Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Κυριαρχούν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τις τελευταίες εβδομάδες οι δραματικά εναλλασσόμενες εξελίξεις από την περιοχή της Συρίας. Αποκορύφωμα η τουρκική εισβολή στη βορειοανατολική Συρία που συνιστά κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και πραγματοποιήθηκε με την έγκριση Ουάσινγκτον και Μόσχας. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαιώνουν την κυρίαρχη πλέον θέση της Μόσχας στην περιοχή, τη σταδιακή αποκατάσταση του ελέγχου της Δαμασκού στο μεγαλύτερο μέρος της συριακής επικράτειας και τη μερική επίτευξη των στόχων της Άγκυρας. Ενδεχόμενα και ο Πρόεδρος Trump θα θριαμβολογήσει ότι με τα συνεχόμενα και αλλοπρόσαλλα tweets του συνέβαλε στην ειρήνευση της περιοχής και στην ασφαλή απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων. Σίγουρα όμως οι Κούρδοι της Συρίας βλέπουν το όνειρο της αυτοδιάθεσης να απομακρύνεται για άλλη μια φορά έχοντας γευθεί την εγκατάλειψη των συμμάχων τους και μια ακόμη -έστω μερική- αναγκαστική εγκατάλειψη των εστιών τους.
Σοκαριστικές οι εικόνες των αναμεταδόσεων από τα χωριά της τουρκοσυριακής μεθορίου με Κούρδους αμάχους αιμόφυρτους και οικογένειες να παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς για να απομακρυνθούν από την πολεμική λαίλαπα.
Αναμφίβολα ένας από τους στόχους της τουρκικής εισβολής είναι και η αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης της τουρκοσυριακής μεθορίου με απομάκρυνση των κουρδικών πληθυσμών και μετεγκατάσταση ομάδων φίλα προσκείμενων στην Άγκυρα. Παγκόσμια, αλλά και στην Ελλάδα, αναπτύσσεται ένα αίσθημα συμπόνιας προς τους κατατρεγμένους Κούρδους το οποίο όμως, μέχρι στιγμής δεν έχει μετουσιωθεί σε μια έμπρακτη κρατική συμπαράσταση σε αυτόν τον λαό. Βασικός λόγος η βαθύτατη αποσταθεροποίηση της περιοχής που θα προκαλέσει μια ενδεχόμενη δημιουργία ενιαίου κουρδικού κράτους επηρεάζοντας άμεσα τέσσερα άλλα κράτη (Τουρκία, Ιράκ, Ιράν, Συρία). Οι παρενέργειες μιας τετραπλής απόσχισης και η δημιουργία ενός κράτους περίπου 30 εκατομμυρίων σίγουρα θα προκαλέσει μακροχρόνιες τριβές στην ήδη προβληματική περιοχή. Αναπόφευκτα οι τέσσερις επηρεαζόμενες χώρες θεωρούν ως μέγιστη απειλή για την ύπαρξη τους μια ενδεχόμενη κουρδική αυτοδιάθεση και παρά τις ριζικές μεταξύ τους διαφορές συσπειρώνονται σε κάποιο βαθμό για να εμποδίσουν μια ανάλογη εξέλιξη. Εκμεταλλεύονται μάλιστα επιδέξια και το ειδικό βάρος που διαθέτουν για να πείσουν ή ακόμη για να εκβιάσουν τους πατρόνες τους να αποτρέψουν ένα ανάλογο ενδεχόμενο. Υπέρτερα πληθυσμιακές οι τέσσερις χώρες που φιλοξενούν τις κουρδικές μειονότητες και με ζωτική στρατηγική σημασία είναι σε θέση -επί του παρόντος- να επιβάλλουν στις μεγάλες δυνάμεις την αποφυγή αποδοχής των κουρδικών αιτημάτων αυτοδιάθεσης.
