Του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Με την Κυβέρνηση εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα στα οποία αφέθηκε να εισέλθει με την παθητικότητα της στο Κυπριακό, ο Πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρα συναντάται σήμερα με τους Αρχηγούς των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων πλην της Χρυσής Αυγής, προκειμένου να τους ενημερώσει για το οριακό σημείο στο οποίο έχει φθάσει το σημαντικό αυτό εθνικό μας θέμα, ενόψει της πενταμερούς διάσκεψης στην Γενεύη την 12 Ιανουαρίου!
Οι συναντήσεις αυτές θα έπρεπε αναμφισβήτητα να είχαν πραγματοποιηθεί εδώ και μήνες, θα μπορούσε να είχε συγκληθεί ακόμα και Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών για το οποίο βασική προϋπόθεση όμως θα ήταν να υπάρχει κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και πνεύμα συνεννόησης. Η έλλειψη αυτών των αναγκαίων συνθηκών βαρύνει εξ ολοκλήρου τον κυβερνητικό συνασπισμό λόγω των πρακτικών «αδειάσματος και ντρίπλας» αλλά και του πολιτικού τζόγου στο οποίο αυτός επιδίδεται.
Δεν γνωρίζουμε τι θα πει ο Έλληνας Πρωθυπουργός στους πολιτικούς Αρχηγούς, εντελώς μα εντελώς «στο παρά ένα» και φυσικά ούτε κατά πόσο αυτοί θα συμφωνήσουν και θα δεχθούν μέρος της ευθύνης για το τι πρόκειται να γίνει στην Γενεύη την 12 Ιανουαρίου, συναινώντας έστω και εν μέρει στις όποιες κυβερνητικές θέσεις έχουν διαμορφωθεί (αν έχουν τελικά… διαμορφωθεί). Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε αν θα μπορούσε έστω και τόσο αργά να διαμορφωθεί κλίμα ομοψυχίας που θα οδηγήσει σε μία ενιαία συνεκτική εθνική θέση για το Κυπριακό. Από την μία μεριά έχουμε μία ανεπαρκή Κυβέρνηση να σέρνεται πίσω από τα γεγονότα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την κατάσταση με παιγνιώδεις τακτισμούς και λεκτικές τσαχπινιές των 140 χαρακτήρων, αποδεικνύοντας για μία ακόμα φορά, άγνοια κινδύνου και μία επικίνδυνη ανεπάρκεια. Από την άλλη έχουμε μία Αντιπολίτευση, μεγάλη και μικρή, να ζει στην μακαριότητα της και μέσα από ευχολόγια και γενικολογίες να αποφεύγει να τοποθετηθεί με σαφήνεια, πλην ΚΚΕ για τους δικούς του λόγους.
Όλοι οι όροι οι οποίοι είχαν τεθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση προκειμένου να συμμετάσχει σε μία πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, η οποία επισημαίνεται ήταν μόνιμος τουρκικός στόχος (και επιτεύχθηκε φυσικά) για να αποφευχθεί ο κίνδυνος παγίδευσης σε μία κακή για την ελληνική πλευρά λύση ή να χρεωθεί την αποτυχία της διάσκεψης, δεν υφίστανται πλέον. Με όλα τα κεφάλαια ανοικτά, χωρίς καμία ουσιαστική πρόοδο στο εδαφικό και χωρίς να υπάρχει βάση συζήτησης για το θέμα των εγγυήσεων και την αποχώρηση του τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, πάμε στην Γενεύη για μία συνολική διαδικασία που εγκυμονεί σοβαρούς εθνικούς κινδύνους. Αν και είχε τεθεί άλλη μία προϋπόθεση, να προηγηθεί συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν, το ότι αυτή ματαιώνεται μάλλον θα έλεγα ότι είναι… θετική εξέλιξη λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες και την διπλωματική… επάρκεια του κ. Τσίπρα!
