαραγωγικές εμπλοκές τους.
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα), Πτυχιούχος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου και κάτοχος Μεταπτυχιακού στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι Μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ). Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ). [email protected]