Μέγιστο όμως σφάλμα θα ήταν να θεωρήσουμε ότι ο κουρδικός λαός είναι ενωμένος και σύσσωμα υποστηρίζει το όνειρο της αυτοδιάθεσης και δημιουργίας ενός μεγάλου κουρδικού έθνους. Μεγάλα τμήματα των κουρδικών πληθυσμών έχουν ομαλά ενταχθεί στις κοινωνίες των χωρών διαμονής τους. Ενίοτε δε επανδρώνουν και τις δυνάμεις ασφαλείας που καταδιώκουν τους ομοεθνείς τους. Επιπλέον υπάρχουν διαφορετικές επιδιώξεις όχι μόνο μεταξύ των κουρδικών πληθυσμών που είναι διασκορπισμένοι στις τέσσερις χώρες αλλά ακόμη και εντός αυτών. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Κούρδων στο Ιράκ που έχουν επιτύχει τη μεγαλύτερη αυτονομία από όλες τις άλλες ομάδες δημιουργώντας την Kurdistan Regional Government (KRG) ενώ παράλληλα συνεχώς βιώνουν πολυχρόνιες εμφύλιες ένοπλες διενέξεις μεταξύ των δύο βασικών οικογενειών (Barzani, Talabani) που ιστορικά κυριαρχούν στην πολιτικοκοινωνική ζωή της περιοχής.
Παρά την ύπαρξη μιας κοινής εθνοτικής συνείδησης και την κυριαρχία του σουνιτικού ρεύματος οι κουρδικοί πληθυσμοί χαρακτηρίζονται από χρήση διαφορετικών διαλέκτων και έναν βαθύτατο τοπικό κατακερματισμό σε φυλές και πολυμελείς οικογένειες (φατρίες) που επικρατούν έναντι της εθνοτικής ταυτότητας. Ως εκ τούτου πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο λαός αυτός δεν έχει ακόμη αποκτήσει μια κυριαρχούσα αντίληψη εθνοτικής συνείδησης και ευρεία επιθυμία απόκτησης κρατικής υπόστασης. Ενδεχομένως, μεγάλος μέρος των Κούρδων, θα αποδέχονταν τη συνέχιση της παραμονής τους σε μια κρατική οντότητα που θα εξασφάλιζε ορισμένα βασικά δικαιώματα τους και τη γενικότερη ευημερία τους.
Είναι φυσικό εμείς οι Έλληνες, έχοντας μακροχρόνια γευθεί τα δεινά της τουρκοκρατίας να δείχνουμε κατανόηση στα βάσανα αυτού του κατατρεγμένου λαού και να βλέπουμε θετικά κάθε κίνηση προς την κατεύθυνση της αυτοδιάθεσης τους.
Αναμφίβολα και η ρήση «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» είναι αποδεκτή στο ανίερο περιβάλλον των διεθνών σχέσεων και της ισορροπίας ισχύος. Το παραπάνω αξίωμα είναι λοιπόν αποδεκτό αλλά είναι τελείως διαφορετικό από την εναπόθεση όλων των ελπίδων του Ελληνισμού στο «ξανθό γένος», στον «Λουξεμβούργιο πεζοναύτη», στον «Θείο Σαμ» και στην εκ των έσω κατάρρευση της Τουρκίας (διαλέγετε κατά περίπτωση).
Μια ενδεχόμενη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους δεν σημαίνει αυτόματα ότι η εναπομείνασα Τουρκία θα είναι λιγότερο αναθεωρητική και επεκτατική. Σε τελευταία ανάλυση, τυχόν δημιουργία κουρδικού κράτους ενδεχόμενα να αποτελέσει και την ταφόπλακα της Συνθήκης της Λωζάννης επί της οποίας -στο διπλωματικό επίπεδο- στηρίζουμε το μέγιστο των θέσεων μας για τη διαφύλαξη της εδαφικής μας ακεραιότητας και πλήθους κυριαρχικών δικαιωμάτων. Επίσης ουδεμία εξασφάλιση υπάρχει ότι το νέο κουρδικό κράτος θα είναι φιλικό προς την Ελλάδα και θα αποτελεί έναν οιονεί αντίπαλο της Άγκυρας. Ας μη ξεχνάμε την τουρκική επιρροή, παρουσία και επενδύσεις στο Ιρακινό Κουρδιστάν (KRG). Δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ιστορικές λεπτομέρειες παρελθοντικών γεγονότων αντιλαμβανόμενος τη δυναμική της ιστορίας και της διαφορετικότητας των περιστάσεων.