Η αλήθεια είναι ότι αφήσαμε μόνο του τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκο Αναστασιάδη (δυστυχώς ο ίδιος ξεχνάει την ιδιότητα του) να διαχειρίζεται ένα θέμα που δεν αφορά μόνο στην Μεγαλόνησο αλλά σε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Ο κ. Αναστασιάδης διαπραγματεύτηκε ουσιαστικά μόνος του με την ίδια την Άγκυρα.Δυστυχώς η Ελλαδική πολιτική ηγεσία βολεύτηκε πίσω από το «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει», μία θέση που συνιστά τον σωστό τρόπο χειρισμό του Κυπριακού αρκεί όμως να στηρίζεται πάνω στην εθνική στρατηγική που έχει χαραχτεί και συμφωνηθεί διαχρονικά από Λευκωσία και Αθήνα. Έτσι άφησε τα «πράγματα να κυλήσουν» χωρίς την ενεργή συμμετοχή της,με αποτέλεσμα να υποστεί στρατηγικό αιφνιδιασμό όταν έμαθε από τα… ραδιόφωνα (έστω και αν δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσημα) την μεταμεσονύκτια δήλωση του κ. Αναστασιάδη την 2 Δεκεμβρίου (ως αποτέλεσμα του περιβόητου δείπνου με Έιντε και Ακιτζή) για επανέναρξη των συνομιλιών με συμμετοχή και των εγγυητριών δυνάμεων σεμία διάσκεψη στην Γενεύη την 12 Ιανουαρίου όπου θα συζητηθούν τα πάντα!
Η κατάρρευση των συνομιλιών στο Μον Πελεράνμε ευθύνη της τουρκικής πλευράς, θα έπρεπε για την Ελληνική πλευρά να αποτελέσει μία ευκαιρία για να «ανακουφιστεί» από την ισχυρή πίεση που δεχόταν από τον διεθνή παράγοντα, τις ΗΠΑ και φυσικά την Τουρκία η οποία επείγεται για λύση. Θα έπρεπε να ανασυγκροτηθεί και να επανεκτιμήσει την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιφέρεια όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίαςπροκειμένου να επανασχεδιαστεί η εθνική στρατηγική και ταυτόχρονα να κερδίσει χρόνο καθόσον η εξαιρετικά πιεστική διακυβέρνηση Ομπάμα και φυσικά η γνωστή σε όλους μας κ. Νουλάντ την 20 Ιανουαρίου θα είναι παρελθόν.
Κυβέρνηση και πολιτικός κόσμος βρίσκονται μπροστά σε μία τεράστια ιστορική εθνική ευθύνη ανάλογη εκείνης που βρέθηκε η Ελλαδική πολιτική ηγεσία την περίοδο 1959- 1960 πριν την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και Λονδίνου. Η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη έχει και το νόμιμο δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να αναλάβει τον ρόλο που της ανήκει και φυσικά ας παραδεχτεί επιτέλους ότι υποστηρίζει τα εθνικά της συμφέροντα.
Λευκωσία και Αθήνα αποδέχτηκαν μία διαδικασία με την οποία δυστυχώς επιτεύχθηκε ο βασικός στόχος της Άγκυρας και έτσι ένα διεθνές πρόβλημα στρατιωτικής εισβολής, κατοχής και παράνομου εποικισμού μετατράπηκε σε… δικοινοτική διαφορά. «Ξεχνάμε» ότι οι λεγόμενες δικοινοτικές συνομιλίες διεξάγονται υπό την απειλή των Τουρκικών Δυνάμεων κατοχής ενώ αφήσαμε να εξομοιωθεί ο Πρόεδρος μίας διεθνώς αναγνωρισμένης Δημοκρατίας μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ με ένα ηγέτη παράνομης οντότητας που στηρίζεται στα τουρκικά όπλα και κηδεμονεύεται από την Άγκυρα. Αυτή η σημειολογία δημιουργεί επικίνδυνα τετελεσμένα. Με το σχέδιο συμφωνίας που είναι στο τραπέζι, νομιμοποιούνται τα τετελεσμένα της κατοχής, διαλύεται η Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς ουσιαστικά εδαφικά ανταλλάγματα και αντικαθίσταται από ένα συνεταιρισμό δύο κρατιδίων, που δεν θα είναι ούτε ομοσπονδία ούτε συνομοσπονδία ελεγχόμενο από την Τουρκία.
Τρεις Κυβερνήσεις, τρία Κοινοβούλια, τρία Ανώτατα Δικαστήρια και ένα σύστημα αποφάσεων που θα παραλύει την κεντρική διοίκηση ενώ με την καταστρατήγηση της αρχής της πλειοψηφίας στη λήψη αποφάσεων έχουμε βέβαιο ένα μηχανισμό «παραγωγής αδιεξόδων» που θα επιλύονται με την μέθοδο της… κλήρωσης! Η επιστροφή προσφύγων προβλέπεται να είναι εξαιρετικά περιορισμένη ενώ αλλοιώνεται η δημογραφική σύνθεση της Κύπρου με απόκτηση δικαιώματος Κύπριου πολίτη δεκάδων χιλιάδων Τούρκων εποίκων. Δεν θα υπάρχει πολιτική, στρατιωτική, ενεργειακή και δημογραφική ασφάλεια, αφού η Τουρκία θα είναι παρούσα στη Κύπρο και θα ελέγχει τις αποφάσεις του κεντρικού κράτους μέσω του Τ/Κ κρατιδίου (στην ουσία επαρχία της), στη βάση των δικών της συμφερόντων. Με δύο λόγια δίνουμε τα πάντα και παίρνουμε…τίποτα! Ας πούμε ότι δεχόμαστε όλα αυτά μιας και σε αυτά συμφωνούν οι… «δύο κοινότητες»…θα δεχτούμε την διατήρηση του καθεστώτος εγγυήσεων που επιδιώκει η Τουρκία με παραμονή σημαντικών Τουρκικών Στρατευμάτων στην Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα;
Τις τελευταίες ψευδαισθήσεις που ηθελημένα ή όχι κάποιοι στην Αθήνα και στην Λευκωσία ακόμα είχαν μέχρι σήμερα, ήλθε προχθές να διαλύσει ο Τούρκος ΥΠΕΞ κ. Mevlut Cavusoglu, ο οποίος δήλωσε με περίσσια αλαζονεία «Η Τουρκία δεν πρόκειται να προχωρήσει σε κάθε είδους παραχώρηση για την λύση στο Κυπριακό».Ακολούθησε ο κατοχικός Τ/Κ ηγέτης κ. Ακιτζί, ο οποίος με επιστολή στον νέο γενικό γραμματέα του ΟΗΕ απέρριψε τη συμμετοχή του Νίκου Αναστασιάδη με την ιδιότητα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας!
Η Ελλάδα αναζητεί πλέον διέξοδο στο αδιέξοδο που διαφαίνεται ότι «στήνεται» στην Γενεύη. Δεν είναι μονόδρομος η οποιαδήποτε λύση εδώ και τώρα. Θα είναι προτιμότερο να κερδηθεί χρόνος προκειμένου τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Κύπρου που ενδυναμώθηκαν θεαματικά στα πλαίσια του διαμορφωνόμενου ενεργειακού χάρτη να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα. Δεν πρέπει να αποδεχτούμε μία συμφωνία με λύση που θα είναι χειρότερη της σημερινής υφιστάμενης κατάστασης, αφού θα νομιμοποιηθεί η «ΤΔΒΚ» χωρίς ανάλογο στρατηγικό αντιστάθμισμακαθώς θα επεκταθεί ο πολιτικός έλεγχος της Τουρκίας σε ολόκληρη την Μεγαλόνησο! Η αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών αποτελεί ευθύνη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, ελλαδικής και ελληνοκυπριακής!
Απομένουν τρεις ημέρες! Η Ελλάδα αντί να περιμένει παθητικά να διατηρήσει και να αυξήσει η Τουρκία τις μαξιμαλιστικές της απαιτήσεις ως διέξοδο στο αδιέξοδο της θα πρέπει να επιμείνει στην κατάργηση του καθεστώτος εγγυήσεων και την εντός 18 μηνών αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, στον όρο συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως συμβαλλόμενο μέρος στη Διάσκεψη της Γενεύης και κατ' αρχήν συμφωνία στο εδαφικό με χάρτες. Κάθε διαφορετική μεθόδευση οδηγεί σε προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Με βάση τα παραπάνω απαιτείταιπαράλληλα και συστηματική προετοιμασία για την διαχείριση της επίρριψης ευθυνών στην Τουρκία σε περίπτωση που αυτή δεν υποχωρήσει.
Θέλουμε την επίλυση του Κυπριακού αλλά λέμε όχι στην γεωστρατηγική παράδοση της Κύπρου στην Τουρκία η οποία θα συνιστά «καταστροφική λύση». Κάτι τέτοιο θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο Αιγαίο και στη Θράκη. Μία δυσμενής για τα ελληνικά συμφέροντα λύση στην Κύπρο, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι συνδεδεμένη με όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων που δημιουργούνται από την αναθεωρητική πολιτική της γειτονικής μας χώρας και αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσουμε την αρνητική επίδραση.
Ως επίλογο θα ήθελα να υπενθυμίσω για μία ακόμα φορά στον ΥΠΕΞ κ. Κοτζιά τι υποστήριζε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό όχι μόνο ως ένα ζήτημα αλληλεγγύης προς την Κύπρο αλλά ως ένα συστατικό του τόξου αμέσων ελληνικών συμφερόντων». Ελπίζω να συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντα του με γνώμονα αυτό!