Σε μια «Μακιαβελική» θεώρηση ενδεχόμενα η ανοικτή πληγή της Τουρκίας στο κουρδικό μέτωπο, εντός και εκτός των συνόρων της, να αποτελεί την καλύτερη «λύση» για εμάς. Ακόμη και το μονίμως σε πολεμική ετοιμότητα ευρισκόμενο Ισραήλ έχει αποδειχθεί ότι δυσκολεύεται να συμβιώνει με μια συνεχώς σε εξέλιξη intifada. Το κόστος της καταπολέμησης της κουρδικής εξέγερσης είναι σημαντικό σε κάθε επίπεδο (ανθρώπινο, οικονομικό, διπλωματικό, ήπιας ισχύος) και σε περιόδους έξαρσης των συγκρούσεων γίνεται δυσβάστακτο. Φυσικά κάποιος δικαιολογημένα θα αντικρούσει τον ανθρώπινο πόνο, τις προσφυγικές ροές και τη συνεχή αύξηση της μαχητικότητας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων λόγω απόκτησης πολύτιμης πολεμικής εμπειρίας. Επίσης η Άγκυρα προσπαθεί να επιδείξει ότι η επεκτατική-αναθεωρητική πολιτική της κατά του Ελληνισμού είναι ανεξάρτητη των τεκταινομένων στα νότια και ανατολικά της σύνορα. Συχνή και η υπερβολική επίκληση του αξιώματος ότι «η Άγκυρα σε περίπτωση απωλειών στην ανατολική της πλευρά θα επιζητήσει εδαφικά ανταλλάγματα στα δυτικά». Η δική μου εκτίμηση είναι η Άγκυρα, έχουσα μια μονίμως αιμορραγούσα πληγή στο εσωτερικό της, παρά τους «λεονταρισμούς» της θα είναι περισσότερο προσεκτική στις κινήσεις της στα υπόλοιπα μέτωπα με την προϋπόθεση ότι ο αντίπαλος της διαθέτει ικανή ισχύ και αποφασιστικότητα. Οι παραπάνω εκτιμήσεις δεν συνεπάγονται -με κανένα τρόπο- ότι η Ελλάδα θα πρέπει ενεργά να εμπλακεί σε οποιαδήποτε υποστήριξη προς κουρδικές ενέργειες αυτονόμησης για ευνόητους λόγους. Είναι αρκετή η πλήρης συνταύτιση με τις ενέργειες και διακηρύξεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κάθε περίπτωση παραβίασης εκ μέρους της Άγκυρας του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση η συνέχιση της ύπαρξης του κουρδικού προβλήματος αποτελεί όπλο στην εξασθενισμένη φαρέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εν δυνάμει μοχλό πίεσης σε βάρος της Άγκυρας.
Η χειρότερη για τον Ελληνισμό εξέλιξη ίσως θα ήταν μια επιτυχημένη τουρκική προσέγγιση προς τα μετριοπαθή κουρδικά στρώματα με επίκληση και της κοινής θρησκείας και παροχή αρκετών αυτονόητων δικαιωμάτων. Μια τέτοια κίνηση, εφόσον θα ήταν επιτυχημένη, θα συντελούσε στην ακόμη μεγαλύτερη ενδυνάμωση της Τουρκίας απομακρύνοντας τον σημαντικότερο εφιάλτη της Άγκυρας και απελευθερώνοντας ακόμη μεγαλύτερη δυναμικότητα στις επεκτατικές τάσεις της.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι αντιστράτηγος (ε.α.), πτυχιούχος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου, υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο, διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).